Εισήγηση μετά από την θεατρική απόδοση του βιβλίου σε μονόλογο
από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Φώτη Μακρή / Γιάννενα, 23-9-2017
Σπεύδω από
την αρχή να πω ότι το μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου, που θεωρείται ένα από τα
εμβληματικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, προσφέρεται για πολλαπλές
αναγνώσεις και προσλήψεις, ανάλογα με την οπτική γωνία του κάθε αναγνώστη ή
θεατή.
Αρχικά να πούμε ότι είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του, ελληνορωσικής
καταγωγής, συγγραφέα και μεταφραστή Άρη Αλεξάνδρου, γράφτηκε στην Αθήνα και
κυρίως στο Παρίσι από το 1966 μέχρι το 1972 και εκδόθηκε το 1974, ακριβώς στη
Μεταπολίτευση, ενώ ο συγγραφέας του εξακολούθησε να ζει στο Παρίσι μέχρι το
θάνατό του, το 1978. Επρόκειτο να εκδοθεί
κατά τη διάρκεια της χούντας αλλά ο αρχικός εκδότης του, όντας αριστερός,
δίστασε να προχωρήσει, φοβούμενος ότι το έργο είναι «αντικομμουνιστικό» και θα
βοηθήσει το καθεστώς των συνταγματαρχών.
Θα σας πω τη
δική μου ανάγνωση αυτής της οιονεί ανακριτικής απολογίας /εξομολόγησης, που
γίνεται ενώπιον του αναγνωστικού (και του θεατρικού) κοινού και εκτείνεται στο
σύνολο του έργου.
Πρώτα-πρώτα δεν
πρέπει να παγιδευτούμε από την ιστορική αληθοφάνεια της περιγραφής της
τελευταίας περιόδου του ελληνικού Εμφυλίου. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξάλλου μας
κλείνει το μάτι και μας προειδοποιεί : και οι ημερομηνίες είναι πειραγμένες
(λ.χ. ενώ ο Εμφύλιος τέλειωσε τον Αύγουστο του 1949, η μεταφορά του άδειου
τελικά κιβωτίου και η σύλληψη του ήρωα κρατάει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου) και
άλλα πραγματολογικά στοιχεία είναι ανακριβή. Δεν πρέπει δηλαδή να θεωρήσουμε
ότι ο συγγραφέας αφηγείται αληθινά περιστατικά και ότι τέτοια πράγματα
συνέβαιναν στ’ αλήθεια.
Παρ’ όλα αυτά
κάποιοι παγιδεύτηκαν ! Ο πιο έγκυρος μελετητής της ζωής και του λογοτεχνικού
έργου του Άρη Αλεξάνδρου και καλός του φίλος, ο κριτικός Δημήτρης Ραυτόπουλος,
έχει παραθέσει 3 τουλάχιστον περιπτώσεις (στο «Athens Review of books», τεύχος
12, Νοέμβριος 2010), στις οποίες το έργο διαβάστηκε ως ιστορική μαρτυρία :
- στην πρώτη
ένας αγανακτισμένος φοιτητής της Φιλοσοφικής όρμησε στο γραφείο του Ραυτόπουλου
και αποκάλεσε το μυθιστόρημα «συνειδητή παραχάραξη της Ιστορίας»
- στη δεύτερη
κάποιος ομιλητής σε «παρουσίαση βιβλίου» υποστήριξε ότι το κιβώτιο υπήρξε
πράγματι και μάλιστα δεν ήταν άδειο αλλά περιείχε μια ακριβή γούνα - δώρο του
Ζαχαριάδη από την Καστοριά σε μια ερωμένη του ονόματι Ρούλα
- και στην
τρίτη περίπτωση, όταν κυκλοφόρησε η μετάφρασή του στα γαλλικά, ένας Γάλλος
κριτικός παρουσίασε το βιβλίο ως ένα επεισόδιο από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Η ψευδαίσθηση του
ρεαλισμού δημιουργείται από την εμμονή του συγγραφέα στη λεπτομέρεια. Αυτή η
ατέλειωτη παρέλαση από ημερομηνίες, τοπωνύμια, χάρτες και πρόσωπα μας μπάζει ταυτόχρονα σε
μια καφκική ατμόσφαιρα κομματικής γραφειοκρατίας, ευθυνοφοβίας, γενικής
καχυποψίας και πάνω απ’ όλα σιδερένιας και αλύπητης πειθαρχίας (για σκεφτείτε
λίγο : όποιος σκοτώνεται, χάνεται εκτελώντας αποστολή /
όποιος τραυματίζεται, κυανίζεται / όποιος προδίδει, εκτελείται), η οποία τελικά
αποδεικνύεται χωρίς κανένα απολύτως νόημα.
Από την άλλη
μεριά όμως, όταν ο ανακρινόμενος ήρωας ξεχνιέται, όταν ξεφεύγει από τον
λαβύρινθο της αποστολής και αρχίζει να αφηγείται τη στρατευμένη στο κόμμα ζωή
του, συνειδητοποιεί βαθμιαία ότι το
οικοδόμημα, πάνω στο οποίο στήριξε όλη τη συναισθηματική του ασφάλεια και το
νόημα της ζωής του, είναι διαβρωμένο και σαθρό. Εδώ πλέον πρόκειται για ένα άλλο κιβώτιο,
αυτό της επαναστατικής ουτοπίας. Είναι τελικά κι’ αυτό άδειο ή όχι ; Εδώ κι’ αν
η απάντηση εξαρτάται από την οπτική γωνία του καθένα. Ο ήρωας του βιβλίου πάντως
στέκει στο τέλος αμήχανος χωρίς απάντηση.
Το ερώτημα
όμως, που ταλαιπώρησε τον αρχικό εκδότη του, παραμένει : Είναι «το κιβώτιο»
αντικομμουνιστική λογοτεχνία ή όχι ;
Για να
βοηθηθούμε στην απάντηση, ίσως θα πρέπει να ερευνήσουμε την ίδια τη ζωή του Άρη
Αλεξάνδρου. Όντας μέλος του ΚΚΕ, αποχωρεί απ’ αυτό το 1942 όταν διαγράφονται 3
φίλοι του, που στολίζονται μάλιστα με τον χαρακτηρισμό «προδοτικό τρίο». Η
προδοσία τους συνίστατο στην άποψη ότι το κόμμα έπρεπε να πει καθαρά ότι ήθελε
κομμουνισμό στην Ελλάδα μετά από τον πόλεμο. Παρ' όλα αυτά ο Αλεξάνδρου
συνεχίζει να συμμετέχει στην αντιστασιακή δράση της Αριστεράς, εξορίζεται από
τους Άγγλους και κρατείται στο στρατόπεδο του Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο κατά τη
διάρκεια των Δεκεμβριανών, στη συνέχεια δέχεται τη φιλοξενία των στρατοπέδων
του Μούδρου, της Μακρονήσου και του Αϊ Στράτη και τέλος καταδικάζεται για
ανυποταξία, επειδή δεν δέχτηκε να καταταγεί και να πολεμήσει στον κυβερνητικό
στρατό, μένοντας άλλα 7 χρόνια στη φυλακή.
Τους δεσμούς
του με την Αριστερά τους κόβει οριστικά το 1951 στη Μακρόνησο, όταν αγανακτεί
σε μια συνεδρίαση εξόριστων λογοτεχνών και διανοουμένων, όπου ο καθοδηγητής
εισηγείται το δόγμα Ζντάνοφ, σύμφωνα με το οποίο η λογοτεχνία, που δεν υπηρετεί
την κομματική γραμμή, είναι αντιδραστική και καταδικαστέα. Φυσικά αυτό του
στοιχίζει ακόμη μεγαλύτερη απομόνωση και περιθωριοποίηση στους κύκλους των
εξορίστων.
Έχουμε λοιπόν
μπροστά μας έναν άνθρωπο, που εγκαταλείπει το Κόμμα και βαθμιαία αυτό που τότε
θεωρούνταν ως «αριστερές ιδέες». Την ίδια ώρα όμως όχι μόνο δεν πάει στην
αντίπαλη πλευρά αλλά δέχεται τους διωγμούς ως αριστερός ! Έχουμε μπροστά μας
έναν άνθρωπο με υψηλές ηθικές αρχές, που συνοψίζονται στην προσωπική ευθύνη του καθένα
για τις επιλογές, μικρές και μεγάλες, που καλείται να κάνει στη ζωή του. Είναι μια
μοναχική φιγούρα, που απορρίπτει την προσωπική καταστολή στο όνομα του
σοσιαλιστικού οράματος -και μάλιστα αυτό συμβαίνει πολύ πριν αναπτυχθεί η
προβληματική των ατομικών δικαιωμάτων, που επηρέασε ένα σημαντικό κομμάτι της
Αριστεράς-, που ασκεί δριμεία κριτική στην πρακτική της επανάστασης αλλά παρ’
όλα αυτά δεν αποκαθηλώνει την έννοιά της.
Ο 20ος
αιώνας και κυρίως η περίοδος του σταλινισμού, και στην Ελλάδα ακόμη περισσότερο
η ήττα του εμφυλίου, παρήγαγε ένα συγκεκριμένο ανθρωπολογικό τύπο
«στρατευμένου» κομμουνιστή, που αφιερώνει τη ζωή του στο κόμμα, υφίσταται
πολλές στερήσεις και διώξεις και ζει συχνά στην παρανομία, αλλά ταυτόχρονα αναπτύσσει
συνωμοτικά αντανακλαστικά και χαμαιλεοντικούς μηχανισμούς, χάνει την κριτική
του ικανότητα και μαθαίνει να υποτάσσει κάθε έκφραση ατομικότητας στις
κομματικές εντολές και στον υπέρτατο σκοπό. Το ζήτημα είναι ότι οι μηχανισμοί
της «επαναστατικής» εξουσίας τις περισσότερες φορές έχουν χάσει κάθε επαφή μ’
αυτόν. Στο βιβλίο υπάρχουν πάρα πολλές αναφορές σ’ αυτή, την επίσης καφκικού
χαρακτήρα, κομμουνιστική στρέβλωση : «Ο
ταγματάρχης μας είπε ότι οι εκκαθαρίσεις όχι μόνο δεν εξασθενούν το κόμμα μα
απεναντίας το δυναμώνουν», «οι
ιστορικές αποφάσεις της Ολομέλειας της 29ης Αυγούστου μπορεί να
ανατράπηκαν από μια άλλη εξίσου ιστορική Ολομέλεια», «δεν ανέφερα στο βιογραφικό τους καλύτερους φίλους μου, γιατί τα ονόματά
τους είναι στενά δεμένα με υποψίες», «μπορεί
το ίδιο το Γενικό Αρχηγείο να μας είχε στείλει εν γνώσει του στην αποτυχία και
στο θάνατο».
Με την Καίτη Δρόσου στο Παρίσι |
Απέναντι σ’
αυτή την στρέβλωση, ο Αλεξάνδρου, όπως έκανε εξάλλου και στην πράξη, πιστεύει
στην ευθύνη της ατομικής επιλογής. Αυτό το νόημα έχει και η μικρή αναφορά στον
Οιδίποδα στο τέλος του βιβλίου. Ο
Οιδίποδας γνώριζε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει από τη μοίρα του. Αυτό όμως δεν
σημαίνει ότι δεν είχε ελευθερία επιλογής. Θα μπορούσε να αυτοκτονήσει !
Τελειώνοντας,
πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να σας διαβάσω μια επιστολή, που ο Αλεξάνδρου
έστειλε το 1974 και δημοσιεύθηκε στα «Νέα» το 1978, πιθανότατα με την ευκαιρία
του θανάτου του. Εγώ την αλίευσα αναδημοσιευμένη σε κείμενο του Στρατή
Μπουρνάζου για την εφημερίδα «Εποχή» (φύλλο 522, 19-3-2000).
Γράφει λοιπόν ο
συγγραφέας στον φίλο του Χρ. Θεοδωρόπουλο «Το
ότι υπήρξα αρνητής της αριστεράς είναι απολύτως σωστό. Πρόκειται όμως και πάλι
για μισή αλήθεια : υπήρξα και εξακολουθώ να είμαι, ταυτόχρονα, αρνητής της
δεξιάς. Διότι απλούστατα πήρα το 1950 την απόφαση της μοναξιάς. Μα δεν διάβασες
λοιπόν ούτε τα ποιήματά μου ή τα διάβασες και δεν κατάλαβες τίποτα ; … Είμαι
μόνος. Δεν δέχομαι κανέναν για καθοδηγητή μου και πείθομαι στα ένδον ρήματα,
δηλαδή στη δική μου και μόνον λογική..
Είμουνα, λοιπόν, κομμουνιστής και μάλιστα από τα εννιά
μου χρόνια κι ούτε με παρέσυρε κανείς κι ούτε με οργάνωσε τότε, μα τάχτηκα
μονάχος μου υπέρ των φτωχών και των αδικημένων και εναντίον των πλουσίων και
είμουνα τότε, χωρίς να το ξέρω, πραγματικός χριστιανός και τάχτηκα χωρίς να το
ξέρω με το μέρος του Χριστού, που είχε διώξει τους εμπόρους από τον Ναό. Μόνος
μου το αποφάσισα τότε, «θεόπνευστη» ήταν η απόφασή μου, σύμφωνα με τη δική σου
ορολογία και δεν έκανα διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς Έλληνες και φτωχούς ξένους –
ίσως γιατί είμουνα και γω ένας ξένος στην Ελλάδα – και είμουνα και τότε και
παραμένω αντιρατσιστής.
Αργότερα πίστεψα πως η Σοβιετική Ένωση είναι η πατρίδα
των φτωχών και των προλεταρίων και άρα πατρίδα μου και συνεπώς είμουνα
ρωσόπουλο τότε, όπως θα μπορούσα να είμαι και τουρκόπουλο, αν είχε γίνει στην
Τουρκία η επανάσταση του ’17, δεν είμουνα πάντως ελληνόπουλο, όπως ισχυρίζεσαι
και κατά την κατοχή ευχόμουνα να έρθουνε οι κόκκινοι φαντάροι και να διώξουν
τους Ναζί και να μείνουν στην Ελλάδα – γιατί όχι αφού ήτανε αδέλφια μας ; Μα κι
όταν κατάλαβα πως η Σ.Ε. κατάντησε ένα κράτος ιμπεριαλιστικό, δεν έγινα
ελληνόπουλο, μα παρέμεινα διεθνιστής, κοσμοπολίτης, πολίτης του κόσμου και
εξακολουθούσα και εξακολουθώ να εύχομαι την κατάργηση όλων των συνόρων και τη
δημιουργία μιάς παγκόσμιας ΕΣΣΔ – πραγματικής αυτή τη φορά κι όχι ψεύτικης.
Ουτοπία φυσικά και δε θα ζήσω να δω την πραγμάτωσή της, μα δεν έχει σημασία.
Πες μου την ουτοπία σου να σου πω ποιος είσαι ».
Θεωρώ επομένως
ότι ο Άρης Αλεξάνδρου, ανεξάρτητα από τις αγωνίες και τις αμφιβολίες που τον
κατέτρωγαν, πίστευε βαθειά στην επαναστατική ουτοπία. Και μακάρι ο 21ος
αιώνας να σφραγιστεί από έναν άλλο ανθρωπολογικό τύπο κοινωνικού επαναστάτη !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου