Σελίδες

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Ενάντια στην εθνικιστική υστερία στο τοπικό επίπεδο


Αντιεθνικιστικές μνήμες από τη μακεδονική διαμάχη στα Γιάννενα

Διαβάζω όλο και συχνότερα την εκτίμηση ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται μπροστά στην ανάδυση ενός φασιστικού κόμματος, στην προοπτική του εκφασισμού της κλπ. Παρότι κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει, θεωρώ ότι η έκφραση βεβαιότητας υποτιμά την τεράστια διαφορά στους κοινωνικούς συσχετισμούς μεταξύ της πρώτης έξαρσης της σύγχρονης μακεδονομαχίας κατά την δεκαετία του ’90 και της σημερινής εποχής. Όσοι το παραβλέπουν, είτε είναι μικρής ηλικίας και δεν πρόλαβαν να αφομοιώσουν το κλίμα και τα γεγονότα εκείνης της δεκαετίας είτε είναι μεγαλύτεροι αλλά στην καλύτερη περίπτωση δεν τα αντιλήφθηκαν ενώ στη χειρότερη συνέβαλαν σ’ αυτά.   


Η μακεδονική υστερία του 1992 δεν ήταν «άλλη μία», έστω και ασυνήθιστη, έξαρση εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία αλλά μία τομή, ένα «συμβάν» κατά την προσφιλή σήμερα ορολογία, που επηρέασε καθοριστικά τις πολιτικές μετατοπίσεις και τους συσχετισμούς. Η καταθλιπτική στοίχιση της συντριπτικής πλειοψηφίας πίσω από τις εθνικιστικές ονειρώξεις, η ανάδειξη πολιτικών τσαρλατάνων, η διαπόμπευση κάθε αντίθετης άποψης από επιθετικά πρωτοσέλιδα και τηλεδικαστήρια, και, ως αποκορύφωμα, μια σειρά ποινικών διώξεων και καταδικών καθαρά και μόνο λόγω έκφρασης της αντίθετης άποψης είναι η μαύρη κληρονομιά της δεκαετίας του ’90.

Η Αριστερά δεν έμεινε σε καμιά περίπτωση ανεπηρέαστη. Όχι μόνο επειδή ένα κομμάτι της, και κυρίως ο ΣΥΝ, πήρε μέρος στο συλαλητήριο της Θεσσαλονίκης αλλά και επειδή οι εξελίξεις σταδιακά παρήγαγαν μια βαθειά διαιρετική τομή στο εσωτερικό της, σχηματικά μεταξύ της Αριστεράς των «εθνικών στόχων» και αυτής της «βαλκανικής φιλίας». Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η αντιμετώπιση του ΚΚΕ, που, ενώ στο μακεδονικό πρόβλημα πάνω-κάτω είχε τις ίδιες θέσεις με σήμερα («όχι στα συλαλητήρια – δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα»), τότε μεν υπέστη συστηματικό μπούλιγκ από τη νέα εθνικοφροσύνη ενώ στις μέρες μας αναγνωρίζεται, συχνά από τους ίδιους ανθρώπους, ως «συνεπής πατριωτική δύναμη». Μεσολάβησαν βεβαίως η σταδιακή προσαρμογή του λόγου του στις ανάγκες του συντηρητικού, και οπωσδήποτε πολυπληθέστερου, ακροατηρίου σε μια σειρά από άλλα μέτωπα, ορισμένες ηχηρές μεταγραφές τύπου Λιάνας Κανέλλη αλλά πάνω απ’ όλα η συγκρότηση μιας συνεπούς αντιεθνικιστικής Αριστεράς.

Κατά την άποψή μου αυτή η διαιρετική τομή, παρά τις μεταλλάξεις ή τις μεταμφιέσεις της, υφίσταται ακόμα και σήμερα και κάθε προσπάθεια για την υπέρβασή της στο όνομα ενός κοινού πολιτικού στόχου είναι καταδικασμένη είτε σε οπορτουνιστικά κουκουλώματα είτε, συνηθέστερα, στην επικράτηση της πιο εύκολης συνταγής για την «επικοινωνία με τις μάζες». Τα παραδείγματα αφθονούν : Η πορεία του Τσίπρα προς την εξουσία, κατά την οποία εγκατέλειψε νωρίς τον αντιεθνικισμό και πολύ-πολύ αργότερα την «ταξική μεροληψία», η ανάλωση των τροτσκιστών στη ΛΑΕ και πολλά ακόμη.

Από το 1992 λοιπόν χρονολογείται η εμφάνιση ενός μπλοκ αριστερών δυνάμεων με τη διεθνιστική αλληλεγγύη ψηλά στην ατζέντα τους - τηρουμένων φυσικά των αναλογιών, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε ακόμη και για ένα μικρό ελληνικό Τσίμερβαλντ -, που χρειάστηκε να πολεμήσουν πολλές φορές και στη συνέχεια. Η ιστορική αναδρομή στη, δύσκολη στην αρχή, συγκρότηση ενός «αντιεθνικιστικού εμείς», κατά την έκφραση του Άγγελου Ελεφάντη, συνηθίζεται αυτή την εποχή αλλά παρουσιάζει κενά, καθώς περιορίζεται στην Αθήνα και αγνοεί την όποια περιφερειακή διάσταση. Είναι επομένως χρήσιμη η παρουσίαση της σχετικής δραστηριότητας στα Γιάννενα, η οποία δεν φιλοδοξεί φυσικά να καλύψει το κενό αλλά να αναδείξει την ανάγκη, πολιτική και ακαδημαϊκή, μιας ερευνητικής προσπάθειας.

Στην πόλη την πρωτοβουλία για την οργάνωση του αντιλόγου στην εθνικιστική μονοφωνία την πήρε, στα στερνά της, η οργάνωση του Ρήγα Φεραίου Ιωαννίνων. Η εκδήλωσή της, πιθανότατα η δεύτερη στη χώρα μετά από τη συζήτηση της Αριστερής Κίνησης του Ιστορικού - Αρχαιολογικού της Αθήνας, είχε ως θέμα «Αναζωπύρωση των εθνικισμών και μειονοτικά ζητήματα», ομιλητές τον Άγγελο Ελεφάντη και εμένα και πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή, 3 Απριλίου 1992. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο να ξεπεραστεί η αρνητική προδιάθεση ενός σημαντικού τμήματος ακόμη και του ίδιου του ακροατηρίου της, αφής στιγμής όμως αυτό επιτεύχθηκε, ο προβληματισμός ήταν γόνιμος και δημιούργησε μια κρίσιμη μάζα για τη συνέχεια. 

Το επόμενο βήμα έγινε μετά από την καταδίκη, σε ποινή φυλάκισης 19 μηνών (!), των 4 μελών της Αντιεθνικιστικής – Αντιπολεμικής Συσπείρωσης, επειδή μοίραζαν την προκήρυξη με τίτλο «Οι γειτονικοί λαοί δεν είναι εχθροί μας. Όχι στον εθνικισμό και τον πόλεμο» (ένα πλήρες χρονικό των ποινικών διώξεων της περιόδου μπορείτε να διαβάσετε στο κείμενο του Κώστα Παπαδάκη στον σύνδεσμο http://pandiera.gr/δίκες-πολιτικών-διώξεων-αντιεθνικισ/ ). Ύστερα από πρωτοβουλία του Ελεφάντη και του Φίλιππου Ηλιού συντάχθηκε και διακινήθηκε ένα κείμενο έμπρακτης δημόσιας συμπαράστασης, το περίφημο κείμενο των «169 διανοουμένων», το οποίο «υιοθετούσε» την προκήρυξη και απευθυνόταν σε κάθε αρμόδιο Εισαγγελέα. Μεταξύ των άλλων επισήμαινε ότι «Δεν ανήκουμε στην Αντιεθνικιστική Αντιπολεμική Συσπείρωση. Επειδή όμως θεωρούμε ότι με την καταδίκη αυτή πλήττονται θεμελιώδη και κατοχυρωμένα από το Σύνταγμα δικαιώματα που αφορούν την ελευθερία του λόγου και την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και επειδή, ανεξάρτητα από τις


επιμέρους αντιλήψεις του καθενός μας για τα θέματα που αναφέρονται στην προκήρυξη, πιστεύουμε ότι είναι χρέος των πολιτών να υπερασπίζονται με όσα μέσα θεωρούν πρόσφορα τις



θεμελιώδεις ελευθερίες, ΣΥΝΥΠΟΓΡΑΦΟΥΜΕ την καταδικασμένη προκήρυξη και σας καλούμε, κύριε Εισαγγελέα, να λάβετε τα μέτρα που επιβάλλει η ισόνομη μεταχείριση των πολιτών». Ήταν ασφαλώς μια αμυντική κίνηση με στόχο την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου ταυτόχρονα όμως και μια θαρραλέα πρόκληση προς τις εισαγγελικές αρχές, που πέτυχε το στόχο της και είχε ως αποτέλεσμα την παύση της άσκησης ποινικών διώξεων.   

Το κείμενο των 169 συνυπέγραψαν 15 μέλη ΔΕΠ του Πανεπιστημίου των Ιωαννίνων από όλες τις βαθμίδες και ο υποφαινόμενος, πράγμα που σημαίνει ότι το 1/10 των υπογραφών προερχόταν από τα Γιάννενα ! Το γεγονός πλήγωσε την τιμή της ντόπιας εθνικοφροσύνης και προκάλεσε την οργισμένη της αντίδραση, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως στο Πανεπιστήμιο. Ένας σκληρός, ακροδεξιός πυρήνας μέσα στην ΟΝΝΕΔ αποφάσισε να συνετίσει τους εθνικούς μειοδότες με κάθε μέσο : διακοπές παραδόσεων, τραμπουκισμοί, απειλές στους διαδρόμους, συνθήματα στις πόρτες των γραφείων. Ανάλογο ήταν το κλίμα στον τοπικό τύπο και παραθέτω μάλιστα ένα χαρακτηριστικό αντικομμουνιστικό σχόλιο δημοσιογραφικής στήλης, από το οποίο προκύπτει ευθέως η σύνδεση της κομμουνιστικής ιδιότητας με την υπεράσπιση των καλών σχέσεων με τη γειτονική χώρα.

Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, αποφασίσαμε να διευρύνουμε τον κύκλο της ενεργητικής αλληλεγγύης. Τη φορά αυτή όχι μόνο στο Πανεπιστήμιο μα και στην πόλη. Προέκυψε λοιπόν και δεύτερο, καθαρά γιαννιώτικο, κείμενο δημόσιας συμπαράστασης, που τασσόταν στο πλευρό των 169, κατήγγελλε την ποινικοποίηση της διαφωνίας και τη φίμωση της διαφορετικότητας και επισήμαινε ότι η συζήτηση για τα εθνικά θέματα δεν μπορεί να είναι ταμπού ούτε και μονοπώλιο της επίσημης κυβερνητικής άποψης. Το κείμενο συνυπέγραψαν 151 συμπολίτες, του Δημάρχου Φίλιππου Φίλιου συμπεριλαμβανομένου, από ένα ευρύ επαγγελματικό και κυρίως πολιτικό φάσμα και η δημοσίευσή του έθεσε οριστικά τέλος στο κλίμα τρομοκρατίας. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, εάν κάτι παρόμοιο συνέβη και αλλού, ωστόσο το πολιτικό κλίμα στα Γιάννενα επηρεάστηκε καθοριστικά και οι κραυγές κόπασαν. Ούτως ή άλλως τα επόμενα χρόνια το στόχαστρο του εθνικισμού, υπό την καθοδήγηση του Γκαίητζ, του Μητροπολίτη Κόνιτσας και του τοπικού κλιμακίου της ΚΥΠ, μετατοπίστηκε στην αποσταθεροποίηση της γειτονικής Αλβανίας. Αποκαλυπτικό είναι εν προκειμένω το βιβλίο του Σταύρου Τζίμα «Στον αστερισμό του εθνικισμού / Αλβανία και Ελλάδα στη μετα-Χότζα εποχή» (εκδ. Επίκεντρο, 2010).

Παρότι και στο ενδιάμεσο διάστημα δεν έλειψαν κάποιες εκδηλώσεις και η σχετική αρθρογραφία, η επόμενη μεγάλη όξυνση της μακεδονομαχίας στη χώρα, αλλά και στην πόλη, συνδέεται με τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ το 2008 στο Βουκουρέστι και το «περήφανο» βέτο της Κυβέρνησης Καραμανλή, το οποίο ως γνωστόν εξασφάλισε στη χώρα μας την καταδίκη της από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Το συλλογικό κείμενο «Όχι στον εθνικισμό και στις συναινέσεις που τον συντηρούν» (βλ. σύνδεσμο  http://resistencias2005.blogspot.gr/2008/03/blog-post_1234.html) το έχουμε συνυπογράψει 6 άνθρωποι υπό τον πολιτικό προσδιορισμό ΣΥΡΙΖΑ Ιωαννίνων ενώ η Αντιεθνικιστική – Αντιμιλιταριστική Πρωτοβουλία διοργάνωσε και εκδήλωση στην πόλη με θέμα «Δεν μας απειλεί η Δημοκρατία της Μακεδονίας .. Μας απειλεί ο Εθνικισμός, ο Μιλιταρισμός το ΝΑΤΟ». Αυτή τη φορά μοιράστηκα το πάνελ με τη Σίσσυ Βωβού και τους Αναστάς Βαγγέλι και Ίβιτσα Αντέσκι από τη γειτονική χώρα. Η καμπάνια εκείνη ολοκληρώθηκε με μια κοινή διακήρυξη και πορεία ακτιβιστών της ειρήνης από τις δύο χώρες στην πόλη των Σκοπίων τον Μάϊο, με τη στήριξη ενός ικανοποιητικού αριθμού πολιτικών οργανώσεων από την Ελλάδα.

Η επισκόπηση αυτή διατηρεί την αυτονόητη σημασία της. Εξάλλου, όπως έχει γραφτεί και ειπωθεί πολλές φορές, ο αγώνας ενάντια στη λήθη είναι ο αγώνας ενάντια στην (κάθε φορά σημερινή) εξουσία !