Σελίδες

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Αιτιολόγηση ψήφου στην ουκρανική κρίση

 
  Ως γνωστόν η Ιστορία δεν γράφεται με υποθετικούς λόγους τρίτου είδους. Αυτοί όμως δεν είναι και τελείως άχρηστοι, επειδή μας βοηθούν να αποτιμήσουμε πληρέστερα γεγονότα του παρελθόντος και κυρίως επειδή προσδιορίζουν ένα πλαίσιο εκτιμήσεων και ευθυνών για το παρόν και το μέλλον. Θα διατυπώσω δύο τέτοια παραδείγματα υποθετικών λόγων, που πρέπει φυσικά να διαβαστούν μαζί με τα συμπεράσματα, που τους συνοδεύουν.

1.Το 1994 υπογράφεται το Μνημόνιο της Βουδαπέστης, σύμφωνα με το οποίο η Ουκρανία παραδίδει όλα τα σοβιετικά πυρηνικά όπλα, που υπήρχαν στο έδαφός της, στη Ρωσία. Η τελευταία, όπως και οι ΗΠΑ, η Βρετανία κλπ., εγγυάται την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας. Ακολουθούν ακόμα δύο, διμερείς αυτές, διεθνείς συνθήκες, με τις οποίες η Ρωσία αναγνωρίζει την εδαφική ακεραιότητα και τα σύνορα της Ουκρανίας, η Συνθήκη Φιλίας του 1997, με την οποία επίσης παραχωρείται για 20 χρόνια ο ναύσταθμος της Σεβαστούπολης στον ρωσικό πολεμικό στόλο, και η Συμφωνία οριοθέτησης των ρωσο-ουκρανικών συνόρων του 2003 – η τελευταία μάλιστα με υπογραφή κυβέρνησης του Πούτιν !. Και οι τρείς διεθνείς συνθήκες παραβιάζονται ασύστολα με την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και κονιορτοποιούνται με τη σημερινή εισβολή. Ερώτημα : «Εάν η Ουκρανία δεν είχε παραδώσει τα πυρηνικά της όπλα, θα ήταν εξίσου εύκολη η απόφαση της εισβολής για τον Πούτιν ;».

2.Το 2008 πραγματοποιείται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, όπου ο Μπους έχει δεσμευτεί στους Προέδρους Γιούσενκο της Ουκρανίας και Σαακασβίλι της Γεωργίας για την άμεση ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ. Ο γαλλογερμανικός άξονας όμως (Μέρκελ – Σαρκοζί), χολωμένος από την παράκαμψή του για την εισβολή στο Ιράκ αλλά κυρίως επενδύοντας στις καλές σχέσεις με τη Ρωσία, βάζει βέτο στη διεύρυνση (βρίσκει την ευκαιρία να πουλήσει τζάμπα μαγκιά και ο Καραμανλής για την ένταξη της τότε Δημοκρατίας της Μακεδονίας υπό το προσωρινό όνομα FYROM αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Ερώτημα : «Εάν η Ουκρανία είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, θα τολμούσε άραγε να εισβάλει σήμερα ο Πούτιν ;».

Τα δύο παραπάνω υποθετικά ερωτήματα είναι διατυπωμένα πρωθύστερα και πολιτικά, στα πλαίσια μιας κυρίαρχης σήμερα λογικής ισχύος στις διεθνείς σχέσεις, ξένης υποτίθεται προς την οπτική της Αριστεράς. Η οποία και στις δύο περιπτώσεις, και διεθνώς και στην Ελλάδα, όσοι αριστεροί τέλος πάντων ενδιαφέρονται για τις διεθνείς εξελίξεις και πέρα από τα στιγμιαία κεντρίσματα της επικαιρότητας, είχε υποστηρίξει αυτές τις επιλογές. Προσωπικά, εξακολουθώ και σήμερα να θεωρώ ότι τόσο η συγκέντρωση των πυρηνικών όπλων σε λίγα χέρια το 1994 όσο και η αποτροπή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ, για λόγους που αφορούσαν το ίδιο το ΝΑΤΟ, το 2008 ήταν ορθές. Μόνο που είχαν δικαίωση σε ένα άλλο πλαίσιο διεθνών σχέσεων, στην προώθηση συλλογικών συστημάτων ασφάλειας, στην ελπίδα και την πάλη για ένα καλύτερο κόσμο με λιγότερους πολέμους και εξοπλισμούς.

Ποια είναι όμως τα καθήκοντα της Αριστεράς, όταν όλα αυτά αλλάζουν ; Κατά τη γνώμη μου όχι η προσχώρηση στον γεωπολιτικό κυνισμό αλλά η υπεράσπιση, με πάθος και συνέπεια, του δικού της αξιακού πλαισίου. Όχι μόνο με γενικόλογες διακηρύξεις (π.χ. ενάντια στον πόλεμο) αλλά με πολιτικές τοποθετήσεις και δράσεις ενάντια σε όποιον το υπονομεύει και χίλιες φορές περισσότερο σε όποιον το παραβιάζει ανοιχτά. Δεν είναι σε θέση να παίρνει κρατικές αποφάσεις, έχει όμως τη δυνατότητα να επηρεάζει μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας και να υποστηρίζει κανόνες και αρχές, που δεν περιορίζονται στο διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς σχέσεις αλλά συνέχονται αξεδιάλυτα με το σύνολο του απελευθερωτικού της προτάγματος.

Είναι γι’ αυτό, που με απογοητεύει και με αποξενώνει η στάση ανοχής απέναντι στον εισβολέα Πούτιν, τον εκφραστή νεοτσαρικών πολιτικών, οπαδό αντικομμουνιστικών όσο και ανιστόρητων απόψεων ότι «η Ουκρανία είναι δημιούργημα του Λένιν και των Μπολσεβίκων» και «δεν υπάρχει ουκρανικό έθνος», χρηματοδότη ή/και συνοδοιπόρο του Τραμπ και της Άκρας Δεξιάς σε όλη την Ευρώπη, της «Χρυσής Αυγής» συμπεριλαμβανομένης, και πάνω απ’ όλα ενεχόμενο σ’ ένα ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που σπάνια φανερώνεται με τόσο καθαρή μορφή : αμφισβήτηση κρατικής κυριαρχίας και νόμιμης εξουσίας γειτονικού ανεξάρτητου κράτους, περιφρόνηση κανόνων επίλυσης διαφορών, προβολή επιχειρημάτων, που θυμίζουν Χίτλερ το 1938-39, γενικευμένη καταστολή των εσωτερικών αντιδράσεων και πάνω απ’ όλα μιας τεράστιας κλίμακας σφαγή αμάχων και καταστροφή μη στρατιωτικών υποδομών, εμπορικών κέντρων, σχολείων, θεάτρων και 50 (!) νοσοκομείων, όχι τυχαία κατά τον εμπειρογνώμονα του ΟΑΣΕ Μάρκο Σασόλι, σύμφωνα με τον οποίο αυτός ο αριθμός αποκλείει το ενδεχόμενο λάθους ή χρησιμοποίησης από ουκρανικές στρατιωτικές δυνάμεις, που θα μπορούσε να εξεταστεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις (Καθημερινή 17/4/2022). Και όμως μερικοί σχετικοποιούν τα πάντα και γοητεύονται από το επιχείρημα κατά του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου «δεν έχει σημασία, ποιός έριξε την πρώτη τουφεκιά».

Άλλοι θεωρούν ότι ξεμπερδεύουν με μια κουβέντα καταδίκης της επίθεσης, ώστε να αρχίσουν στη συνέχεια να επιδίδονται σε «αλλά» και στην αποδυνάμωση της καταδίκης, αφιερώνοντας όλη τους την ένταση απέναντι στο ΝΑΤΟ, στον Ζελένσκι και στο τάγμα Αζόφ -  παραλείποντας ωστόσο τόσο την ταξιαρχία Βάγκνερ όσο και τους Τσετσένους του Καντίροφ - και ξεχνώντας ή υποτιμώντας την αντίσταση, ένοπλη και άοπλη, του ουκρανικού λαού. Υποστηρίζοντας επίσης την «ειρήνη» με συνθηκολόγηση της Ουκρανίας και αποδοχή του εδαφικού της ακρωτηριασμού, ενίοτε με καταδίκη της «ηθικολογίας» και αναπαραγωγή «γεωπολιτικών» επιχειρημάτων από τη φαρέτρα του τσαρισμού, του τύπου «η Ρωσία δεν πρόκειται – ή/και δεν επιτρέπεται - να αφήσει την Ουκρανία». Και όμως μεγαλώσαμε φωνάζοντας «Δεν υπάρχει ειρήνη χωρίς δικαιοσύνη» και διαχωρίζοντας με σαφήνεια το αναλυτικό πλαίσιο από το ηθικό και πολιτικό καθήκον.  

   

Πολύ περισσότερο, που όπως το διατυπώνει ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Έτσιο Μάουρο (ΕφΣυν 14/4/2022), «Πώς γίνεται να μη βλέπουμε ότι όλες οι έννοιες, που ποδοπατούνται από τη ρωσική εισβολή, είναι υποχρεωτικά συστατικές όποιας νέας Αριστεράς θέλει να γεννηθεί σήμερα στην Ευρώπη; Η ιερότητα της ανθρώπινης ζωής, το δίκαιο, η αυτονομία, ο αυτοκαθορισμός, ο σεβασμός των κανόνων, η αναγνώριση του κώδικα ρύθμισης των συγκρούσεων. Κι έπειτα: η απόρριψη της αυθαιρεσίας, του νόμου της ισχύος που αντικαθιστά την ισχύ του νόμου, της βίας, της κατάχρησης εξουσίας και του ιμπεριαλισμού. Και βέβαια πάνω απ’ όλα: η υπεράσπιση των αδύναμων και η αλληλεγγύη με τα θύματα. Δύο λέξεις συνδέουν σε ένα ενιαίο σύνολο όλες αυτές τις έννοιες, η δημοκρατία και η ελευθερία, και ένα μέρος του κόσμου τις έχει μεταφράσει σε θεσμούς και Συντάγματα».  Θα απαντήσουν μερικοί «μήπως είναι η πρώτη φορά ;». Παρότι υπάρχει μια εύκολη απάντηση, «ναι, σε τέτοια κλίμακα είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια», ισχυρίζομαι ότι η αριστερή δεν είναι η σχετικοποίηση των πάντων αλλά η αντίδρασή μας «κάθε φορά».

Μήπως όμως είμαι αφελής και δεν βλέπω τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τον ρόλο του ΝΑΤΟ, την άνοδο του μιλιταρισμού και την αύξηση των πολεμικών δαπανών, που θυμίζουν 1914 ; Αυτό είναι το μόνο άξιο σεβασμού και συζήτησης επιχείρημα, προφανώς όχι με αυτούς, που υποστηρίζουν τις ελληνικές πολεμικές δαπάνες, και θα αφιερώσω σ’ αυτό τις επόμενες γραμμές. Θεωρώ ότι η μεγαλύτερη αναλογία είναι με την κατάσταση πριν από τον Δεύτερο και όχι τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Όχι μόνο γιατί ο Πούτιν χρησιμοποιεί όλο το κοκτέιλ της επιχειρηματολογίας του Χίτλερ για τις προσαρτήσεις του, «προστασία των γερμανόφωνων Σουδητών» (Τσεχοσλοβακία), «είμαστε ένας λαός» (Αυστρία) και «χρειαζόμαστε ασφαλή διάδρομο για το Ντάντσιχ» (Πολωνία). Κυρίως επειδή η άμυνα απέναντι στις επιθέσεις του Χίτλερ, του Μουσολίνι και του Φράνκο ήταν ένας νόμιμος πόλεμος. Ούτε απονομιμοποιείται η αντίσταση της Ελλάδας το 1940, επειδή στην εξουσία βρισκόταν το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά ή επειδή ενισχυόταν στρατιωτικά από τον βρετανικό ιμπεριαλισμό. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι η δημοκρατική Ισπανία έμεινε χωρίς άξιες λόγου πολεμικές ενισχύσεις απέναντι στην πλήρη συμμετοχή της ναζιστικής Γερμανίας και της φασιστικής Ιταλίας ήταν ίσως ο πιο βασικός λόγος, που οδήγησε στην ήττα της στον εμφύλιο.

Δεν μπορώ επίσης να καταλάβω, γιατί η κριτική στον μιλιταρισμό δεν ξεκινάει από την οπλισμένη σαν αστακός Ρωσία, που ασκεί ένοπλη αναθεωρητική πολιτική στο σύνολο του τέως σοβιετικού χώρου, ακόμα και πριν από την επέκταση του ΝΑΤΟ στα ανατολικά (Υπερδνειστερία 1992) ή σε περιοχές εκτός ενδιαφέροντος του ΝΑΤΟ (Κεντρική Ασία). Όχι βέβαια ότι το ΝΑΤΟ, και βασικά οι ΗΠΑ, είναι αθώες για μια σειρά από επεμβάσεις, εγκλήματα ή ό,τι άλλο θέλετε, αλλά φωνάξαμε γι’ αυτά, όταν έπρεπε, όχι για να χρησιμοποιούνται συμψηφιστικά σήμερα. Αφήστε που, όταν φωνάζεις για επεμβάσεις, πριν αυτές γίνουν, θυμίζεις την ιστορία με τον βοσκό και τον λύκο. Στο πρακτικό επίπεδο, τις μεγαλύτερες υπηρεσίες στο ΝΑΤΟ τις έχουν προσφέρει ο Μιλόσεβιτς και ο Πούτιν.  Είχα γράψει παλιότερα ότι, εάν σε κάθε αριστερό, που διαδηλώνει ενάντια στο ΝΑΤΟ, αντιστοιχούν 20.000 ανατολικοευρωπαίοι, που αισθάνονται πιο ασφαλείς μαζί του, η υπόθεση της αναγκαίας διάλυσής του δεν φαίνεται να πάει και τόσο καλά. Πρέπει σήμερα να προσθέσω άλλους τόσους Σκανδιναβούς, δυτικοευρωπαίους εν γένει και Βαλκάνιους. Και πώς να αισθανθούν το ΝΑΤΟ άχρηστο και επικίνδυνο οι άνθρωποι, χωρίς να αντιμετωπιστεί η ανασφάλεια, που αυτό (καμώνεται ότι) καλύπτει ; Η υπεράσπιση ενός άλλου διεθνούς πλαισίου απέναντι πρώτα απ’ όλα στις ωμές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου είναι και πρακτικά αναγκαία.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, εκτός από το αυτονόητο όχι στον πόλεμο, «ψηφίζω» εδαφικά ακέραιη Ουκρανία, όπως παλιότερα «ψήφισα» πολυεθνική Βοσνία (εκεί να δείτε πολιτική μοναξιά !) και Ροζιάβα. Και νοιώθω αλληλέγγυος με εκείνα τα κομμάτια της Αριστεράς (Αντιπολεμική στρογγυλή τράπεζα των δυνάμεων της ρωσικής Αριστεράς, Εκτελεστικό Γραφείο της 4ης Διεθνούς κλπ.), που ενσωματώνουν στο πολιτικό τους πρόγραμμα όχι απλώς τον τερματισμό της εισβολής και την επικράτηση μιας πλαστής ειρήνης με τους όρους του εισβολέα αλλά την ήττα του, που θα εγγυηθεί τους όρους μιας δίκαιης ειρήνης. Μη ρεαλιστικά ίσως και στο στρατιωτικό και στο πολιτικό επίπεδο με βάση τον συσχετισμό των δυνάμεων, όπως εξάλλου και στα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα, αλλά επιβεβλημένα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, για μια άξια των παραδόσεων και του ονόματός της Αριστερά. Ακόμα κι’ αν χρειαστεί να καταφύγω στη ρήση του Άγγελου Ελεφάντη για τις πολιτικές συγκυρίες «ενίοτε μένουμε σχετικά μόνοι».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου