Σελίδες

Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Η Αριστερά μπροστά στην απόσχιση της Καταλονίας


Η αυταρχική εκτροπή της δεξιάς κυβέρνησης Ραχόϊ απέναντι στο δημοψήφισμα για την καταλανική ανεξαρτησία - μεταξύ των άλλων με ποινικές διώξεις, συλλήψεις, διαλύσεις συγκεντρώσεων, κατασχέσεις ψηφοδελτίων και εφημερίδων και ηλεκτρονικό μπλοκάρισμα -,  εκτός των άλλων, έχει προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στις δυνάμεις της Αριστεράς, και στην Ισπανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη, να στρέψουν τα πυρά τους εναντίον του Ισπανού Πρωθυπουργού και να ξεφύγουν από την αμηχανία της τοποθέτησης πάνω στην ουσία του δημοψηφίσματος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι Podemos με την θέση τους «ναι σε συναινετικό δημοψήφισμα (κάτι ωστόσο που είχε αποκλείσει ο Ραχόϊ από την αρχή) - όχι στην απόσχιση της Καταλονίας», πράγμα που έχει προκαλέσει τη διαφοροποίηση του αδελφού κόμματος Podem στην Καταλονία.  
Σε μια ανάλογη περίπτωση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο ξεκίνημα δηλαδή της γιουγκοσλαβικής κρίσης και σε μια περίοδο έντονου προβληματισμού για το εθνικό ζήτημα, είχα παρακολουθήσει την ομιλία ενός στελέχους, τότε, του ΝΑΡ, ο οποίος δεν δίστασε να επαινέσει τη στάση αρχών της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία, αν και πολωνικής καταγωγής η ίδια, είχε ταχθεί κατά της ανεξαρτησίας της Πολωνίας. Αν και ο ομιλητής απέφυγε να απαντήσει στην ενοχλητική παρατήρηση από το ακροατήριο «καλά, από όλο το έργο της Λούξεμπουργκ μόνο αυτό βρήκατε να δεχτείτε ; », είναι αλήθεια ότι η θέση της ακολουθεί με συνέπεια την παράδοση του Μαρξ και του Έγκελς, οι οποίοι ήταν αντίθετοι με την ανεξαρτησία των σλαβικών βαλκανικών χωρών αλλά και της Ελλάδας κυρίως για λόγους πολιτικής στρατηγικής, εκτιμώντας δηλαδή ότι η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα δώσει ευκαιρία παρέμβασης στην τσαρική Ρωσία, τον χωροφύλακα τότε της αντιδραστικής Ευρώπης.

       Ήταν ο Λένιν κυρίως, που έκανε τον κρίσιμο διαχωρισμό ανάμεσα σε κυρίαρχα και καταπιεσμένα έθνη και υποστήριξε, όπως από την άλλη πλευρά αλλά με τον ίδιο ζήλο ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον, την υπόθεση της εθνικής αυτοδιάθεσης έως και της απόσχισης από το κράτος προέλευσης. Ακόμη περισσότερο ειδικεύθηκαν στο θέμα οι εκπρόσωποι του ρεύματος του αυστρομαρξισμού ενώ και ο ίδιος ο Στάλιν, γράφοντας μάλλον το αξιοπρεπέστερο έργο της καριέρας του ως συγγραφέα, αντιμετώπισε θεωρητικά το εθνικό ζήτημα, αν και το βασικό του πρόβλημα ήταν, ποιες από τις 100 και πλέον εθνότητες της Σοβιετικής Ένωσης δικαιούνταν να αποκτήσουν το στάτους του έθνους. Έλυσε το πρόβλημα αυτό αργότερα με τον δικό του τρόπο, εξορίζοντας καμιά εικοσαριά «τιμωρημένους» λαούς, μεταξύ των οποίων και τους Έλληνες του Πόντου, στην Κεντρική Ασία.
 Ούτως ή άλλως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος συντέλεσε στην επικράτηση ενός «ομοσπονδιακού» πατριωτισμού (της σοβιετικής πατρίδας κυρίως αλλά και της παρτιζάνικης Γιουγκοσλαβίας) σε βάρος πιο καθαρά εθνικών ταυτοτήτων ενώ η παγίωση της ψυχροπολεμικής ισορροπίας στην Ευρώπη δρούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη αποσχιστικών κινημάτων σε Δύση και Ανατολή. Η κατάρρευση όμως του 1989, σε συνδυασμό με την αλλαγή των γερμανικών συνόρων, οδήγησε στη γρήγορη διάλυση των ομοσπονδιών του «υπαρκτού», είτε αναίμακτα (Τσεχοσλοβακία) είτε με προοδευτικά αυξανόμενες συγκρούσεις (ΕΣΣΔ), στη δε Γιουγκοσλαβία πολυαίμακτα από την αρχή, καθώς αμφισβητήθηκαν τα υπάρχοντα εσωτερικά σύνορα μεταξύ των ομοσπόνδων δημοκρατιών.
Την ίδια εποχή στη Δυτική Ευρώπη της εοκικής ευημερίας μια ανάλογη συζήτηση είχε μόνο θεωρητικό χαρακτήρα και βρισκόταν εκτός ημερήσιας διάταξης. Παρ’ όλα αυτά, ήδη από το 1994 ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ στο βιβλίο του «Η εποχή των άκρων – Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914 – 1991» (εκδ. Θεμέλιο 1995), είχε προβλέψει ότι «ακόμα και χώρες, που έχουν σχετικά προβλέψιμο σύστημα διακυβέρνησης, όπως επί παραδείγματι ο Καναδάς, το Βέλγιο ή η Ισπανία, η διατήρησή τους ως ενιαία κράτη στα επόμενα δέκα με δέκα πέντε χρόνια δεν πρέπει να θεωρείται ως βέβαιη και κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρείται και ως βέβαιη και η φύση των πιθανών καθεστώτων που θα προκύψουν, αν προκύψουν». Αν και ο Χομπσμπάουμ δεν είχε συμπεριλάβει τη δική του χώρα στον κατάλογο, οι ραγδαίες εξελίξεις της τελευταίας πενταετίας, κυρίως το σκωτσέζικο και το καταλανικό δημοψήφισμα, τον έχουν επιβεβαιώσει απόλυτα.
        Πέραν των αντιδράσεων στο υπό «διαμελισμό» εθνικό κράτος, είναι κάθε φορά δεδομένη η επιφυλακτική έως απόλυτα εχθρική στάση του διεθνούς συστήματος απέναντι σε κάθε αλλαγή του status quo. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι χαρακτηριστική η προειδοποίηση του εκπροσώπου της Κομισιόν Μ. Σχινά ότι μια ανεξάρτητη Καταλονία θα βρεθεί εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα πρέπει να κάνει αίτηση ένταξης σ’ αυτή. Και η Αριστερά επίσης είναι, διεθνώς, κατά κανόνα επιφυλακτική.

Εκεί όμως που τρελαίνεσαι εντελώς, είναι η στάση της ελληνικής Αριστεράς ή, σωστότερα, του πλειοψηφικού της κομματιού. Δεν πρόκειται μόνο για τον συνήθη οπορτουνισμό, ο οποίος εν προκειμένω αποτυπώνεται στη γραμμή «εναντίον μεν των αποσχίσεων, επειδή τις υποθάλπει ο διεθνής ιμπεριαλισμός, εξαιρουμένων όμως όσων αποτελούν «συμφέρουσα» γεωπολιτική εξέλιξη, όπως λ.χ. η ξαφνική (το επίθετο έχει την αυτονόητη σημασία του) «αυτοδιάθεση» της Κριμαίας υπό την επίβλεψη του ρωσικού στρατού». Κυρίως είναι η ιδεολογική της ένδεια στην κατανόηση των εξελίξεων και η καταφυγή στα κλισέ. Ενώ στην ίδια τη Γιουγκοσλαβία λ.χ. δεν υπάρχει σοβαρός αναλυτής, που να μη δέχεται την πρωταρχική ευθύνη των εθνικισμών και ιδιαίτερα των πιο επιθετικών, του σερβικού κατά πρώτο λόγο και του κροατικού κατά δεύτερο, η πλειοψηφούσα Αριστερά της χώρας μας προσχώρησε από την πρώτη στιγμή στην άποψη ότι την Γιουγκοσλαβία τη διαλύουν εξωτερικοί παράγοντες - κατά σειράν το τέταρτο Ράϊχ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ του Κλίντον και οι ιμπεριαλιστές γενικά. Αφήνω την ευρέως διαδεδομένη συνωμοτική θεωρία ότι οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. αλλά και το διεθνές κεφάλαιο, ο Σόρος κλπ. δεν παύουν να κατασκευάζουν «ανύπαρκτες» εθνότητες και να απεργάζονται συνωμοσίες εναντίον των «υπαρκτών».

Το ζήτημα είναι ότι η Καταλονία, όπως και οι άλλες δύο προωθημένες «αυτονομίες» του ισπανικού κράτους - η χώρα των Βάσκων και σε μικρότερο βαθμό η Γαλικία -, οι οποίες σημειωτέον μιλούν διαφορετικές γλώσσες από την επικρατούσα καστιλιάνικη, είναι κάθε άλλο παρά «ανύπαρκτη». Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος να εκθέσω αναλυτικά την άποψή μου για το εθνικό φαινόμενο, που ναι μεν είναι κατασκευή, συνδεδεμένη με την άνοδο της αστικής τάξης και τη δημιουργία κράτους αλλά βασίζεται στην ανάδειξη προϋπαρχόντων στοιχείων - και στον αποκλεισμό άλλων. Σε γενικές γραμμές όμως συμφωνώ με την άποψη των Χαρντ και Νέγκρι («Αυτοκρατορία» εκδ. Scripta 2002) ότι «ενώ στα χέρια των κυριάρχων (ομάδων) η έννοια του έθνους υπηρετεί τη στασιμότητα και την παλινόρθωση, στα χέρια των υποταγμένων γίνεται ένα όπλο αλλαγής και επανάστασης».

Η Καταλονία διαθέτει και έντονο παρελθόν αυτονομίας, ήδη από την εποχή του Καρλομάγνου, και μακραίωνη ναυτική παρουσία και επέκταση στη Μεσόγειο και ισχυρότατη αίσθηση εθνογλωσσικής ταυτότητας αλλά και οδυνηρά βιώματα εθνικής καταπίεσης από τους Βουρβόνους βασιλιάδες και κυρίως από τον Φράνκο. Η δε αφομοιωτική πολιτική του ισπανικού κράτους, ακόμα και μετά απ’ τον θάνατο του τελευταίου, έχει οδηγήσει στη σταδιακή εξαφάνιση της καταλανικής γλώσσας από περιοχές της Αραγωνίας και κυρίως της Βαλένθια. Η τακτική του Ραχόϊ από την άλλη μπορεί να αποσκοπούσε στο φόβο αλλά έχει προκαλέσει την οργή. Όπως μας βεβαιώνει μια από τις κορυφαίες μορφές των καταλανικών γραμμάτων, ο Μπαλταζάρ Πορσέλ, «ιστορικά η Καταλονία ταλαντεύεται ανάμεσα στο seny και τη rauxa, τη λογική και την παραφορά» («Μεσόγειος - ταραγμένα κύματα» εκδ. Πάπυρος 2012).
 
         Για κάποιον ωστόσο, που τάσσεται εναντίον των συνόρων και υπέρ μιας παγκόσμιας ΕΣΣΔ, που έλεγε και ο Άρης Αλεξάνδρου, το προβοκατόρικο ερώτημα παραμονεύει στη γωνία : «Είσαι τελικά υπέρ ενός εθνικισμού ; ». Το δίλημμα όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται έτσι αλλά ως επιλογή μεταξύ ενός κυρίαρχου και ενός καταπιεσμένου εθνικισμού. Και για όσους/ες δεν πείστηκαν από τη θεωρητική τους διάκριση λίγο παραπάνω, θα προσθέσω ότι και στην πράξη η πολιτική ατζέντα ακόμα και των δεξιών αυτονομιστών είναι, συγκυριακά έστω, πολύ πιο προοδευτική από εκείνη του κυρίαρχου κράτους. Επ’ αυτού ενδιαφέρουσα είναι η τοποθέτηση της επικεφαλής του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP) Νίκολα Στάρτζεον, σε συζήτηση με την Τουρκάλα συγγραφέα Ελίφ Σαφάκ προ μηνός στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου, ότι ο προσδιορισμός «εθνικό» στον τίτλο του κόμματος οφείλεται μόνο στην παράδοσή του και η ίδια θα προτιμούσε να αλλάξει. Η θέση αρχής είναι πως μια ένωση λαών δεν μπορεί παρά να είναι εθελούσια. Από δε την άποψη της Αριστεράς, ακόμη πιο σημαντική είναι η στράτευση της συντριπτικής πλειοψηφίας των αριστερών δυνάμεων της Καταλονίας, από το ιστορικό σοσιαλδημοκρατικό ERC, που ιδρύθηκε το 1931, μέχρι τα αντικαπιταλιστικά CUP και Podem, αλλά και του συνόλου σχεδόν των κινημάτων μιας πλούσιας κοιτίδας στο στρατόπεδο της ανεξαρτησίας. Μνημονεύω ειδικά το οικολογικό κίνημα για την προστασία του ποταμού Έβρου, που στο παρελθόν έφτασε να κινητοποιεί εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, από το εμμονικό σχέδιο όλων των δεξιών ισπανικών κυβερνήσεων για τη "μεταφορά" του νερού του στο νότο.

          Δεν υποστηρίζω ότι είναι εύκολο πράγμα η επεξεργασία μιας γενικής θεωρίας για το φαινόμενο της απόσχισης και της δημιουργίας χωριστού κράτους. Ακόμα οι εφαρμοστές του Διεθνούς Δικαίου, που δουλεύουν πολλά χρόνια πάνω στα κριτήρια εφαρμογής της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης, πολύ συχνά πέφτουν σε μπελάδες. Θεωρώ όμως ότι η Αριστερά έχει στη διάθεσή της τα θεωρητικά εργαλεία, παλιά και σύγχρονα, όχι μόνο για να καταγγείλει το καθεστώς Ραχόϊ, όπως κάνουν οι διαδηλωτές σε πολλές ισπανικές πόλεις, αλλά και για να ταχθεί ανεπιφύλακτα στο πλευρό του καταλάνικου λαού και της ανεξαρτησίας. Και με τα λόγια του μεγάλου Παλαιστίνιου διανοητή Εντουάρντ Σαΐντ, σε ένα άλλο επίδικο : «Φυσικά και μάχομαι υπέρ μιας ανεξάρτητης Παλαιστίνης, ώστε να αναλάβω επιτέλους το ρόλο μου ως διανοούμενος, το ρόλο του κριτικού απέναντι στο έθνος - κράτος».

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Για το "Κιβώτιο" του Άρη Αλεξάνδρου


Εισήγηση μετά από την θεατρική απόδοση του βιβλίου σε μονόλογο από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Φώτη Μακρή / Γιάννενα, 23-9-2017


Σπεύδω από την αρχή να πω ότι το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, που θεωρείται ένα από τα εμβληματικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις και προσλήψεις, ανάλογα με την οπτική γωνία του κάθε αναγνώστη ή θεατή.
Αρχικά να πούμε ότι είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του, ελληνορωσικής καταγωγής, συγγραφέα και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου, γράφτηκε στην Αθήνα και κυρίως στο Παρίσι από το 1966 μέχρι το 1972 και εκδόθηκε το 1974, ακριβώς στη Μεταπολίτευση, ενώ ο συγγραφέας του εξακολούθησε να ζει στο Παρίσι μέχρι το θάνατό του, το 1978. Επρόκειτο να εκδοθεί κατά τη διάρκεια της χούντας αλλά ο αρχικός εκδότης του, όντας αριστερός, δίστασε να προχωρήσει, φοβούμενος ότι το έργο είναι «αντικομμουνιστικό» και θα βοηθήσει το καθεστώς των συνταγματαρχών.                  
Θα σας πω τη δική μου ανάγνωση αυτής της οιονεί ανακριτικής απολογίας /εξομολόγησης, που γίνεται ενώπιον του αναγνωστικού (και του θεατρικού) κοινού και εκτείνεται στο σύνολο του έργου.              
Πρώτα-πρώτα δεν πρέπει να παγιδευτούμε από την ιστορική αληθοφάνεια της περιγραφής της τελευταίας περιόδου του ελληνικού Εμφυλίου. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου μας κλείνει το μάτι και μας προειδοποιεί : και οι ημερομηνίες είναι πειραγμένες (λ.χ. ενώ ο Εμφύλιος τέλειωσε τον Αύγουστο του 1949, η μεταφορά του άδειου τελικά κιβωτίου και η σύλληψη του ήρωα κρατάει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου) και άλλα πραγματολογικά στοιχεία είναι ανακριβή. Δεν πρέπει δηλαδή να θεωρήσουμε ότι ο συγγραφέας αφηγείται αληθινά περιστατικά και ότι τέτοια πράγματα συνέβαιναν στ’ αλήθεια.        
Παρ’ όλα αυτά κάποιοι παγιδεύτηκαν ! Ο πιο έγκυρος μελετητής της ζωής και του λογοτεχνικού έργου του Άρη Αλεξάνδρου και καλός του φίλος, ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος, έχει παραθέσει 3 τουλάχιστον περιπτώσεις (στο «Athens Review of books», τεύχος 12, Νοέμβριος 2010), στις οποίες το έργο διαβάστηκε ως ιστορική μαρτυρία :
- στην πρώτη ένας αγανακτισμένος φοιτητής της Φιλοσοφικής όρμησε στο γραφείο του Ραυτόπουλου και αποκάλεσε το μυθιστόρημα «συνειδητή παραχάραξη της Ιστορίας»
- στη δεύτερη κάποιος ομιλητής σε «παρουσίαση βιβλίου» υποστήριξε ότι το κιβώτιο υπήρξε πράγματι και μάλιστα δεν ήταν άδειο αλλά περιείχε μια ακριβή γούνα - δώρο του Ζαχαριάδη από την Καστοριά σε μια ερωμένη του ονόματι Ρούλα
- και στην τρίτη περίπτωση, όταν κυκλοφόρησε η μετάφρασή του στα γαλλικά, ένας Γάλλος κριτικός παρουσίασε το βιβλίο ως ένα επεισόδιο από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Η ψευδαίσθηση του ρεαλισμού δημιουργείται από την εμμονή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια. Αυτή η ατέλειωτη παρέλαση από ημερομηνίες, τοπωνύμια, χάρτες και πρόσωπα μας μπάζει ταυτόχρονα σε μια καφκική ατμόσφαιρα κομματικής γραφειοκρατίας, ευθυνοφοβίας, γενικής καχυποψίας και πάνω απ’ όλα σιδερένιας και αλύπητης πειθαρχίας (για σκεφτείτε λίγο : όποιος σκοτώνεται, χάνεται εκτελώντας αποστολή / όποιος τραυματίζεται, κυανίζεται / όποιος προδίδει, εκτελείται), η οποία τελικά αποδεικνύεται χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Από την άλλη μεριά όμως, όταν ο ανακρινόμενος ήρωας ξεχνιέται, όταν ξεφεύγει από τον λαβύρινθο της αποστολής και αρχίζει να αφηγείται τη στρατευμένη στο κόμμα ζωή του, συνειδητοποιεί βαθμιαία ότι το οικοδόμημα, πάνω στο οποίο στήριξε όλη τη συναισθηματική του ασφάλεια και το νόημα της ζωής του, είναι διαβρωμένο και σαθρό. Εδώ πλέον πρόκειται για ένα άλλο κιβώτιο, αυτό της επαναστατικής ουτοπίας. Είναι τελικά κι’ αυτό άδειο ή όχι ; Εδώ κι’ αν η απάντηση εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθένα. Ο ήρωας του βιβλίου πάντως στέκει στο τέλος αμήχανος χωρίς απάντηση.                                                                       
Το ερώτημα όμως, που ταλαιπώρησε τον αρχικό εκδότη του, παραμένει : Είναι «το κιβώτιο» αντικομμουνιστική λογοτεχνία ή όχι ;
Για να βοηθηθούμε στην απάντηση, ίσως θα πρέπει να ερευνήσουμε την ίδια τη ζωή του Άρη Αλεξάνδρου. Όντας μέλος του ΚΚΕ, αποχωρεί απ’ αυτό το 1942 όταν διαγράφονται 3 φίλοι του, που στολίζονται μάλιστα με τον χαρακτηρισμό «προδοτικό τρίο». Η προδοσία τους συνίστατο στην άποψη ότι το κόμμα έπρεπε να πει καθαρά ότι ήθελε κομμουνισμό στην Ελλάδα μετά από τον πόλεμο. Παρ' όλα αυτά ο Αλεξάνδρου συνεχίζει να συμμετέχει στην αντιστασιακή δράση της Αριστεράς, εξορίζεται από τους Άγγλους και κρατείται στο στρατόπεδο του Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, στη συνέχεια δέχεται τη φιλοξενία των στρατοπέδων του Μούδρου, της Μακρονήσου και του Αϊ Στράτη και τέλος καταδικάζεται για ανυποταξία, επειδή δεν δέχτηκε να καταταγεί και να πολεμήσει στον κυβερνητικό στρατό, μένοντας άλλα 7 χρόνια στη φυλακή.
Τους δεσμούς του με την Αριστερά τους κόβει οριστικά το 1951 στη Μακρόνησο, όταν αγανακτεί σε μια συνεδρίαση εξόριστων λογοτεχνών και διανοουμένων, όπου ο καθοδηγητής εισηγείται το δόγμα Ζντάνοφ, σύμφωνα με το οποίο η λογοτεχνία, που δεν υπηρετεί την κομματική γραμμή, είναι αντιδραστική και καταδικαστέα. Φυσικά αυτό του στοιχίζει ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση και περιθωριοποίηση στους κύκλους των εξορίστων.                                 
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας έναν άνθρωπο, που εγκαταλείπει το Κόμμα και βαθμιαία αυτό που τότε θεωρούνταν ως «αριστερές ιδέες». Την ίδια ώρα όμως όχι μόνο δεν πάει στην αντίπαλη πλευρά αλλά δέχεται τους διωγμούς ως αριστερός ! Έχουμε μπροστά μας έναν άνθρωπο με υψηλές ηθικές αρχές, που συνοψίζονται στην προσωπική ευθύνη του καθένα για τις επιλογές, μικρές και μεγάλες, που καλείται να κάνει στη ζωή του. Είναι μια μοναχική φιγούρα, που απορρίπτει την προσωπική καταστολή στο όνομα του σοσιαλιστικού οράματος -και μάλιστα αυτό συμβαίνει πολύ πριν αναπτυχθεί η προβληματική των ατομικών δικαιωμάτων, που επηρέασε ένα σημαντικό κομμάτι της Αριστεράς-, που ασκεί δριμεία κριτική στην πρακτική της επανάστασης αλλά παρ’ όλα αυτά δεν αποκαθηλώνει την έννοιά της.                                                 
Ο 20ος αιώνας και κυρίως η περίοδος του σταλινισμού, και στην Ελλάδα ακόμη περισσότερο η ήττα του εμφυλίου, παρήγαγε ένα συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο «στρατευμένου» κομμουνιστή, που αφιερώνει τη ζωή του στο κόμμα, υφίσταται πολλές στερήσεις και διώξεις και ζει συχνά στην παρανομία, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει συνωμοτικά αντανακλαστικά και χαμαιλεοντικούς μηχανισμούς, χάνει την κριτική του ικανότητα και μαθαίνει να υποτάσσει κάθε έκφραση ατομικότητας στις κομματικές εντολές και στον υπέρτατο σκοπό. Το ζήτημα είναι ότι οι μηχανισμοί της «επαναστατικής» εξουσίας τις περισσότερες φορές έχουν χάσει κάθε επαφή μ’ αυτόν. Στο βιβλίο υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές σ’ αυτή, την επίσης καφκικού χαρακτήρα, κομμουνιστική στρέβλωση : «Ο ταγματάρχης μας είπε ότι οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο δεν εξασθενούν το κόμμα μα απεναντίας το δυναμώνουν», «οι ιστορικές αποφάσεις της Ολομέλειας της 29ης Αυγούστου μπορεί να ανατράπηκαν από μια άλλη εξίσου ιστορική Ολομέλεια», «δεν ανέφερα στο βιογραφικό τους καλύτερους φίλους μου, γιατί τα ονόματά τους είναι στενά δεμένα με υποψίες», «μπορεί το ίδιο το Γενικό Αρχηγείο να μας είχε στείλει εν γνώσει του στην αποτυχία και στο θάνατο».
Με την Καίτη Δρόσου στο Παρίσι
Απέναντι σ’ αυτή την στρέβλωση, ο Αλεξάνδρου, όπως έκανε εξάλλου και στην πράξη, πιστεύει στην ευθύνη της ατομικής επιλογής. Αυτό το νόημα έχει και η μικρή αναφορά στον Οιδίποδα στο τέλος του βιβλίου. Ο Οιδίποδας γνώριζε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είχε ελευθερία επιλογής. Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει !                     
Τελειώνοντας, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να σας διαβάσω μια επιστολή, που ο Αλεξάνδρου έστειλε το 1974 και δημοσιεύθηκε στα «Νέα» το 1978, πιθανότατα με την ευκαιρία του θανάτου του. Εγώ την αλίευσα αναδημοσιευμένη σε κείμενο του Στρατή Μπουρνάζου για την εφημερίδα «Εποχή» (φύλλο 522, 19-3-2000).                  
Γράφει λοιπόν ο συγγραφέας στον φίλο του Χρ. Θεοδωρόπουλο «Το ότι υπήρξα αρνητής της αριστεράς είναι απολύτως σωστό. Πρόκειται όμως και πάλι για μισή αλήθεια : υπήρξα και εξακολουθώ να είμαι, ταυτόχρονα, αρνητής της δεξιάς. Διότι απλούστατα πήρα το 1950 την απόφαση της μοναξιάς. Μα δεν διάβασες λοιπόν ούτε τα ποιήματά μου ή τα διάβασες και δεν κατάλαβες τίποτα ; … Είμαι μόνος. Δεν δέχομαι κανέναν για καθοδηγητή μου και πείθομαι στα ένδον ρήματα, δηλαδή στη δική μου και μόνον λογική..                 
Είμουνα, λοιπόν, κομμουνιστής και μάλιστα από τα εννιά μου χρόνια κι ούτε με παρέσυρε κανείς κι ούτε με οργάνωσε τότε, μα τάχτηκα μονάχος μου υπέρ των φτωχών και των αδικημένων και εναντίον των πλουσίων και είμουνα τότε, χωρίς να το ξέρω, πραγματικός χριστιανός και τάχτηκα χωρίς να το ξέρω με το μέρος του Χριστού, που είχε διώξει τους εμπόρους από τον Ναό. Μόνος μου το αποφάσισα τότε, «θεόπνευστη» ήταν η απόφασή μου, σύμφωνα με τη δική σου ορολογία και δεν έκανα διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς Έλληνες και φτωχούς ξένους – ίσως γιατί είμουνα και γω ένας ξένος στην Ελλάδα – και είμουνα και τότε και παραμένω αντιρατσιστής.                                               
Αργότερα πίστεψα πως η Σοβιετική Ένωση είναι η πατρίδα των φτωχών και των προλεταρίων και άρα πατρίδα μου και συνεπώς είμουνα ρωσόπουλο τότε, όπως θα μπορούσα να είμαι και τουρκόπουλο, αν είχε γίνει στην Τουρκία η επανάσταση του ’17, δεν είμουνα πάντως ελληνόπουλο, όπως ισχυρίζεσαι και κατά την κατοχή ευχόμουνα να έρθουνε οι κόκκινοι φαντάροι και να διώξουν τους Ναζί και να μείνουν στην Ελλάδα – γιατί όχι αφού ήτανε αδέλφια μας ; Μα κι όταν κατάλαβα πως η Σ.Ε. κατάντησε ένα κράτος ιμπεριαλιστικό, δεν έγινα ελληνόπουλο, μα παρέμεινα διεθνιστής, κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου και εξακολουθούσα και εξακολουθώ να εύχομαι την κατάργηση όλων των συνόρων και τη δημιουργία μιάς παγκόσμιας ΕΣΣΔ – πραγματικής αυτή τη φορά κι όχι ψεύτικης. Ουτοπία φυσικά και δε θα ζήσω να δω την πραγμάτωσή της, μα δεν έχει σημασία. Πες μου την ουτοπία σου να σου πω ποιος είσαι ».                       
Θεωρώ επομένως ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, ανεξάρτητα από τις αγωνίες και τις αμφιβολίες που τον κατέτρωγαν, πίστευε βαθειά στην επαναστατική ουτοπία. Και μακάρι ο 21ος αιώνας να σφραγιστεί από έναν άλλο ανθρωπολογικό τύπο κοινωνικού επαναστάτη !