Χρησιμοποίησα για πρώτη φορά αυτόν τον .. μπουνιουελικό τίτλο σ’ ένα χρονογράφημα, που δημοσίευσα το 1982 στο περιοδικό «Πολίτης της Ηπείρου». Το έκανα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αθήνα, όταν κάποιοι πολιτικοποιημένοι φίλοι μου δυσκολεύονταν να χωνέψουν την αντίφαση, τη μια μέρα να παθιάζομαι με πολιτικές αντιπαραθέσεις και την άλλη να επιστρέφω με κασκόλ του ΠΑΣ Γιάννενα από ένα παιγνίδι του στο λεκανοπέδιο. Ούτως ή άλλως, όπως εξηγούσα και στο χρονογράφημα, ήταν οι βρισιές και οι απειλές στα εκτός έδρας παιγνίδια, που μου προκάλεσαν τα πιο έντονα συναισθήματα τοπικού πατριωτισμού της ζωής μου.
Μια ιστορία του γιαννιώτικου ποδοσφαίρου δεν μπορεί να παραλείψει τον ανταγωνισμό, με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των δύο μεγαλύτερων ομάδων της πόλης κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μεταξύ δηλαδή του Αβέρωφ, που ήταν η ομάδα της δεξιάς και της καλής κοινωνίας, και του Ατρόμητου, που συσπείρωνε το λαϊκό στοιχείο και τους ηττημένους του εμφυλίου σε μια πόλη με κεντροαριστερές κατά κανόνα πλειοψηφίες. Παρότι ο πρώτος είχε γενικά εμφανέστερη παρουσία στο ελληνικό ποδόσφαιρο και το 1963 έφτασε μέχρι τους ημιτελικούς του Κυπέλλου Ελλάδας, στα τοπικά ντέρμπυ το έργο του ήταν πολύ πιο δύσκολο. Δεν διευκρίνισα ποτέ, εάν οι πράσινες χρωματικές επιλογές του Ατρόμητου έχουν παίξει κάποιο ρόλο στο διαχρονικά μεγάλο ποσοστό των οπαδών του ΠΑΟ στην πόλη.
Οι δύο ομάδες, και μία μικρότερη, συγχωνεύτηκαν το 1966 και δημιούργησαν τον ΠΑΣ Γιάννενα - για την ακρίβεια Γιάννινα με γιώτα, όπως είναι η ιστορική ονομασία της πόλης -, που κατατάχτηκε στη Β΄ Εθνική. Το 1971 ο Πορτογάλος προπονητής της Γκομέζ ντε Φαρία είχε τη φαεινή ιδέα να φέρει πάμφθηνους λατινοαμερικάνους ποδοσφαιριστές και οι παράγοντες της ομάδας την υλοποίησαν με τη πατέντα της ανακάλυψης ελληνικής «καταγωγής» και πολιτογράφησης, κάτι που μιμήθηκαν σύντομα, αλλά με πολύ ακριβότερες τιμές, όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι. Ήρθαν λοιπόν σε δύο δόσεις 6 Αργεντινοί, ο τερματοφύλακας και όλη η επιθετική πεντάδα, που στην αρχή έτριβαν τα μάτια τους βλέποντας τον πρωτόγονο, χωρίς χόρτο, αγωνιστικό χώρο του Εθνικού Σταδίου αλλά και πολλές εκατοντάδες οπαδούς στις προπονήσεις ! Είχαν φυσικά σπουδαία για τα ελληνικά δεδομένα τεχνική κατάρτιση και έβαλαν τα θεμέλια για τον μύθο μιας «διαφορετικής» ομάδας, που πήρε το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», καθώς η ολλανδική ομάδα μεσουρανούσε τότε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.
Πράγματι, ο ΠΑΣ Γιάννενα συσπείρωσε οπαδούς από όλη την Ήπειρο με μία μόνο εξαίρεση. Αυτή της Άρτας, καθώς οι ανελέητοι ξυλοδαρμοί μεταξύ των οπαδών των δύο πόλεων έδιναν τίτλους στις αθλητικές εφημερίδες της εποχής. Διανθισμένοι από τα καυστικά εκατέρωθεν συνθήματα «Άρτα - Ελλάς» (σπόντα για τον αφελληνισμό λόγω Αργεντινών, ίσως και λόγω … τζαμιών) και «Άρτα είσαι γκόμενα». Καθόλου τυχαία ο αριθμός των εισιτηρίων στις αναμετρήσεις του ΠΑΣ με την Αναγέννηση στο γήπεδο των Ιωαννίνων, πολλά χρόνια πριν αυτό επεκταθεί και πάρει το όνομα «Ζωσιμάδες», συναγωνίζεται με τους μεταγενέστερους στα παιγνίδια εναντίον των 3 ισχυρών του ΠΟΚ. Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η αποδοχή στην ογκώδη ηπειρωτική διασπορά της Αθήνας, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται και ενισχύονται σε αντιπαράθεση με κάποιο «άλλο» περιβάλλον.
Ο μύθος άρχισε να θεριεύει στη νεολαία των Ιωαννίνων τρεφόμενος διαρκώς από νέα υλικά : ένα παιγνίδι στο Αίγιο, όπου η διαιτησία άφησε τον ΠΑΣ με 9 παίκτες και μετέτρεψε το 0-2 σε 2-2 και ο κόσμος αντέδρασε με το σύνθημα «Ελλάς – Ελλάς, άκουσε και μας» ή τον θρίαμβο επί του Ηλυσιακού στην Αθήνα, που συνοδεύτηκε από μια πορεία 10 χιλιάδων ανθρώπων, την πρώτη που έσπασε την απαγόρευση της χούντας του Ιωαννίδη, καθώς η ομάδα βάδιζε πια προς τον πολυπόθητο στόχο, την άνοδο στην Α΄ Εθνική. Σ’ αυτόν εστίαζε εξάλλου και ο ύμνος της ομάδας, που τραγουδούσε σε δημοτικοφανές ύφος και ρυθμό, διαφορετικό δηλαδή από την αστική μουσική παράδοση των Ιωαννίνων, ο αποκαλούμενος και «αηδόνι της Ηπείρου» Αλέκος Κιτσάκης.
Η μεταπολίτευση βρήκε την ομάδα πρωταθλήτρια της δεύτερης κατηγορίας και συνέπεσε με μια δεκαετία μεγάλης ακμής : Δύο φορές στην πρώτη πεντάδα και μία στην εξάδα του πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής, σπουδαίες εμφανίσεις απέναντι στους μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου (νίκη 3-2 με ολική ανατροπή επί του ΠΑΟ μέσα στη Λεωφόρο, 3-0 επί του Ολυμπιακού υπό συνεχή βροχή στα Γιάννενα, διαιτητική κλοπή στο ματς με την ΑΕΚ στο ουδέτερο γήπεδο του Άργους), ακόμα και συμμετοχή στο βαλκανικό κύπελλο, όπου χρειάστηκε ταξίδι δύο ημερών για να φτάσει με καράβι στο κροατικό, τότε γιουγκοσλαβικό, λιμάνι της Ριέκα. Αντιγράφω από εκείνο το χρονογράφημα του 1982, «.. το βροντερό "α – ου – α – ου" – όπως κάθε σοβαροί οπαδοί, που σέβονται τον εαυτό τους, έχουμε και μεις το τελείως ιδιαίτερο και δικό μας σύνθημα – δονεί την ατμόσφαιρα ». Δεν υπήρχε γήπεδο σε όλη την Ελλάδα χωρίς την παρουσία οπαδών του ΠΑΣ, που αγνοούσαν κάθε εμπόδιο, ακόμα και τους προφανείς εκείνη την εποχή κινδύνους από τα ... σουβλάκια στο Ρίο ή στο Μουργκάνι, προκειμένου να δώσουν το παρόν.
Μύθος χωρίς τραύματα όμως δεν γίνεται ! Τον Ιούνιο του 1984 ο ΠΑΣ έδινε στη Λάρισα αγώνα ζωής και θανάτου για την παραμονή στην πρώτη κατηγορία στο μπαράζ με τον Πανιώνιο. Χιλιάδες οπαδοί του, ακόμα και με τσάρτερ και ναυλωμένο τραίνο από τη Γερμανία, συνέρευσαν στο στάδιο Αλκαζάρ, όπου βίωσαν το δράμα της ήττας με 2-0 στην παράταση. Οι φήμες για παιγνίδι πουλημένο από μερικούς παίκτες οργίασαν και, αν και ουδέποτε αποδείχτηκαν, σφράγισαν με οργή αρχικά και με απογοήτευση και αδιαφορία στη συνέχεια τη διάθεση των φίλων της ομάδας.
Η οποία μπήκε σε μακροχρόνια αγωνιστική μετριότητα, έπαιξε λίγες μόνο σαιζόν στην πρώτη κατηγορία ενώ έπεσε μέχρι και την τρίτη, και βίωσε αλλεπάλληλες κρίσεις διοικητικής ανυποληψίας. Ένας Πρόεδρος συνελήφθη κάποτε επ’ αυτοφώρω για απόπειρα δωροδοκίας στην Καβάλα και προτάθηκε η «λύση» να αναλάβει ο Δήμος την ομάδα, ώστε να ηγηθεί λαϊκού μετώπου για την αποφυγή της τιμωρίας. Φυσικά η δεξιά αντιπολίτευση στο Δημοτικό Συμβούλιο υπερθεμάτισε, μιλώντας για «ατυχή χειρισμό» του Προέδρου. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ως σωτήρας από το πουθενά ένας Γεωργιανός απατεώνας ονόματι Κιγκάνι («Κιγκάνι κι διν κάνει», σχολίασε η λαϊκή σοφία), ο οποίος εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά, ενώ δεν έλειψε και η απαραίτητη δόση προεδρίας Κούγια. Πικραμένοι και αποπροσανατολισμένοι οι οπαδοί του, βρέθηκαν άλλοτε να φωνάζουν «ΠΑΣ γερά, τα λύματα να πέσουν στον Καλαμά» και άλλοτε να αποκλείουν τους δρόμους, επειδή η ομάδα υποβιβαζόταν, δίκαια, λόγω απλήρωτων χρεών. Εννοείται ότι το τοπικό πολιτικό σύστημα αγκάλιασε τις «λαϊκές αντιδράσεις» και συνέχισε να επενδύει πελατειακά στο ποδόσφαιρο.
Παρ’ όλα αυτά ο ΠΑΣ Γιάννενα κέρδισε κάποια κρίσιμα μπαράζ ενώ το 2007, επί Κούγια και παίζοντας ακόμα στην Β’ κατηγορία, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό σε διπλό αγώνα για το κύπελλο Ελλάδας. Στην παράταση του δεύτερου αγώνα, με διαιτησία παράγκας μέσα σ’ ένα κολασμένο Καραϊσκάκη, ο Κοντογουλίδης έκλεψε τη μπάλα στο κέντρο του γηπέδου και, παρότι φαινόταν να έχει μερικά παραπανίσια κιλά, μετά από μια φρενήρη κούρσα την κάρφωσε στα δίχτυα του αντιπάλου, χαρίζοντας στον ΠΑΣ την πρόκριση. Και σβήνοντας οριστικά, στα μάτια τουλάχιστον μερικών παλιών, τη ντροπή του μπαράζ του 1984, όπως είπα το επόμενο πρωί στον προερχόμενο εκ Γρεβενών πρύτανη της γιαννιώτικης αθλητικογραφίας.
Η διοικητική αλλαγή του 2008 έφερε σταθεροποίηση, μόνιμη σχεδόν παρουσία στην πρώτη κατηγορία και ήδη σούπερ λιγκ αλλά και τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία της ομάδας, τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση μετά από μια νίκη μέσα στην Ξάνθη την τελευταία αγωνιστική της περιόδου 2015 - 2016. Ο πρώτος αντίπαλος στο Γιουρόπα Λιγκ ήταν η νορβηγική Οντ, που γνώρισε βαρειά ήττα με 3-0 στα Γιάννενα αλλά οι λιγοστοί φίλαθλοί της σίγουρα καλοπέρασαν, αφού ενώθηκαν με τους Γιαννιώτες στο ολονύκτιο πανηγύρι. Παρά την περιπετειώδη ρεβάνς, ο ΠΑΣ τελικά προκρίθηκε και κληρώθηκε με την ολλανδική Άλκμααρ. Απαραίτητη παρέκβαση για να αντιληφθείτε την επόμενη πρόταση είναι η εξοικείωση με τη γιαννιώτικη ντοπιολαλιά και τη λέξη «ντατσκανάρι», που μεταφράζεται σε χωρικός, αγροίκος, ανόητος κλπ. Στο facebook λοιπόν κυριάρχησε η φράση «dutchκανάρια ερχόμαστε» (Dutch = Ολλανδός), αν και η λαϊκή ευρηματικότητα δεν στάθηκε ικανή να εξασφαλίσει τη συνέχεια στον θεσμό.
Εξίσου σημαντικά, ένα μεγάλο τμήμα των οργανωμένων οπαδών του εκφράζει με σαφήνεια πολιτικό στίγμα και πρωταγωνιστεί στο αντιφασιστικό κίνημα των γηπέδων. Μάλιστα, ο σύνδεσμος οπαδών Blue Vayeros (με λατινοαμερικάνικο γλωσσικό πρόσχημα αλλά στην πραγματικότητα με .. γιαννιώτικη καταγωγή, από το βαγερμένοι = φευγάτοι) δεν δίστασε να υπερασπιστεί και τον Αλβανό διεθνή ποδοσφαιριστή της ομάδας Άντι Λίλα, στόχο κάποια στιγμή της ενδημικής αλβανοφαγίας.
Σήμερα ο ΠΑΣ Γιάννενα έχει ανακτήσει το κύρος του στα μάτια της ποδοσφαιρικής Ελλάδας. Συνεχίζει την παράδοση να μη παραδίνεται αμαχητί στους μεγάλους, να κόβει κρίσιμους βαθμούς από διεκδικητές του τίτλου ακόμα και στις τελευταίες αγωνιστικές (0-0 με τον Ολυμπιακό εκτός έδρας το 1982, 0-0 με τον Παναθηναϊκό στα Γιάννενα το 2003) ή να τους φιλοδωρεί ενίοτε με μεγάλα σκορ, όπως μια τεσσάρα το 2010 στον ΠΑΟΚ, οι εκδρομείς του οποίου δεν την άντεξαν και τα έκαναν λίμπα στην πόλη. Φέτος υπέταξε την ΑΕΚ μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, διέσυρε τον Παναθηναϊκό σε κύπελλο και πρωτάθλημα και παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο υπό την καθοδήγηση ενός προπονητή Έλληνα μεν αλλά με γερμανική κατάρτιση και νοοτροπία.
Η πρόσφατη κλήρωση των ημιτελικών του κυπέλλου Ελλάδας έφερε τον ΠΑΣ αντιμέτωπο ξανά με τον Ολυμπιακό. Είναι μια άνιση αναμέτρηση με την κατά γενική ομολογία ισχυρότερη ομάδα του φετινού πρωταθλήματος με ένα προϋπολογισμό τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερο. Το ξέρουμε φυσικά ότι η ομάδα του Γιαννίκη δεν έχει και πολλές ελπίδες, γι’ αυτό και παραμένουμε επιφυλακτικοί και προσγειωμένοι στις προσδοκίες μας. Την ώρα των αγώνων ωστόσο βαθειά μέσα μας θα προσευχόμαστε να εμφανιστεί κάποιος .. Κοντογουλίδης !