Τρίτη 20 Ιουνίου 2017

Η αρπαγή του νερού στην Ελλάδα



Ο όρος του τίτλου (στα αγγλικά water grabbing) χρησιμοποιείται διεθνώς για να ορίσει την κατάσταση, στην οποία ισχυροί παράγοντες, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, αποκτούν τον έλεγχο ή ανακατανέμουν τη χρήση υδάτινων πόρων για τους δικούς τους σκοπούς σε βάρος των τοπικών κοινοτήτων και των οικοσυστημάτων, στα οποία έχει βασιστεί η ζωή τους. Πρόκειται για ένα πλανητικό πόλεμο με αποκορυφώματα την εκδίωξη πληθυσμών λόγω της κατασκευής μεγάλων φραγμάτων, την ιδιωτικοποίηση των αποθεμάτων του νερού και των δικτύων ύδρευσης, την υποβάθμιση και μόλυνση του νερού εξαιτίας βιομηχανικών, μεταλλευτικών και βιομηχανικής κλίμακας αγροτικών δραστηριοτήτων και τον έλεγχο των πηγών και των διασυνοριακών υδάτων για στρατιωτικούς και οικονομικούς λόγους. Δεν είναι τυχαίο που η παγκόσμια κλιματική αλλαγή βιώνεται κατά κύριο λόγο είτε ως πλημμύρα είτε ως ξηρασία, συνδέεται δηλαδή άμεσα με τη διαταραχή του θαυμαστού υδρολογικού κύκλου της φύσης. Στη χώρα μας λίγο - πολύ όλα αυτά τα μέτωπα είναι ανοιχτά. Θα περιοριστώ σε μια, εκ των πραγμάτων άνιση, αναφορά με έμφαση στα λιγότερο συζητημένα.

Α. ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ (ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΥΔΡΕΥΣΗΣ & ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΥΔΑΤΩΝ)
Κλιμακώνεται η στρατηγική της ιδιωτικοποίησης, με τη μέθοδο ΣΔΙΤ, των δύο μεγάλων κρατικών εταιριών ύδρευσης, της ΕΥΔΑΠ της Αθήνας και της ΕΥΑΘ της Θεσσαλονίκης, χωρίς προς το παρόν να γνωρίζουμε, σε ποιό βαθμό το «επενδυτικό ενδιαφέρον» θα επεκταθεί στα δημοτικά δίκτυα ύδρευσης των υπολοίπων μεγάλων πόλεων. Ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και η πλειοψηφία της ΕΥΑΘ έχουν μεταβιβαστεί στο Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ), το οποίο άνοιξε πρόσφατα τη διαδικασία αναζήτησης «στρατηγικού επενδυτή» για την πώλησή τους. Το θέμα προφανώς δεν έχει να κάνει με τα ποσοστά του ιδιώτη, ίσως ούτε καν κυρίως με τον έλεγχο του μάνατζμεντ όσο κυρίως με το μοίρασμα των πολλών παράπλευρων εργολαβιών. Πρόκειται ασφαλώς για το πιο κρίσιμο μέτωπο της περιόδου, που δεν αφορά μόνο τους Αθηναίους και τους Θεσσαλονικείς, οι οποίοι, ας μην το ξεχνάμε, έδωσαν και ένα μεγάλο αγώνα πριν από 3 χρόνια με το δημοψήφισμα εναντίον της ιδιωτικοποίησης.
Ενώ όμως γι’ αυτές τις εξελίξεις μαθαίνουμε αναλυτικά, μια άλλη ιδιωτικοποίηση προχωράει «στα μουλωχτά». Είναι αυτή των φυσικών αποθεμάτων πόσιμου νερού, δηλ. των υπόγειων υδάτων, που παραχωρούνται αφειδώς στη βιομηχανία εμφιάλωσης. Τις τελευταίες δεκαετίες το εμφιαλωμένο νερό, από είδος πολυτελείας και καταναλωτική συνήθεια των εύπορων στρωμάτων, έχει μετατραπεί σε τρόπο ζωής για μεγάλες μερίδες του πληθυσμού. Δεν είναι μόνο οι ακριβές διαφημιστικές καμπάνιες ή ο ρόλος του τουρισμού, δεν είναι ούτε καν μόνο η κακή διαχείριση και η απαξίωση των δημόσιων δικτύων. Η βασική αιτία της εξάπλωσης είναι το νομοθετικό καθεστώς για τη συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα και το κόστος της πρώτης ύλης, που χρησιμοποιεί. Μέχρι σήμερα η μόνη ανταποδοτική υποχρέωση των βιομηχανιών εμφιάλωσης είναι η καταβολή ενός τέλους προς τον αντίστοιχο Δήμο, στα διοικητικά όρια του οποίου γίνεται η γεώτρηση. Το ύψος αυτού του τέλους έχει παραμείνει επί δεκαετίες σταθερά ελάχιστο ενώ το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά έκανε ακόμα ένα «δωράκι» προς το ενδιαφερόμενο κεφάλαιο, θεσμοθετώντας τον υπολογισμό του τέλους όχι επί των αντλούμενων αλλά επί των πωλούμενων ποσοτήτων (ν. 4255/2014). Δηλαδή η άντληση για χορηγίες, δηλ. για διαφημιστική πολιτική, ή για «μαύρες πωλήσεις» είναι εντελώς δωρεάν ενώ το τέλος για τις «κανονικές» πωλήσεις παραμένει ασήμαντο.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που οι ντόπιοι «βαρόνοι του νερού»
   - αποσπούν ένα μεγάλο μερίδιο της ελληνικής αγοράς, έχουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα και παρουσιάζουν διαρκώς και νέα προϊόντα, μπύρες, κόλες κλπ.
  - ακολουθούν μια επιθετική πολιτική αύξησης των αντλούμενων ποσοτήτων, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται κίνδυνοι για την επάρκεια του φυσικού πόρου για τα δημόσια δίκτυα και την κατοχύρωσή του για τις επόμενες γενιές
   - μέσω των χορηγιών εξασφαλίζουν ευρεία κοινωνική συναίνεση ενώ διατηρούν σχέσεις στοργής με το πολιτικό σύστημα, το κεντρικό και το εκάστοτε τοπικό.
Είναι προφανές ότι απαιτείται η αντιστροφή αυτής της πορείας. Και εκτός από την αλλαγή του ν. 4255/2014, που μέχρι στιγμής δεν τον έχει «πειράξει» η κυβέρνηση Τσίπρα παρά τις προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, χρειάζεται να διεκδικήσουμε μια πολιτική «επιστροφής» στο νερό της βρύσης με δωρεάν πρόσβαση στο πόσιμο νερό για τους πολίτες τόσο με καταψύκτες στις δημόσιες υπηρεσίες όσο και με βρύσες στους κοινόχρηστους χώρους (πλατείες, παιδικές χαρές κλπ.), σε συνδυασμό βεβαίως με στρατηγικές εξοικονόμησης του νερού, περιορισμού της σπατάλης και διαμόρφωσης «υδατικής» συνείδησης στους πολίτες».

Β. ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Η υποβάθμισή τους από τη χρήση τους ως αποδεκτών αποβλήτων κάθε είδους περιλαμβάνει πολλά παραδείγματα. Το κλασικό για τα βιομηχανικά απόβλητα είναι ασφαλώς η ρύπανση του Ασωπού, που, εκτός από περιβαλλοντικά προβλήματα, έχει προκαλέσει και ασθένειες και θανάτους, δηλ. σοβαρές παραβιάσεις του δικαιώματος στην υγεία. Ο Ασωπός έχει την ατυχία να διαρρέει τη βιομηχανική περιοχή της Θήβας και, ούτε λίγο ούτε πολύ, 15 εταιρίες, βρέθηκαν να τον επιβαρύνουν με εξασθενές χρώμιο και μόλυβδο. Η εντατική αγροτική εκμετάλλευση έχει καταστρέψει τον Πηνειό ενώ οι εξορύξεις της Χαλκιδικής επιφυλάσσουν την ίδια μοίρα στα νερά της περιοχής.


       Ωστόσο θα αφιερώσω το πιο μεγάλο μέρος του κειμένου στα σχέδια εντατικής εκμετάλλευσης, κυρίως υδροηλεκτρικής, με την κατασκευή φραγμάτων και τις εκτροπές, που διακόπτουν τον φυσικό κύκλο του νερού και προκαλούν σοβαρές και ανεπίστρεπτες αρνητικές συνέπειες. Ο βασικός μύθος της τεχνοκρατικής ιδεολογίας είναι ο αφορισμός ότι το νερό των ποταμών χύνεται «αναξιοποίητο» στη θάλασσα και επομένως πρέπει να «αξιοποιηθεί». Όμως η επιστήμη μας λέει ότι ένα ποτάμι δεν είναι μόνο το νερό αλλά και η ζωή που κουβαλάει μαζί του, το απόθεμα της βιοποικιλότητας, οικοσυστήματα και οργανισμοί, χλωρίδα και πανίδα, τοπία και ανθρώπινες συνήθειες αιώνων. «Τα ποτάμια είναι οι ταχυδρόμοι των βουνών», όπως λέει ο ποιητής Γιάννης Δάλλας. Συνεπώς ένα πρώτο κρίσιμο ζήτημα είναι να ξεπεράσουμε την αντίληψη του «ποταμιού – καναλιού» και να προσανατολίσουμε την άσκηση των όποιων οικονομικών δραστηριοτήτων στο σεβασμό της φυσικής ροής τους ως τμήματος του υδατικού κύκλου.


      Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα περίπου 170 φράγματα με ύψος μεγαλύτερο από 15 μέτρα, που αποτελεί το όριο μεταξύ μικρών και μεγάλων φραγμάτων, σύμφωνα με το οικολογικό κίνημα. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, το κριτήριο αυτής της διάκρισης δεν είναι το ύψος του φράγματος αλλά η ισχύς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, που στην Ελλάδα είναι 15 MW, αν και πριν από 20 χρόνια ήταν 5, ενώ στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. είναι 8 MW. Από αυτά τα 15 έχουν ύψος πάνω από 70 μέτρα και, αν εξαιρέσουμε τα φράγματα του Μόρνου και του Εύηνου, που έχουν θυσιαστεί για την υδροδότηση της Αθήνας, είναι υδροηλεκτρικά. Τα 2 είναι στο Νέστο (του Θησαυρού με 172 μ. είναι το ψηλότερο στην Ελλάδα), 3 στον Αλιάκμονα, 4 στον Αχελώο και τους παραποτάμους του (των Κρεμαστών είναι το μεγαλύτερο σε έκταση με 80 χιλιάδες στρέμματα), και 5ο το ημιτελές της Μεσοχώρας, 1 στον Άραχθο, 1 στις πηγές του Αώου και 1 στο Σμόκοβο, σε παραπόταμο του Πηνειού.

Οι αρνητικές συνέπειες των μεγάλων φραγμάτων έχουν τεκμηριωθεί από τη διεθνή επιστημονική έρευνα :
-  καταστρέφουν τη βιοποικιλότητα και τα οικοσυστήματα
-  κατακρατούν τη λάσπη με τα οργανικά συστατικά (διότι ένα ποτάμι δεν είναι μόνο νερό αλλά και οργανικό φορτίο), υποβαθμίζουν την ποιότητα του νερού για τη γεωργία, χαμηλώνουν τους υδροφόρους ορίζοντες και αλατώνουν τα εδάφη στις εκβολές
-  αλλάζουν το κλίμα, αυξάνουν την υγρασία και εκλύουν μεθάνιο από την παγιδευμένη βλάστηση, που συμβάλλει στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (το 1,3 % της παγκόσμιας συμβολής)
-  καταστρέφουν ποτάμια τοπία, ανθρώπινους οικισμούς και μνήμες
-  εγκυμονούν διαρκείς κινδύνους κατολισθήσεων και πλημμυρών
-  απαιτούν ένα μεγάλο κόστος μετεγκατάστασης πληθυσμών και κυρίως διαχείρισης των κινδύνων, το οποίο βέβαια δεν πληρώνουν οι κατασκευαστές αλλά το κοινωνικό σύνολο.

Παρά το γεγονός ότι οι παραπάνω συνέπειες ισχύουν ανεξάρτητα από τη μορφή της ιδιοκτησίας τους, ένα βασικό επιχείρημα των υποστηρικτών τους είναι ότι τα υδροηλεκτρικά φράγματα της ΔΕΗ βρίσκονται υπό δημόσιο έλεγχο. Το πραγματικό ερώτημα είναι βεβαίως «μέχρι πότε», καθώς η πώληση μονάδων της ΔΕΗ αναμένεται, αργά ή γρήγορα, να επεκταθεί και σ’ αυτά, κάτι που ήδη επιχείρησε το 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά με το σχέδιο της «μικρής ΔΕΗ». Συνεπώς ο πολιτικός στόχος ενάντια σε νέα φράγματα συνδέεται με την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των παλιών, που θα είναι σ’ αυτή την περίπτωση τριπλή (νερού, ενέργειας και δημόσιας γης γύρω από τους ταμιευτήρες).
Το κύριο μέτωπο της περιόδου βρίσκεται ασφαλώς στον Αχελώο και στον αγώνα ενάντια στην ολοκλήρωση του φράγματος της Μεσοχώρας, το οποίο, παρά το γεγονός ότι προβάλλεται από κυβερνητικά στελέχη και τεχνικά λόμπυ ως «αυτόνομο» ΥΗ, στην πραγματικότητα αποτελεί, κατ’ εφαρμογή της πάντα αποτελεσματικής μεθόδου της «σαλαμοποίησης», το πρώτο βήμα για την εκτροπή μεγάλου μέρους του υδάτινου δυναμικού του ποταμού στη Θεσσαλία. Η έκβαση της μάχης θα κριθεί από την ικανότητα πανελλαδικής κινητοποίησης αλλά και διάψευσης του μύθου του «ολοκληρωμένου» έργου (στην πραγματικότητα απαιτεί ακόμη 140 εκ. ευρώ).   
Δεν στερούνται πάντως σημασίας οι εξελίξεις που αφορούν τον Αώο, τον μοναδικό ποταμό που «εξάγει» η Ελλάδα και ταυτόχρονα τον τελευταίο μεγάλο ποταμό της Ευρώπης που ρέει ανεμπόδιστα προς τη θάλασσα (αν εξαιρέσουμε βεβαίως το φράγμα της ΔΕΗ στις πηγές του). Τα ελληνικά σχέδια προβλέπουν τη μερική εκτροπή του προς την Παμβώτιδα λίμνη των Ιωαννίνων ενώ τα χειρότερα αλβανικά ούτε λίγο ούτε πολύ 8 υδροηλεκτρικά φράγματα κατά μήκος του. Στην έκκληση εκατοντάδων επιστημόνων να αποτραπεί η καταστροφή, η κυβέρνηση Ράμα απάντησε ότι "μια αναπτυσσόμενη χώρα δεν μπορεί να μείνει μουσείο". Η αναπτυξιολαγνική χυδαιότητα είναι η ίδια παντού !
Το αντι-φραγματικό κίνημα πάντως έχει πλούσιο παρελθόν στην Ελλάδα. Εκτός από τον Αχελώο, μνημονεύω και τον 10χρονο νικηφόρο αγώνα στον Άραχθο, που απέτρεψε την κατασκευή του φράγματος του Αγίου Νικολάου, έδωσε αυτοπεποίθηση στους κατοίκους και ενέπνευσε πολλές μικρότερες κινήσεις στην περιοχή.

Γ     Γ. ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ

Το τρίτο μεγάλο μέτωπο αφορά τους υγροτόπους και κυρίως τις ελληνικές λίμνες, οι οποίες, αφού επιβίωσαν για χιλιάδες χρόνια όχι μόνο διατηρώντας τη βιοποικιλότητα και δημιουργώντας μοναδικά τοπία αλλά και διατρέφοντάς τους ανθρώπους όποτε χρειάστηκε (λ.χ. στην πείνα της Γερμανικής Κατοχής), θυσιάζονται με ραγδαίους ρυθμούς τα τελευταία 60 στις εκάστοτε ανάγκες του κυρίαρχου παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου και κυρίως :  
-  για την αύξηση της αγροτικής γης (πχ η αποξήρανση της Κάρλας, της Αγουλινίτσας, της μισής Αμβρακίας, της Λαψίστας κλπ) και την επέκταση των αρδευτικών δικτύων
-  για την αποχέτευση αστικών λυμάτων και πάσης φύσεως αγροτικών αποβλήτων (το κλασικό παράδειγμα είναι ο τοξικός βάλτος της Κορώνειας αλλά και οι περισσότερες από τις υπόλοιπες αργοπεθαίνουν)
-  και τα τελευταία χρόνια, που χρειάζεται γη για οικοπεδοποίηση, δηλαδή για παραγωγή υπεραξίας, για τουριστική ανάπτυξη (ο μεγάλος κίνδυνος αφορά τα υγρολίβαδα γύρω από τις λίμνες, τις πιο κρίσιμες δηλ. εκτάσεις για την οικολογική τους ισορροπία, που συρρικνώνονται με διοικητικές πράξεις και καταπατήσεις
Σταθερά υποβαθμισμένη είναι και η κατάσταση των 10 παράκτιων υγροτόπων διεθνούς σημασίας, οι οποίοι υποτίθεται ότι προστατεύονται από τη Διεθνή Σύμβαση Ραμσάρ
Όπως μας υπενθυμίζει η Βαντάνα Σίβα, το νερό, που αποτελεί το 70 % του πλανήτη αλλά και του σώματός μας, έχει τα δικά του δικαιώματα – να ρέει ελεύθερα και χωρίς ρύπανση και να ανανεώνεται μέσω του υδρολογικού κύκλου. Υπό αυτή την έννοια, το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό είναι τμήμα των δικαιωμάτων της φύσης και ο αγώνας για την προστασία του υδρολογικού κύκλου είναι ταυτόχρονα και για το ανθρώπινο δικαίωμα στο νερό.
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό "Βαβυλωνία" (Μάϊος 2017)

Κυριακή 11 Ιουνίου 2017

Το γαλλικό και γαλλόφωνο αστυνομικό μυθιστόρημα


(ομιλία σε εκδήλωση του Ελληνογαλλικού Συλλόγου Ιωαννίνων)

1.          Εισαγωγή
Το αστυνομικό αφήγημα (μυθιστόρημα και διήγημα) είναι σχετικά πρόσφατο λογοτεχνικό είδος, καθώς έχει συμπληρώσει μόλις 175 χρόνια ζωής. Ως πρώτο αστυνομικό αφήγημα θεωρείται το διήγημα «Οι φόνοι της οδού Μοργκ», που ο Αμερικανός συγγραφέας Έντγκαρ Άλαν Πόε δημοσίευσε το 1841. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ωστόσο η κριτική και το κοινό δεν ήταν σε θέση να διακρίνουν την ύπαρξη ενός διακριτού αφηγηματικού είδους.
Οι κοινωνικές προϋποθέσεις της εμφάνισής του ήταν 1. Η βιομηχανική επανάσταση και οι τεχνολογικές της καινοτομίες 2. Η θεαματική ανάπτυξη των αστικών κέντρων, που είναι συνήθως βιομηχανικές πόλεις και 3. Η θεσμοθέτηση της αστυνομίας ως μηχανισμού ελέγχου του εγκλήματος και η ίδρυση εγκληματολογικών τμημάτων στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σύμφωνα με τον μαρξιστή διανοητή Ερνέστ Μαντέλ, η ανάπτυξη του είδους εξηγείται από τη βιομηχανική κλίμακα του εγκλήματος, που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία. Λογοτεχνικά, το αστυνομικό μυθιστόρημα κάνει τα πρώτα του βήματα μέσα στο γενικότερο κλίμα του ρομαντισμού.
Η ενασχόληση με το έγκλημα δεν συνίσταται τόσο στην περιγραφή του όσο στην ύπαρξη ενός γρίφου, ενός μυστηρίου προς επίλυση. Το χρέος του συγγραφέα προς τον αναγνώστη είναι η διαλεύκανση αυτού του μυστηρίου, η αποκάλυψη του πραγματικού κάθε φορά ενόχου και η –όποια- τελική κάθαρση. Συνεπώς οι βασικές του έννοιες είναι η αθωότητα και η ενοχή, θα μπορούσαμε σχηματικά να πούμε το καλό και το κακό, αν και τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα. Κεντρικός ήρωας είναι ασφαλώς αυτός που επιλύει το μυστήριο για λογαριασμό του αναγνώστη, συνήθως ένας ντετέκτιβ, που διεξάγει την έρευνά του στην εξέλιξη της πλοκής αλλά χρειάζονται επίσης θύματα, ύποπτοι και τελικά αθώοι και ένοχοι.
Έχουν επιχειρηθεί αρκετές τυπολογίες του αστυνομικού μυθιστορήματος, με πιο κλασσική αυτή του Βούλγαρου φιλοσόφου και θεωρητικού της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ, για τη διάκριση επιμέρους ειδών. Ας  συγκρατήσουμε 3 βασικές κατηγορίες, που σε γενικές γραμμές - και βεβαίως όχι χωρίς εξαιρέσεις - αντιστοιχούν στις διαφορετικές φάσεις της ανάπτυξής του.
Α. Η 1η κατηγορία είναι το λεγόμενο «μυθιστόρημα – αίνιγμα», που αντιστοιχεί στην κλασική περίοδο της ανάπτυξης του είδους κυρίως στη Βρετανία. Στο μυθιστόρημα - αίνιγμα έχουμε ένα ντεντέκτιβ αμέτοχο στην εγκληματική δράση, που εξετάζει εκ των υστέρων τις ενδείξεις και καταλήγει σ’ ένα ορθολογικό συμπέρασμα. Στην πραγματικότητα υπάρχουν σ’ αυτό το είδος 2 ξεχωριστές ιστορίες, μία του εγκλήματος και μία της αναζήτησης. Ο συγγραφέας οφείλει να παραθέτει πληροφορίες στον αναγνώστη, το έγκλημα πρέπει να είναι «ορθολογικά εξηγήσιμο», πράγμα που αποκαθιστά και ένα αίσθημα τάξης στον κόσμο.
Β. Η 2η κατηγορία είναι το «σκληρό μυθιστόρημα» με κοιτίδα τις ΗΠΑ, όπου συντελούνται μεγάλες κοινωνικές ανατροπές πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το έγκλημα μετασχηματίζεται.  Στο σκληρό οι δύο ιστορίες, του φόνου και της αναζήτησης του ενόχου, συγχωνεύονται σε μία, η αφήγηση των γεγονότων γίνεται ρεαλιστική, η ταχύτητα αυξάνεται και η βία κυριαρχεί.  Το απρόσβλητο του ντεντέκτιβ ανατρέπεται, (δεν είναι ούτε καν αλάνθαστος) ενώ ο αναγνώστης δεν γνωρίζει, αν αυτός θα παραμείνει μέχρι τέλους ζωντανός. Το καλό και το κακό δεν απέχουν και τόσο πολύ μεταξύ τους και η αποκάλυψη του εγκλήματος δεν δίνει στον αναγνώστη αίσθηση κάθαρσης αλλά συνέχισης του κόσμου και των κανόνων του.
Γ. Μια 3η κατηγορία είναι το «μυθιστόρημα αγωνίας», που συνδυάζει τις δύο προηγούμενες, ενδιαφέρεται και για την αφήγηση του παρελθόντος και για την έρευνα στο παρόν και ο πρωταγωνιστής του, εκτός από το αστυνομικό μυστήριο, καλείται να διαχειριστεί και ένα προσωπικό πρόβλημα, λ.χ. ένα ψυχολογικό τραύμα ή ακόμα τις υποψίες της Αστυνομίας.   
Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ο γαλλικός όρος noir (δηλ. «μαύρο») μυθιστόρημα, ο οποίος ωστόσο παρουσιάζει αρκετά εννοιολογικά προβλήματα α) Κατ’ αρχήν ο όρος άλλο πράγμα σήμαινε τον 18ο αιώνα και άλλο τον 20ο β) άλλο πράγμα σημαίνει στη Γαλλία και άλλο, στενότερο, στις ΗΠΑ, όπου και μεταφέρθηκε - αρχικά για κινηματογραφική χρήση γ) ακόμα και η γενεαλογία του δεν είναι σαφής : άλλοι υποστηρίζουν ότι προέρχεται από μια ομάδα μυθιστορημάτων που είχε τη λέξη «μαύρο» στον τίτλο, άλλοι από το γεγονός ότι οι γαλλικές μεταφράσεις τους από τον οίκο Gallimard κυκλοφόρησαν στη serie noir με μαύρο εξώφυλλο. Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι ο όρος «νουάρ» αποτελεί ο ίδιος ένα μικρό μυστήριο και ας περιοριστούμε στη χρήση του ως δηλωτικού ενός κλίματος με βία, σκληρότητα αλλά και μοιραίες γυναίκες.   
Επιστρέφοντας στην τυπολογία, να συγκρατήσουμε ότι υπάρχουν ενδιάμεσα είδη, μυθιστορήματα αταξινόμητα, πολλές υποκατηγορίες (λ.χ. το ιστορικό αστυνομικό) καθώς και συγγενή είδη, που κάποια στιγμή αυτονομούνται (όπως το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα κλπ.).
 
2.          Η γαλλική συμβολή – η πρώτη περίοδος
Ο όρος που χρησιμοποιείται στη Γαλλία είναι roman policière ή, σε μια πιο αργκώ εκδοχή, polar. Η χώρα είναι, μαζί με τη Βρετανία, οι πρώτες που καλλιέργησαν το είδος και η προϊστορία του polar διαποτίζεται από τον αγγλο-βρετανικό πολιτικό, μα και πνευματικό, ανταγωνισμό του 19ου αιώνα.
- Πριν από τα μυθιστορήματα, ήδη από το 1828-29 ο Βιντόκ, πρώην αρχηγός της Αστυνομίας του Παρισιού δημοσιεύει αναμνήσεις από τις αστυνομικές υποθέσεις της καριέρας του
- Μεταξύ των προδρόμων συμπεριλαμβάνεται ο Εμίλ Γκαμποριώ, που το 1865 γράφει την «υπόθεση Λερούζ», ωστόσο πρέπει να πούμε ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για το μυστήριο όσο για τους χαρακτήρες
- Πρώτος όμως στη σειρά των αστυνομικών συγγραφέων θεωρείται ο Γκαστόν Λερού (1868, Παρίσι - 1927) με συνήθη ήρωα τον δημοσιογράφο Ρουλεταμπίλ, ο οποίος, σύμφωνα με όσα είπαμε για την κλασική περίοδο του είδους, δεν συμμετέχει στην καθεαυτή δράση (το 1907 ο Λερού εκδίδει «το μυστήριο του κίτρινου δωματίου», αν και το πιο γνωστό έργο του είναι «το Φάντασμα της όπερας», που αντλεί την έμπνευσή του από την περίπλοκη αρχιτεκτονική της παλιάς όπερας του Γκαρνιέ στο Παρίσι)

- Ακολουθεί ο Μορίς Λεμπλάν (1864, Ρουέν – 1941) , που το 1904 επινοεί τον Αρσέν Λουπέν, τον απατεώνα – τζέντλεμαν, που παρ’ όλα αυτά δεν λερώνει ποτέ τα χέρια του με αίμα, ενώ στη δράση του δεν λείπουν ούτε οι πατριωτικοί τόνοι, καθώς βρίσκει τον τρόπο να πάρει εκδίκηση και για την ήττα στο γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870
- Ένας άλλος αρνητικός ήρωας είναι ο Φαντομάς, που  δημιουργούν το 1911 από κοινού ο Βρετόνος Πιέρ Σουβέστρ (1874 Φομελίν – 1914) και ο Παριζιάνος Μαρσέλ Αλέν (1885 – 1970). Ο Φαντομάς σπέρνει τον τρόμο και το θάνατο προς μεγάλη τέρψη του αναγνωστικού κοινού και είναι άξια επισήμανσης η προτίμηση του πρώϊμου γαλλικού αστυνομικού προς τους αρνητικούς ήρωες.
 
3.          Η εποχή του Σιμενόν
Η πρώτη τομή στο γαλλόφωνο μυθιστόρημα έρχεται από ένα Βέλγο, τον Ζορζ Σιμενόν (1903, Λιέγη – 1989), ιδανικό στην απεικόνιση ακραίων ψυχολογικών καταστάσεων και στην ανάδειξη απόκρυφων πτυχών της ανθρώπινης προσωπικότητας.
Ο Σιμενόν υπήρξε πολυγραφότατος (υπολογίζεται ότι έχει γράψει περίπου 500 μυθιστορήματα, από τα οποία 75 - και ακόμα 28 διηγήματα - έχουν ως κεντρικό ήρωα τον Επιθεωρητή της Γαλλικής Αστυνομίας Μαιγκρέ). Ο ίδιος υπολόγιζε ότι για κάθε μυθιστόρημα του χρειάζονταν 11 εργάσιμες μέρες (8 για το γράψιμο και 3 για την διόρθωση)
Ο Μαιγκρέ είναι ένας “βαρύς” και λιγομίλητος αστυνόμος (η κινηματογραφική του μεταφορά ευτύχησε στο πρόσωπο του Ζαν Γκαμπέν), κινείται κυρίως στο Παρίσι του υποκόσμου, δηλαδή σε ένα περιβάλλον σκοτεινό και καταχθόνιο. Παρότι είναι το καμάρι της Κε ντεζ Ορφέβρ, της αστυνομικής διεύθυνσης του Παρισιού, δεν αποφεύγει τη βρώμικη δουλειά του αστυνομικού, πολύωρες παρακολουθήσεις, επικίνδυνες εφόδους σε καταγώγια ακόμα και γραφειοκρατική δουλειά. Ο Σιμενόν εισάγει τον παράγοντα του τυχαίου στην εξιχνίαση ενός εγκλήματος, γεγονός που καθιστά πιο ρεαλιστικά τα έργα του, πιο κοντά στα δεδομένα του πραγματικού κόσμου. Ακόμα μια καινοτομία είναι ότι ο Μαιγκρέ είναι παντρεμένος (ενώ ο ίδιος ο Σιμενόν ήταν μεγάλος γυναικάς !) και τα βράδια συζητάει με τη γυναίκα του ακόμα και για την εξέλιξη των υποθέσεων, καπνίζοντας το αιώνιο τσιμπούκι του. Είναι επίσης γκουρμέ και γνωρίζει όλα τα καλά μπιστρό του Παρισιού και αυτή την έφεση στη γαστρονομία συγκρατήστε τη και για τη συνέχεια της παρουσίασης.
Οι περιπέτειες του Μαιγκρέ έχουν μεταφραστεί σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Ορισμένοι σύγχρονοι του Σιμενόν είναι :
-  Ο Σαρλ Εσμπραγιά (1906 – 1989), εθνικός ήρωας του Σαιντ Ετιέν, με πάρα πολλά αλλά κατά βάση ελαφρά βιβλία
- Πιο σημαντικός ο Λεό Μαλέ (1909, Μονπελιέ – 1996), που θεωρείται κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος του «σκληρού» μυθιστορήματος στη Γαλλία
Αφού αρχικά σχετίζεται με τους σουρρεαλιστές, στη συνέχεια δημιουργεί τον ιδιωτικό ντεντέκτιβ Νεστόρ Μπουρμά, ένα φιλοσοφημένο αλλά σαρκαστικό μεσήλικα, πρώην αναρχικό και πάντα με οικονομικά προβλήματα (ο ίδιος ο Μπουρμά λέει για τον εαυτό του : ''Δεν μπορώ να γίνω ο Λουπέν, δεν καταδέχομαι να είμαι ο Μαιγκρέ, είμαι ο Μπουρμά !'' ). Οι περισσότερες από τις περιπέτειές του ανήκουν στη σειρά «Νέα μυστήρια του Παρισιού» (φόρος τιμής στον Ευγένιο Σύη), στην οποία καθεμιά διαδραματίζεται και σε διαφορετικό διαμέρισμα (διοικητική διαίρεση) της πόλης. Έτσι του δίνεται η ευκαιρία να περιγράψει τις ιδιαιτερότητες κάθε διαμερίσματος αλλά και τους ανθρώπους, που περιφέρονται σ’ αυτό. Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί μόνο η «Ομίχλη στη γέφυρα Τολμπιάκ», στο 13ο διαμέρισμα – αλλά έχει μεταφραστεί και το σχετικό κόμικ σε εικονογράφηση του Ταρντί
- Και τέλος έχουμε τον Σεμπαστιέν Ζαπριζό (αναγραμματισμός του πραγματικού του ονόματος Ζαν Μπατίστ Ροσί) 1931 (Μασσαλία) – 2003, τον επονομαζόμενο και Γάλλο Γκράχαμ Γκρην, που αναπλάθει το χάρτη της μικροαστικής Γαλλίας με κυρίαρχες τις μοιραίες, κλασσικά νουάρ, γυναικείες φιγούρες και προετοιμάζει το έδαφος για την εξέλιξη του είδους.
 
4. Το νέο polar
Η νέα μεγάλη τομή στο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα γίνεται τη δεκαετία του ’70 στον απόηχο της εξέγερσης του Μάη του ’68. Πρόκειται για την εισβολή της πολιτικής και ειδικότερα της αριστεράς στο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ενώ μέχρι τότε ο παραδοσιακός μαρξισμός θεωρούσε το αστυνομικό μυθιστόρημα «αντιδραστικό» λογοτεχνικό είδος (λ.χ. στη Σοβιετική Ένωση δεν έχουν γραφτεί αστυνομικά μυθιστορήματα), εμφανίζεται μια ολόκληρη γενιά συγγραφέων, που χρησιμοποιούν τη φόρμα του για την άσκηση πολιτικής και κοινωνικής κριτικής. Το ρεύμα αυτό αποκαλείται συνήθως νέο polar και στην ουσία μιλάμε για μια σύνθεση αστυνομικού, πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος. Όπως έχει γράψει χαρακτηριστικά η κριτικός λογοτεχνίας Κλερ Γκοράρα, «Δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα. Είναι μια μορφή πολιτιστικής αφήγησης των καιρών μας».
Ο εισηγητής αυτής της τάσης είναι ο Ζαν – Πατρίκ Μανσέτ, που γεννήθηκε το 1942 στη Μασσαλία αλλά έζησε στο Παρίσι. Ανήσυχο πνεύμα, κυριολεκτικά «πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης», καθώς ασχολήθηκε με μεταφράσεις, μουσική, κόμιξ και κινηματογράφο, στρατεύτηκε στην Άκρα Αριστερά, από την οποία αποχώρησε μάλλον αηδιασμένος, και κατέληξε στο καταστασιακό κίνημα του Γκυ Ντεμπόρ. Από τη σκωτσέζα γιαγιά του, που διάβαζε συνεχώς αστυνομικά, εμπνεύσθηκε την αξιοποίηση της αφηγηματικής του γλώσσας προκειμένου να καταγγείλει την «κοινωνία του θεάματος» με τα ίδια της τα όπλα. Η θεωρία του Μανσέτ για το είδος είναι ότι μ’ αυτό μπορεί να περιγράψει ιστορικά και κοινωνικά τον νόμο και την τάξη τη δεδομένη χρονική στιγμή, δηλ. τη διαφθορά των λειτουργών τους, καθώς και τις κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος, καθώς «οι εγκληματίες έχουν λόγους να είναι τέτοιοι». Όλα αυτά βεβαίως με την επιτυχέστατη χρήση μιάς κινηματογραφικής αφηγηματικής γλώσσας, εμπνευσμένης από το «σκληρό» αμερικάνικο μυθιστόρημα.
Στο για πολλούς κορυφαίο του μυθιστόρημα, την «πρηνή θέση του σκοπευτή» ο Μανσέτ επιλέγει ως ήρωά του έναν γκάγκστερ, έναν επαγγελματία δολοφόνο, που μισθώνεται για να δολοφονήσει ένα στέλεχος του ΟΠΕΚ, και βρίσκει έτσι την ευκαιρία να μιλήσει για την σκοτεινή λειτουργία των μυστικών υπηρεσιών.
Το βιβλίο αυτό ήταν το τελευταίο που έγραψε, το 1981, στη συνέχεια περιορίστηκε μόνο σε κριτικά σχόλια, στο μεταξύ άρχισε να μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές, να παίζει ξύλο με τα ΜΑΤ στις συνοικίες και πέθανε από καρκίνο το 1995 σε ηλικία μόλις 53 χρόνων (όλα τα πνευματικά ρεύματα έχουν τον ταλαντούχο καταραμένο τους)
Εκτός από τον Μανσέτ όμως, εμφανίζεται μια πλειάδα πολιτικοποιημένων συγγραφέων, κατά κανόνα πρώην αριστεριστών ή αναρχικών, που, χωρίς να αποτελούν ομάδα, διατηρούν επαφές μεταξύ τους, στοχεύουν στον πολιτικό προβληματισμό και την κοινωνική αφύπνιση και εξακολουθούν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, να έχουν μια δημόσια δραστηριότητα.
Μερικοί μόνο από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους αυτού του ρεύματος είναι :
- ο Ζαν – Φρανσουά Βιλάρ, μέλος της τροτσκιστικής Κομμουνιστικής Λίγκας
- ο Φρεντερίκ Φαζαρντί, προερχόμενος από τον μαοϊκό Προλεταριακό Αγώνα
- η αναρχοσυνδικαλίστρια Ντομινίκ Μανοτί
- και ο Τιερί Ζονκέ από τους πρωτεργάτες του αντι-φασιστικού συνδέσμου «Φτάνει πια με το Μέτωπο» (πρόκειται για το Εθνικό Μέτωπο του Λεπέν)
- Ο Πατρίκ Ρενάλ πάει ένα βήμα παραπέρα. Χρησιμοποιεί τη φόρμα της αστυνομικής αφήγησης για ν’ αναμετρηθεί με την πολιτική αποστράτευση των τέως συντρόφων. Ο ήρωάς του ερευνά το παρελθόν της ένοπλης αριστερίστικης ομάδας, στην οποία συμμετείχε, προσπαθώντας να βρει ποιος από όλους ήταν ο προδότης.
- Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση να είναι αυτή του Ντιντιέ Ντενένξ (με βελγική καταγωγή), που προσθέτει στην πλοκή στοιχεία ιστορικής έρευνας. Το πιο χαρακτηριστικό βιβλίο του το «Έγκλημα και μνήμη» συνδέει την εξιχνίαση ενός σημερινού εγκλήματος με ένα παλιότερο συλλογικό, τη μεγάλη σφαγή Αλγερινών διαδηλωτών στις 17 Οκτωβρίου 1961 στο Παρίσι κατόπιν διαταγών του αρχηγού της Αστυνομίας Μωρίς Παπόν, ο οποίος αργότερα αποκαλύφθηκε ότι είχε εξίσου σκοτεινό παρελθόν, αφού είχε συμβάλει και στη συγκέντρωση των Εβραίων με προορισμό το Άουσβιτς. Η σφαγή του 1961 αποτελούσε ένα μεγάλο ταμπού για τη γαλλική κοινωνία, το οποίο όμως ο Ντενένξ δεν δίστασε να αναδείξει και, για να κάνουμε μια σύγκριση με τα καθ’ ημάς, το γαλλικό υπουργείο Παιδείας ενέταξε αργότερα το συγκεκριμένο βιβλίο στο σχολικό πρόγραμμα των λυκείων.
 
5.           Η σύγχρονη εποχή
Η παράδοση της σύνδεσης του αστυνομικού μυθιστορήματος με πολιτικούς στόχους συνεχίζεται με την καταλυτική παρουσία του επίσης πρόωρα χαμένου Ζαν Κλοντ Ιζζό (1945 – 2000) από τη Μασσαλία. Η τριλογία της Μασσαλίας («Το μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας», «Το τσούρμο» και «Solea»), που κυκλοφόρησε από το 1995 μέχρι το 1998, αποτέλεσε ένα μεγάλο λογοτεχνικό γεγονός όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε πολλές ακόμα χώρες.
Πρωταγωνιστής της τριλογίας είναι ο αστυνομικός Φάμπιο Μοντάλ, με την επιλογή του ονόματος του οποίου ο Ιζζό αποτίει ένα διπλό φόρο τιμής, αφενός στον καταλανό αστυνομικό συγγραφέα Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν και αφετέρου στον Ιταλό ποιητή Ευγένιο Μοντάλε (ο ίδιος ο Ιζζό ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παρουσία ως ποιητής).
Καμία αστυνομική έρευνα δεν ανατίθεται επίσημα στον Μοντάλ, αντίθετα οι θεσμοί του κράτους, η Αστυνομία και η Δικαιοσύνη είναι συνήθως διαβρωμένοι από το οργανωμένο έγκλημα και το ρατσισμό, καθώς βρισκόμαστε στην εποχή της ραγδαίας ανόδου του Εθνικού Μετώπου του Λεπέν. Τα κίνητρα του Μοντάλ είναι προσωπικά, ερευνά δηλαδή φόνους φίλων, συγγενών, ερωτικών συντροφισσών ή μεταναστών, που ο αστυνόμος νοιώθει ιδιαίτερα κοντά τους όντας ο ίδιος δεύτερης γενιάς μετανάστης.
Η Μασσαλία, η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Γαλλίας και ένα μεγάλο μεσογειακό λιμάνι με μακροχρόνια παράδοση αφομοίωσης μεταναστών, δεν είναι μόνο ο χώρος της δράσης αλλά παίζει ένα ρόλο συμβόλου στο έργο του Ιζζό. Σ’ αυτό η ακτή της Μασσαλίας προκύπτει ως μια οριακή περιοχή ανάμεσα στη μιζέρια και το έγκλημα της πόλης («το μαύρο») και τα λυτρωτικά στοιχεία, που είναι η θάλασσα και το φως της Μεσογείου και οι απολαύσεις της μεσογειακής της κουλτούρας (το καλό φαγητό, το ποτό, ο έρωτας ενώ αξιοσημείωτες είναι και οι μεγάλες μουσικές γνώσεις του πρωταγωνιστή). Όμως καθώς κινείται στα διαφορετικά κοινωνικά περιβάλλοντα, συνειδητοποιεί ότι αυτή η αρμονία είναι επιφανειακή.
Θεωρείται ότι ο Ιζζό, χωρίς φυσικά ο ίδιος να το επιδιώκει, εγκαινίασε ένα υπο-είδος στο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα, το polar aïoli (= αστυνομικό με σκορδαλιά, προς τιμή της γαστρονομικής παράδοσης της Μασσαλίας), στο οποίο η πλοκή τοποθετείται σταθερά στην περιοχή της και συνδέεται με την ανάδειξη της τοπικής μεσογειακής ταυτότητας (λ.χ. το 2000 γράφτηκαν 14 μυθιστορήματα με τόπο δράσης τη Μασσαλία).
- Ευκαιρίας λοιπόν δοθείσης ας μνημονεύσουμε ακόμη ένα μυθιστόρημα, που εκτυλίσσεται στην ίδια πόλη τις μέρες του Μάη του ’68, την «Κόκκινη Μασσαλία» του γεννημένου στο Αλγέρι Μορίς Αττιά. Και εδώ έχουμε πολύ μουσική και κινηματογράφο και εδώ έχουμε ένα ήρωα με ξένες ρίζες, τον αστυνόμο Πάκο Μαρτίνεθ, ωστόσο η πλοκή της τριλογίας δεν περιορίζεται στη Μασσαλία αλλά επεκτείνεται και σε δύο ακόμη εμβληματικές πόλεις (με τα βιβλία «Μαύρο Αλγέρι» και «Μπλε Παρίσι»).
Ας συνεχίσουμε με δύο ιδιαίτερες περιπτώσεις :
- Η πρώτη είναι αυτή της Φρεντ Βαργκάς, φιλολογικό ψευδώνυμο της αρχαιολόγου και ιστορικού Φρεντερίκ Αντουάν Ρουζώ από το Παρίσι, δημιουργού του Επιθεωρητή Ανταμσμπέργκ. Η ίδια έχει δηλώσει ότι διαφωνεί με την πολιτική λειτουργία του αστυνομικού μυθιστορήματος αλλά το αντιμετωπίζει, όπως και την Τέχνη στο σύνολό της, ως μια καθαρτική εμπειρία ανάλογη της αρχαίας τραγωδίας, δίνοντας έμφαση στα ψυχολογικά κίνητρα των ηρώων της. Αυτή πάντως η οπτική δεν την εμπόδισε να στρατευτεί ολόψυχα στην υπόθεση της υπεράσπισης του Τσέζαρε Μπατίστι, ενός Ιταλού συγγραφέα συναδέλφου της, που εκδόθηκε ως πρώην τρομοκράτης στην Ιταλία.  
- Ύστερα έχουμε τον Ντανιέλ Πενάκ (πραγματικό όνομα Πενακιόνι), που γεννήθηκε το 1944 στην Καζαμπλάνκα με κορσικάνικη καταγωγή και στην παιδική του ηλικία διέτρεξε τη Γαλλική αυτοκρατορία, στις αποικιακές φρουρές της οποίας υπηρετούσε ο πατέρας του. Πολύ γνωστός από τα βιβλία του για παιδιά (δάσκαλος γαλλικών στη Νίκαια) αλλά και για την αστυνομική σειρά «Οικογένεια Μαλοζέν», με ένα ιδιαίτερα χιουμοριστικό στυλ γραφής, βασικό τόπο πλοκής τη Μπελβίλ του Παρισιού και κεντρικό ήρωα τον Μπενζαμίν Μαλοζέν, ένα κατά βάση εξιλαστήριο θύμα, που όμως τελικά βρίσκει το δίκιο του. Πολλοί από τους περιφερειακούς ήρωες κατάγονται από τις γαλλικές αποικίες.
Οι νεότεροι Γάλλοι συγγραφείς έχουν αφομοιώσει λίγο-πολύ την παράδοση των τελευταίων δεκαετιών και συνεχίζουν να διερευνούν τη σχέση εγκλήματος και πολιτικής διαφθοράς. Έχει κατά τη γνώμη μου σημασία να επισημάνουμε το ευρύ, θα μπορούσαμε να πούμε παγκοσμιοποιημένο, πεδίο των ενδιαφερόντων της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, που δεν περιορίζεται ούτε στο χώρο ούτε στο χρόνο.
Ενδεικτικά, από τη μεταφρασμένη στα ελληνικά μυθιστορηματική παραγωγή, οι συγγραφείς ενδιαφέρονται για :
- την Αλγερία (Ζιλ Βενσάν)
- τη Λιβύη του Καντάφι (Τιτό Τοπέν)
- την Αργεντινή της στρατιωτικής δικτατορίας (Καρίλ Φερέ)
- τη Μογγολία (Ιάν Μανούκ, πραγματικό όνομα Μανουκιάν)
- τον πόλεμο στην Τσετσενία (Μισέλ Μεζονέβ)
- τη φρίκη των γιουγκοσλαβικών πολέμων και την ατιμωρησία των εθνικιστικών συμμοριών (Μάρκους Μάλτε, ψευδώνυμο του Μαρκ Μαρτινιανί)
- ακόμα και την Αρχαία Αθήνα (Κλωντ Μοσέ). Ας επιμείνουμε λίγο στην τελευταία συγγραφέα, διακεκριμένη ιστορικό της αρχαιοελληνικής περιόδου, που, επινοώντας ένα αρχαίο αστυνομικό ερευνητή, τον Αριστοκλή, υπηρετεί το ιστορικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
 
6.          Η υπόλοιπη γαλλόφωνη παραγωγή
- Την βελγική παράδοση του Σιμενόν συνεχίζει ο Φρανσουά Βερτς, που βρίσκει τρόπο να μιλήσει και για την πολιτιστικά διαιρεμένη χώρα του
- Από τη γαλλόφωνη Ελβετία προέρχεται ο Ζοέλ Ντικέρ
- Ο Γαλλομαυριτανός Καρίμ Μισκέ συνδυάζει την αστυνομική διαφθορά και τη διακίνηση ναρκωτικών με την επιρροή του θρησκευτικού φανατισμού, τοποθετώντας τους ήρωές του στο πολυεθνικό 19ο διαμέρισμα του Παρισιού
- Ίσως όμως η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή της Γιασμίνα Χαντρά, ένα γυναικείο ψευδώνυμο, που διάλεξε ο αξιωματικός του αλγερινού στρατού Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ ενόψει των προβλημάτων, που θα του δημιουργούσε η συγγραφική του δραστηριότητα. Βεβαίως στη συνέχεια παραιτήθηκε και πλέον ζει στη Γαλλία, το ψευδώνυμο όμως αποδείχτηκε ανθεκτικό. Ο Χαντρά χρησιμοποιεί τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος με ήρωα τον Επιθεωρητή Λομπ για να μιλήσει και για τον ισλαμικό φανατισμό αλλά και για το αλγερινό παρακράτος ενώ στα τελευταία του βιβλία επεκτείνεται στην πολιτισμική αντιπαράθεση της Δύσης με τις αποικίες της.
 
7.          Επίλογος
Εντυπωσιακή όμως είναι και η θεσμική οργάνωση του μικρόκοσμου της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ούτε λίγο ούτε πολύ υπάρχουν 12 θεσμοθετημένα βραβεία γαλλόφωνου μυθιστορήματος, με σημαντικότερο το «Μεγάλο Βραβείο Αστυνομικής Λογοτεχνίας» αλλά και άλλα βραβεία για μεταφράσεις, βραβείο κοινού με εθνική ψηφοφορία υπό την επίβλεψη επιτροπών, τοπικά βραβεία (ακόμα και στο γαλλόφωνο Κεμπέκ του Καναδά !), ενώ το σημαντικότερο φεστιβάλ αστυνομικού μυθιστορήματος, το «Quais du Polar», διεξάγεται κάθε χρόνο στη Λυόν. Ακόμα υπάρχουν πολλά εργαστήρια συγγραφής, που οργανώνουν οι Δήμοι, άλλοι κοινωνικοί φορείς κλπ.
Η επιτυχία και απήχηση του γαλλικού και γαλλόφωνου αστυνομικού μυθιστορήματος αντανακλάται στον όγκο των μεταφράσεών του. Από μια πρόχειρη έρευνα μόνο στην ελληνική αγορά πλησιάζουν τις 250 οι  εκδόσεις γαλλόφωνων αστυνομικών μυθιστορημάτων, από τα οποία βεβαίως ορισμένα έχουν εξαντληθεί.