Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

Μια παγκόσμια ιστορία των υδρογονανθράκων


Το αργό, δηλαδή το ακατέργαστο, πετρέλαιο είναι υγρό πέτρωμα, μείγμα υδρογονανθράκων, δηλαδή ουσιών που περιέχουν κυρίως άνθρακα και υδρογόνο. Σχηματίστηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια από την αποσύνθεση νεκρών φυτικών και ζωικών μικροοργανισμών και βρίσκεται παγιδευμένο μέσα σε πορώδη πετρώματα στα ανώτερα στρώματα τού φλοιού της Γης. Οφείλει το όνομά του στον Γερμανό γεωλόγο Γκέοργκ Πάουερ, γνωστότερο με το εκλατινισμένο Αγκρίκολα, ο οποίος το 1546 χρησιμοποίησε έναν προϋπάρχοντα λατινικό όρο, σχηματισμένο από τα συνθετικά «petra», που καταλαβαίνετε τι σημαίνει, και «oleum», που σημαίνει λάδι, και έχουν αμφότερα αρχαιοελληνική προέλευση. Το φυσικό αέριο είναι αέριο μίγμα υδρογονανθράκων με βασικό συστατικό το μεθάνιο, το οποίο βρίσκεται σε υπόγειες κοιλότητες υπό υψηλή πίεση.
Η προϊστορία του πετρελαίου ανιχνεύεται σε διάφορες ιστορικές πηγές και φαίνεται ότι κάποιες μορφές πετρελαϊκών προϊόντων χρησιμοποιήθηκαν από τους λαούς της Κασπίας και της Μέσης Ανατολής και στη συνέχεια από τους Άραβες και τους Βυζαντινούς (το «υγρό πυρ»). Οι πρώτοι πάντως, που επιχείρησαν γεώτρηση πετρελαίου, ήταν οι Κινέζοι το 347 μ.Χ. ενώ μια πρωτόγονη εξορυκτική βιομηχανία λειτουργούσε ήδη από τον 10ο αιώνα στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν.
Η ραγδαία εξάπλωση του πετρελαίου
Αυτή συνδέεται άμεσα με τις τεχνολογικές καινοτομίες της Βιομηχανικής Επανάστασης  και ακόμα περισσότερο με τις πολιτικές και οικονομικές καινοτομίες του φορέα της, του ανερχόμενου καπιταλισμού. Σχηματικά θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι η σταδιακή πορεία της αντικατάστασης του κάρβουνου από το πετρέλαιο ως κύριας πηγής ενέργειας συμβάδισε με την αλλαγή στην παγκόσμια ηγεμονία, από την πλούσια σε άνθρακα Αγγλία στις πλούσιες σε πετρέλαιο Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν πρέπει επίσης να αγνοήσουμε τον ρόλο της τσαρικής Ρωσίας και αργότερα της Σοβιετικής Ένωσης.
Στις ΗΠΑ η πρώτη γεώτρηση έγινε στην Πενσυλβάνια το 1859 και πολύ σύντομα σε ηγετική φυσιογνωμία του κλάδου αναδείχθηκε ο Ροκφέλερ, ιδρυτής της εταιρίας Standard Oil Company, ενώ η πόλη Κλήβελαντ του Οχάϊο μετατράπηκε σε κέντρο της βιομηχανίας διύλισης, δηλ επεξεργασίας του πετρελαίου. Το 1900 η θυγατρική εταιρία Pacific Coast Oil Company (η μετέπειτα Chevron) άνοιξε το κεφάλαιο κοιτάσματα Καλιφόρνιας αλλά η μεγάλη ανατροπή έγινε το 1901 στο Τέξας με την ανακάλυψη του μεγαλύτερου κοιτάσματος των ΗΠΑ, που σήμανε την κατάργηση του μονοπωλίου του Ροκφέλερ και την ανάδυση και άλλων κολοσσών. Το 1910 η παραγωγή των ΗΠΑ ισοδυναμούσε μ’ αυτή όλου του υπόλοιπου κόσμου.
Στην απέναντι πλευρά του ωκεανού, η πρώτη γεώτρηση στο ρωσικό πλέον Αζερμπαϊτζάν έγινε το 1848 και η πετρελαϊκή βιομηχανία αναπτύχθηκε με έδρα το Μπακού χάρη σε 2 κυρίως οικογένειες, τους Νόμπελ και τους Ρότσιλντ. Το ίδιο συνέβη και στην Αυστροουγγαρία, όπου ο ο Πολωνός Ιγκνάσι Λουκασιέβιτς ίδρυσε στην πόλη Ουλαζόβιτσε, το σημερινό πολωνικό Γιάσλο, το πρώτο διυλιστήριο του κόσμου, παράγοντας κηροζίνη, αλλά και στη Ρουμανία, όπου το Βουκουρέστι έγινε η πρώτη μεγάλη πόλη που φωτίστηκε μ’ αυτή. Εξορυκτικές δραστηριότητες άρχισαν παράλληλα στην ολλανδική Ινδονησία, όπου έκανε κουμάντο η Royal Dutch Shell, το Μεξικό και τη Νότια Αμερική, όπου εισέδυσαν αμερικανικές εταιρίες.
Ένα πρώτο αποτέλεσμα ήταν ότι η κηροζίνη εξαφάνισε τις υπόλοιπες φωτιστικές επιλογές και ιδιαίτερα το λάδι της φάλαινας, άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι φάλαινες σώθηκαν χάρη στο πετρέλαιο. Βεβαίως η ανακάλυψη του ηλεκτρισμού ανέστειλε για λίγο τις φιλοδοξίες των βιομηχάνων αλλά μια νέα τεχνολογική καινοτομία, αυτή του κινητήρα εσωτερικής καύσης με τη χρήση του παραγώγου βενζίνη έδωσε την αποφασιστική ώθηση προς τα μπρος. Ήδη το 1900 στις ΗΠΑ κυκλοφορούσαν 8.000 αυτοκίνητα, που σε ελάχιστα χρόνια εξαπλώθηκαν αλματωδώς σ’ όλο τον κόσμο, ενώ αργότερα προστέθηκε η διάδοση του αεροπλάνου, που χρησιμοποιεί κηροζίνη. Καθοριστική ήταν επίσης και η επίδραση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που απαιτούσε μεγάλες μετακινήσεις οχημάτων.
Σταδιακά η πετρελαϊκή βιομηχανία έγινε η πρώτη πηγή ενέργειας στον κόσμο ενώ στον τομέα των μεταφορών, που παραμένει ο μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου, προστέθηκε και η βιομηχανία των πετροχημικών, που χρησιμοποιεί το πετρέλαιο ως πρώτη ύλη για πολλά χημικά προϊόντα, διαλύτες, λιπάσματα, φυτοφάρμακα, και συνθετικά, πλαστικά, απορρυπαντικά κλπ. Πρέπει πάντως να τονίσουμε ότι η οικονομική αξία των κοιτασμάτων ποικίλλει ανάλογα με πολλούς παράγοντες : τη σύσταση του πετρελαίου (ελαφριά ή βαρειά), την καθαρότητά του (αν περιέχει λ.χ. μεγάλες ποσότητες θείου), τη θέση του (επιφανειακό ή σε μεγάλο βάθος, χερσαίο ή θαλάσσιο, παράκτιο ή ωκεάνειο κλπ.), τη γεωλογική ή σεισμική δυσκολία της άντλησής του, τον βαθμό πολιτικής σταθερότητας ακόμα και το οικονομικό καθεστώς της εξόρυξης (υψηλή φορολογία ή αποικιακές συμβάσεις).
Μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Επανερχόμενοι στη γεωπολιτική, τα πιο πλούσια κοιτάσματα έχουν ανακαλυφθεί και πριν αλλά και μετά από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Γι’ αυτό και η Βρετανική Αυτοκρατορία, ελέγχοντας άμεσα μεν το Ιράκ και τα εμιράτα του Περσικού Κόλπου έμμεσα δε το Ιράν, παρέμεινε μέχρι και τη δεκαετία του ‘50 στο παιγνίδι. Στο Ιράν ας πούμε το Ενωμένο Βασίλειο και η Anglo-Iranian Oil Company, η πρόγονος της BP (British Petroleum), έφτασαν να αποκομίζουν πολύ περισσότερα κέρδη από όσα η ιρανική μοναρχία. Η διαδικασία όμως της απο-αποικιοποίησης και της ανάδυσης του Τρίτου Κόσμου συνοδεύτηκε από σημαντικές αλλαγές. Οι δυτικές εταιρίες, ήδη αποκλεισμένες από τα κοιτάσματα της Σοβιετικής Ένωσης και του Μεξικού, παρακολούθησαν την ίδρυση του ΟΠΕΚ, του Οργανισμού Χωρών Εξαγωγής Πετρελαίου, το 1960 και στη συνέχεια την ίδρυση κρατικών εταιριών και τις εθνικοποιήσεις σε αρκετές παραγωγούς χώρες (1951 Ιράν - κρατικοποίηση από την κυβέρνηση Μοσαντέχ)
Η κύρια πηγή εξελίξεων όμως ήταν το παλαιστινιακό ζήτημα και η διαμάχη των αραβικών κρατών με το Ισραήλ. Ο πρώτος σημαντικός σταθμός ήταν το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ από τον Νάσερ το 1956, που άνοιξε το δρόμο για την τεχνολογική καινοτομία των μεγάλων υπερπόντιων δεξαμενόπλοιων (τάνκερ) για τη μεταφορά του πετρελαίου. Το μεγάλο ταρακούνημα όμως ήρθε τη δεκαετία του ’70 με τις δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές κρίσεις, που μείωσαν δραματικά την προσφορά του πετρελαίου στην αγορά και αύξησαν κατακόρυφα την τιμή του. Η πρώτη ξέσπασε το 1973 κατά τη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, όταν οι αραβικές χώρες αποφάσισαν να σταματήσουν τις πωλήσεις πετρελαίου στις δυτικές, γιατί ενίσχυαν οικονομικά και στρατιωτικά το Ισραήλ. Η δεύτερη κρίση πυροδοτήθηκε το 1979 με την Περσική Επανάσταση και την εκδίωξη του Σάχη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, καταναλώνοντας εκείνη την εποχή πάνω από το 1/4 της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και όντας απόλυτα εξαρτημένες από τις εισαγωγές, αντέδρασαν με μαστίγιο και καρότο, με ένα συνδυασμό συνεργασίας και καταναγκασμού : αφενός στη σύναψη δεσμών αμοιβαίας εξάρτησης με τις μοναρχίες του Κόλπου και αφετέρου στη χρήση της πολεμικής τους μηχανής για τη στήριξη του Ισραήλ και τον εκμηδενισμό κάθε πιθανού αντίπαλου δέους. Η άμεση στρατιωτική παρουσία στην περιοχή μέσα από ένα πλέγμα αμερικανικών βάσεων και κυρίως οι δύο πόλεμοι εναντίον του Ιράκ είναι τα πιο απτά παραδείγματα. Από την πλευρά τους τα αραβικά καθεστώτα βρήκαν υπό την προστατευτική αγκάλη του μεγάλου χωροφύλακα την ασφάλεια για να διατηρήσουν τα μεγάλα τους κέρδη. Την 1η θέση παγκοσμίως μεταξύ των πετρελαϊκών εταιριών καταλαμβάνει η σήμερα 100 % κρατική σαουδαραβική Aramco (το όνομα σημαίνει Αραβο-αμερικανική Εταιρία), στην οποία η παραγωγή ενός βαρελιού αργού πετρελαίου στοιχίζει 2 δολάρια ενώ η χρηματιστηριακή τιμή πώλησής του είναι σήμερα πάνω από τα 67 δολάρια, καθιστώντας την πετρελαϊκή βιομηχανία μια από τις επικερδέστερες του κόσμου. Για να έχουμε μια εικόνα των μεγεθών ένα βαρέλι ισοδυναμεί με 159 λίτρα ή 42 αμερικάνικα γαλόνια (ή 0,15 ενός τόνου περίπου).
Γενικά, ολόκληρες χώρες προσανατόλισαν την οικονομική τους δραστηριότητα στο εξορυκτικό μοντέλο και οι κρατικές τους εταιρίες, ελέγχοντας μεγάλο τμήμα των κοιτασμάτων, ασκούν περισσότερη επιρροή στον καθορισμό των διεθνών τιμών. Απλά οι παραδοσιακές πολυεθνικές, αποκληθείσες στο παρελθόν και «μεγάλες αδελφές», διασφαλίζουν τα κέρδη τους χάρη στην επεξεργασία, τα παράγωγα του πετρελαίου και τα οργανωμένα δίκτυα πωλήσεων.
Οι ανταγωνισμοί της εποχής μας
Στα τέλη του 20ου αιώνα προέκυψαν νέες ευκαιρίες. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου τα ενεργειακά δίκτυα του ανατολικού συνασπισμού ήταν υπό τον έλεγχο της Σοβιετικής Ένωσης, που εξήγε τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις περιοχές της Κασπίας και της Κεντρικής Ασίας και τα διοχέτευε και στην αχανή χώρα και στους ευρωπαϊκούς δορυφόρους της. Η κατάρρευσή της άφησε πολλά ανεκμετάλλευτα κοιτάσματα στα χέρια νέων ανεξάρτητων κρατών. Το βασικό τους πρόβλημα ήταν η μεταφορά των ενεργειακών πόρων, μιας και οι χώρες αυτές είναι περίκλειστες και δεν έχουν πρόσβαση σε θαλάσσιους δρόμους και αγορές, πλην της κινέζικης. Ο κύριος στόχος της ρωσικής πολιτικής, στηριγμένος και στα πλούσια ρωσικά αποθέματα, ήταν να διατηρήσει τον έλεγχο της διακίνησης, που θα της επέτρεπε αφενός μεν να αγοράζει φτηνά από τα νέα κράτη αφετέρου δε να πουλάει ακριβά στις χώρες κατανάλωσης και έτσι να μετατρέπει την ενεργειακή εξάρτηση σε πολιτική. Ας έχουμε υπόψη ότι στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου την 1η θέση καταλαμβάνει η κρατική ρωσική εταιρία Gazprom. Από την αντίπαλη πλευρά, η υλοποίηση εναλλακτικών οδών μεταφοράς, που θα απέφευγαν το ρωσικό έδαφος, έγινε κεντρικό διακύβευμα των δυτικών χωρών και εταιριών. Αυτός είναι ο λεγόμενος «πόλεμος των αγωγών», ή κατά την προσφιλή ορολογία το «νέο μεγάλο παιγνίδι». Ο όρος «μεγάλο παιγνίδι» είχε γεννηθεί στη διάρκεια του 19ου αιώνα για να περιγράψει τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας για τον έλεγχο της Κεντρικής Ασίας και κυρίως του Αφγανιστάν, έναν έλεγχο, που αφορούσε εδάφη και εμπορικούς δρόμους. Αντίθετα, στο νέο «μεγάλο παιγνίδι» το λάφυρο είναι ο έλεγχος της μεταφοράς των ενεργειακών πόρων. Στον ανταγωνισμό αυτό δεν συμμετέχουν μόνο οι μεγάλες δυνάμεις αλλά και τα καθεστώτα της περιοχής και αρκετοί περιφερειακοί παίχτες (Περσία, Τουρκία, Πακιστάν κλπ.). Θα χρειαζόμασταν ολόκληρο βιβλίο για να περιγραφούν τα αντικρουόμενα σενάρια των αγωγών, μερικά υλοποιημένα, άλλα ήδη εγκαταλειμμένα και τα περισσότερα υπό διερεύνηση. Ήδη ο δημοσιευόμενος χάρτης του 2012 δεν είναι ακριβής. Ας συγκρατήσουμε πάντως δύο πράγματα : α) η οικονομική βιωσιμότητα των αγωγών προϋποθέτει συμφωνίες για την εγγύηση της τροφοδοσίας τους και β) ο κατάλογος των ενδιαφερόμενων καταναλωτών περιλαμβάνει και τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις της Ασίας, παραδοσιακές όπως η Ιαπωνία και αναδυόμενες όπως η Ινδία, άρα και τα σενάρια των διαδρομών ποικίλλουν.
Τέλος, η νέα ζώνη διεθνούς έντασης αφορά τη θάλασσα της Νότιας Κίνας και εμπλέκει την Κίνα, το Βιετνάμ, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες και την Ταϊβάν. Η Κίνα, η οποία στερείται σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, έχει αυξήσει ραγδαία τη ζήτηση και ήδη κατέχει τη δεύτερη θέση στην παγκόσμια κατανάλωση. Και εκτός από γιγαντιαία φράγματα, που κατασκευάζει με νεοαποικιακές συμφωνίες σε όλη την Αφρική, εκτός από αγωγούς είτε από τη Σιβηρία είτε από την Κεντρική Ασία, ενδιαφέρεται και για άμεση πρόσβαση στα κοιτάσματα των νησιών Σπράτλι. Να μη παραξενευτούμε λοιπόν, αν κάποια στιγμή δούμε αυτή την περιοχή στο προσκήνιο της διεθνούς επικαιρότητας.
Το φυσικό αέριο
Η ραγδαία αύξηση της σημασίας του φυσικού αερίου αντανακλά δύο παγκόσμιες διαδικασίες : Αφενός την αλλαγή στρατηγικής των μεγάλων εταιριών, που βλέπουν τα πετρελαϊκά αποθέματα να μειώνονται, και αφετέρου την εξελισσόμενη προσπάθεια απόκρουσης της κλιματικής αλλαγής και του φαινομένου του θερμοκηπίου, οφειλόμενου κυρίως στη χρήση στερεών καυσίμων. Μια σειρά από διεθνείς διασκέψεις με στόχο τη μείωση των αερίων εκπομπών είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο παγκόσμιο ενεργειακό μίγμα αλλά και την προώθηση του φυσικού αερίου, που θεωρείται - και είναι - φιλικότερο προς το περιβάλλον αλλά όχι και αθώο. Το βασικό πρόβλημα είναι πάντως η μεταφορά του. Χρειάζεται είτε υγροποίηση (μετατροπή δηλαδή σε LNG) για τη μεταφορά με δεξαμενόπλοια είτε διοχέτευση υπό υψηλή πίεση με αγωγούς.
Παράλληλα οι αμερικανικές αρχικά εταιρίες εφάρμοσαν και νέες, μη συμβατικές, μεθόδους εξόρυξης, χωρίς να πτοούνται ιδιαίτερα από κλιματικούς στόχους. Εξάλλου ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ χαρακτηρίζει «απάτη» την κλιματική αλλαγή ! Η νέα «Μεγάλη Ιδέα» της εποχής μας ακούει στο όνομα fracking, που στα ελληνικά αποδίδεται ως υδραυλική ρωγμάτωση, και αποτελεί μια μέθοδο όχι εξόρυξης κοιτασμάτων αλλά άντλησης αερίου και πετρελαίου, που βρίσκονται έγκλειστα σε σχιστολιθικά πετρώματα, με τη διοχέτευση νερού και χημικών ουσιών μέσα σ’ αυτά και τη διάσπασή τους. Επεκτείνεται ραγδαία και οι Ηνωμένες Πολιτείες έφθασαν, από το 1 % των ενεργειακών τους αναγκών το 2000, σήμερα να καλύπτουν μ’ αυτό πάνω από το 20 %. Έγιναν δηλαδή ξανά εξαγωγική χώρα όχι μόνο παραγώγων αλλά και αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, πράγμα που έχει μειώσει και τη γεωπολιτική αξία της Μέσης Ανατολής. Είναι μακράν η πιο καταστροφική περιβαλλοντικά μέθοδος και έχει προκαλέσει μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον της. Το ωραίο είναι ότι οι υπέρμαχοί του έχουν ιδρύσει ένα «Κέντρο Βιώσιμης Σχιστολιθικής Ανάπτυξης», που αποτελεί τον μεγαλύτερο ευφημισμό της σύγχρονης εποχής ! Το ανησυχητικό είναι ότι το fracking αρχίζει να διαδίδεται και σε άλλες χώρες και μάλιστα και σε κάποιες ευρωπαϊκές (Μεγάλη Βρετανία, Πολωνία, Ουκρανία κλπ.).
Ο βαλκανικός & μεσογειακός περίγυρος
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, κυρίως η Γερμανία, η Ιταλία και οι τέως ανατολικές χώρες, καλύπτει σήμερα το 1/3 των ενεργειακών αναγκών της από τις ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου. Συνεπώς ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ των κοιτασμάτων, ρωσικών, αζερικών, τουρκμενικών κλπ., και των χωρών κατανάλωσης αποκτά γεωπολιτική σημασία λόγω της σχεδιαζόμενης διέλευσης αγωγών. Οι πιθανές νότιες διαδρομές των υδρογονανθράκων συναντούν τα κράτη του Καυκάσου, την Τουρκία και τα Βαλκάνια. Η Ρωσία προσπαθεί να διατηρήσει τον ηγεμονικό της ρόλο και με αύξηση των υποδομών αλλά και με διπλωματικές και στρατιωτικές πιέσεις. Δεν στερείται επιτυχιών, όπως αποδεικνύουν η κρίση της Γεωργίας αλλά και η πρόσφατη συμφωνία με την Τουρκία για την κατασκευή και δεύτερου αγωγού στον Εύξεινο Πόντο, που έχει συμβάλει και στην προσέγγιση των δύο χωρών στο συριακό πρόβλημα. Στα Βαλκάνια όμως, όπου το μόνο σοβαρό πολιτικό στήριγμα για την Ρωσία παραμένει η Σερβία, τα δυτικά χαρτιά οικονομικής ενσωμάτωσης και κυρίως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύονται ισχυρότερα. Τα εναλλακτικά σχέδια των αγωγών αφορούν κυρίως τον ήδη κατασκευαζόμενο ΤΑΡ για τη μεταφορικά αερίου από το Αζερμπαϊτζάν μέσω Τουρκίας, Ελλάδας και Αλβανίας στην Ιταλία και τους διασυνδετήριους πλευρικούς του για την τροφοδοσία της εσωτερικής βαλκανικής αγοράς, τον ελληνοβουλγαρικό IGB και τον Ιόνιο – Αδριατικό ΙΑΡ, που θα εκκινεί από την Αλβανία, και θα συνδέει Μαυροβούνιο, Βοσνία και Κροατία. Για τον πρόσφατα νεκραναστημένο ελληνο-ιταλικό ΙGΙ Ποσειδών θα γράψω στη συνέχεια.
Το νέο μεγάλο πεδίο διεθνούς ανταγωνισμού είναι τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου το κράτος του Ισραήλ αναδεικνύεται ως ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ και των δυτικών εταιριών, κυρίως της αμερικανικής Exxon Mobil και δευτερευόντως της γαλλικής Total και της ιταλικής ΕΝΙ. Σε ρόλους δευτεραγωνιστών συμμετέχουν η Ελλάδα, η Κύπρος και η Αίγυπτος ενώ τον βασικό ρόλο του «κακού γείτονα» τον κρατάει η Τουρκία. Τα αποτελέσματα των ερευνών μέχρι στιγμής έχουν δείξει ένα πολύ μεγάλο κοίτασμα στην Αίγυπτο, το Zohr στα ανοιχτά των εκβολών του Νείλου, ένα μεγάλο στα ανοιχτά του Ισραήλ, το Λεβιάθαν, και 3 μάλλον μέτρια στα κυπριακά οικόπεδα. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αυτών προϋποθέτει τη μεταφορά τους, είτε μέσω του αγωγού East Med, που θα περνάει και από όλη τη Δυτική Ελλάδα, είτε με υγροποίηση και θαλάσσια μεταφορά. Γι’ αυτό και σχεδιάζονται και νέοι τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου στα παράλια της Ελλάδας (ήδη κατασκευάζεται στην Αλεξανδρούπολη ενώ προβλέπονται στην Καβάλα και στη Θεσπρωτία) και της Κροατίας. Στο πλαίσιο αυτό ο ελληνο-ιταλικός Ποσειδών, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα σχετίζεται και με το σχέδιο των εξορύξεων στην Ήπειρο, θα συνδέεται με τον EastMed και στο χερσαίο τμήμα του μπορεί να έχει και αντίστροφη φορά, ανάλογα με τη ζήτηση και την προσφορά.
Ολοκληρώνω τη βαλκανική παρένθεση με μια αναφορά στις εξορυκτικές δραστηριότητες. Εκτός από τη Ρουμανία, όπου συμπλήρωσαν 150 χρόνια, από τη δεκαετία του ’60 κλιμακώθηκαν σε μεγάλη έκταση στην Αλβανία και σε μικρότερη στη Γιουγκοσλαβία ενώ η Ελλάδα μπήκε στο παιγνίδι με την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων του Πρίνου από τη δεκαετία του 1970 (Η φτωχή σε κοιτάσματα Βουλγαρία στράφηκε στα πυρηνικά εργοστάσια). Για να βλέπουμε πάντως τη μεγάλη εικόνα, οι έρευνες δεν περιορίζονται στη Δυτική Ελλάδα αλλά σήμερα γίνονται σχεδόν παντού στα υπόλοιπα Βαλκάνια, και θαλάσσιες στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα και χερσαίες.
Υπάρχει προοδευτικός εξορυκτισμός ;
Η πρόσφατη καπιταλιστική κρίση και η παγίδευση πολλών χωρών στη μέγγενη του δημόσιου χρέους, με την Ελλάδα ασφαλώς μεταξύ των πρώτων, έδωσε νέες ευκαιρίες στο πολυεθνικό εξορυκτικό κεφάλαιο, που συνεχίζει να χρησιμοποιεί τον γνωστό συνδυασμό πιέσεων και εκμαυλισμού απέναντι σε κυβερνήσεις, πρόθυμες κατά τα λοιπά να υποδυθούν το δικό τους ρόλο, του υπερασπιστή της «ανάπτυξης», του «εθνικού συμφέροντος» κλπ. Μπορούν εξάλλου να υπολογίζουν πάντα στην ενεργητική στήριξη εθνικών και διεθνών μηντιακών και κυρίως ακαδημαϊκών δικτύων.
Θα πρέπει ωστόσο να μη παραλείψω ότι κυρίως στη Λατινική Αμερική (Βενεζουέλα, Βολιβία και Εκουαδόρ) έγινε όντως προσπάθεια να εφαρμοστεί ένα εναλλακτικό μοντέλο, ο αποκληθείς «προοδευτικός εξορυκτισμός», με έμφαση στις εθνικοποιήσεις, την αξιοποίηση των εσόδων από το πετρέλαιο σε προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας και αναδιανομής και παράλληλα με την εκφώνηση ενός «πατριωτικού» λόγου για την υπεράσπιση της εθνικής ανάπτυξης και κυριαρχίας.
Στην πραγματικότητα όμως όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις αποδείχτηκαν ανίκανες και απρόθυμες να ελέγξουν τις εξορυκτικές δραστηριότητες, όποιος και αν ήταν ο φορέας τους, και οι δυσμενείς επιπτώσεις παρατηρήθηκαν σ’ όλα τα μοντέλα και σ’ όλες περιπτώσεις εξορύξεων. Το μεγάλο πρόβλημα του εξορυκτικού μοντέλου αποδείχθηκε η ευπάθειά του απέναντι στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις των τιμών των πρώτων υλών, η λεγόμενη «ολλανδική ασθένεια». Σε κάθε άνοδο των τιμών ή σε κάθε ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων, η έκρηξη των εσόδων επανεπενδύεται σε συγκεκριμένους τομείς, άμεσα συνδεδεμένους με την εξορυκτική βιομηχανία, ενώ την ίδια ώρα η αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του νομίσματος οδηγεί στην εγκατάλειψη ολόκληρων παραγωγικών κλάδων, μιας και τα προϊόντα τους μπορούν πλέον να εισαχθούν σε φθηνότερες τιμές. Όμως η άνοιξη των ψηλών τιμών δεν διαρκεί για πάντα και η μονοκαλλιέργεια και ανισορροπία της οικονομίας εγκυμονεί μεγάλα προβλήματα και δημιουργεί φτώχεια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα : Πριν από την πετρελαϊκή άνθηση της δεκαετίας του ’70 η Βενεζουέλα είχε το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα της Νότιας Αμερικής. Ύστερα από 50 χρόνια η εικόνα εκατομμυρίων οικονομικών προσφύγων στα σύνορα με την Κολομβία και τη Βραζιλία είναι αρκούντως διδακτική ότι το όραμα της μετατροπής του ορυκτού πλούτου σε κοινωνική ευημερία αποτελεί φαντασίωση. Η πρόσκαιρη βελτίωση των οικονομικών δεικτών απλώς κρύβει τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανισορροπία. Και καθώς η διαφθορά ανθεί, κάποιες εγχώριες ελίτ μπορεί να πλουτίζουν αλλά οι τοπικές κοινωνίες μπαίνουν σε ένα καθοδικό σπιράλ εξαθλίωσης, από το οποίο είναι αδύνατο να βγουν.
Στο βιβλίο του «Οι πόλεμοι του αύριο» ο γεωπολιτικός Πασκάλ Μπονιφάς κατατάσσει το πετρέλαιο σε μια από τις βασικές πηγές συρράξεων στη σύγχρονη εποχή, πράγμα που αποδεικνύουν οι διαρκείς συγκρούσεις και στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία για την περιφρούρηση ή τη διεκδίκηση ενεργειακών πηγών. Και πριν από τις συγκρούσεις όμως η στρατιωτικοποίηση και η θυσία πολύτιμων πόρων στο βωμό των πολεμικών μηχανών επιβεβαιώνουν το δυσανάλογο κόστος του εξορυκτικού μοντέλου.    
Ατυχήματα και καταστροφές α) θαλάσσιες
Μια δυσμενέστατη συνέπεια των εξορύξεων, και σε καιρό ειρήνης, είναι φυσικά το βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές. Οι θάνατοι και οι τραυματισμοί από δυστυχήματα είναι σε παγκόσμιο επίπεδο οι περισσότεροι από κάθε άλλο βιομηχανικό κλάδο, ξεκινούν από παλιά και συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό στις μέρες μας, όπου υποτίθεται πως εφαρμόζονται «σύγχρονες» μέθοδοι. Τα περισσότερα από αυτά συνδέονται με τις θαλάσσιες εξορύξεις, όπου και οι καιρικές συνθήκες, οι άνεμοι κλπ., είναι πιο δύσκολες και διέξοδοι διαφυγής δεν υπάρχουν. Ο μεγαλύτερος φόρος αίματος πληρώθηκε το 1988 στη Βόρεια Θάλασσα, στα ανοιχτά της Σκωτίας, όταν 167 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους μετά από έκρηξη στην πλατφόρμα άντλησης πετρελαίου Piper Alfa.
Η βασική συνέπεια των θαλάσσιων εξορύξεων είναι οι ανεξέλεγκτες διαστάσεις των περιστατικών ρύπανσης με πιο εμφατικές περιπτώσεις :
- το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου Valdez της εταιρίας Exxon στις ακτές της Αλάσκας το 1989 (μπορεί επομένως τον 19ο αιώνα το πετρέλαιο να έσωσε πολλές φάλαινες αλλά εξόντωσε άλλες τον 20ο !)
- το άδειασμα τεράστιων ποσοτήτων από τις εγκαταστάσεις του Κουβέϊτ στη θάλασσα κατά την υποχώρηση του ιρακινού στρατού, προκειμένου να αποτρέψει αμερικανική επίθεση το 1991 (που συνοδεύτηκε και από την fake τηλεοπτική εικόνα του κορμοράνου)
- το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου Prestige του ρωσικού ομίλου Alfa Group στις ισπανικές ακτές του Βισκαϊκού κόλπου το 2002
- και την έκρηξη σε πλωτή εξέδρα άντλησης Deepwater Horizon της BP στον κόλπο του Μεξικού το 2010, που δημιούργησε μια πετρελαιοκηλίδα μεγαλύτερη από την έκταση της Ελλάδας και προκάλεσε ανυπολόγιστη ζημιά στα θαλάσσια και στα παράκτια χερσαία οικοσυστήματα και ανεργία στον πρωτογενή τομέα. Πρόκειται για το μεγαλύτερο μέχρι στιγμής περιστατικό θαλάσσιας ρύπανσης στην ιστορία.
Μια ακόμη σημαντική πληροφορία είναι ότι κυκλοφορούν σήμερα πάνω από 7.000 γιγαντιαία δεξαμενόπλοια μεταφοράς και δεκάδες χιλιάδες μικρότερα, συχνά με σημαίες ευκαιρίας, ελλιπείς προδιαγραφές και παραβίαση τόσο των κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας όσο και της εργατικής νομοθεσίας. Όπως γνωρίζετε, στον κλάδο πρωταγωνιστεί και το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο ενίοτε συνδυάζει τη δραστηριότητα αυτή με άλλες επικερδέστερες (βλ. Noor 1). Τα πιο πολυσύχναστα θαλάσσια περάσματα είναι μακράν τα στενά του Χορμούζ στην είσοδο του Περσικού κόλπου και ο πορθμός της Μαλάκκας. Όλα αυτά τα πλοία διεκδικούν και διατηρούν σταθερό μερίδιο στη ρύπανση, καθώς, κάθε φορά που αδειάζουν το φορτίο τους, γεμίζουν με θαλασσινό νερό για να διατηρήσουν την ευστάθειά τους. Αυτό το νερό ξεπλένει τα υπολείμματα του πετρελαίου και καταλήγει φυσικά πίσω στη θάλασσα πριν από την επόμενη φόρτωση.
β) χερσαίες
Οι χερσαίες εξορύξεις από την άλλη επιφέρουν εξάντληση και κυρίως ρύπανση των υδατικών πόρων, επιφανειακών και υπόγειων. Η Ναόμι Κλάϊν έχει γράψει ότι στην πραγματικότητα το αντιεξορυκτικό κίνημα δεν είναι τόσο ένα κίνημα κατά των ορυκτών καυσίμων όσο υπέρ του νερού. Πέραν αυτού παρατηρούνται :
- ρύπανση γεωργικής γης από διαρροές και ανεξέλεγκτη απόθεση των αποβλήτων της εξόρυξης
- παραγωγή τοξικών αποβλήτων από τη χρήση χημικών ουσιών
- συνεχή επεισόδια εκρήξεων με μεγάλες περιβαλλοντικές συνέπειες
- άνοδος σεισμικότητας
- προβλήματα υγείας και τρομακτική αύξηση των καρκίνων
- καταστολή και εκδίωξη των τοπικών κοινοτήτων.
Τέτοια φαινόμενα δεν αφορούν μόνο τον Τρίτο Κόσμο αλλά και την καρδιά της Ευρώπης, λ.χ. στην Περιφέρεια Μπαζιλικάτα της Ιταλίας. Προσθέτω ένα παράδειγμα από το κάποτε ελπιδοφόρο Εκουαδόρ, όπου για διαρροή αποβλήτων στη ζούγκλα της Αμαζονίας κατηγορούνται και η πολυεθνική Texaco και η κρατική PetroΕcuador. Ωστόσο η πιο ακραία περίπτωση ρύπανσης και καταστροφής, με υπεύθυνη τη Shell, έχει συμβεί στη Νιγηρία, στους ευαίσθητους υγρότοπους του Δέλτα του Νίγηρα. Η κρατική καταστολή των λαϊκών αντιστάσεων έφτασε μέχρι τον απαγχονισμό 9 περιβαλλοντικών αγωνιστών με επικεφαλής τον εμβληματικό συγγραφέα Κεν Σάρο Ουίουα το 1995.
γ) Το «φιλικό» φυσικό αέριο
Οι δικές του συνέπειες μπορεί να μην έχουν τέτοια σημειακή ένταση αλλά είναι διάχυτες σε μεγάλη έκταση. Η διέλευση των μεγάλων αγωγών δεσμεύει τεράστιες εκτάσεις γεωργικής γης και υποβαθμίζει οικοτόπους. Πάνω απ’ όλα το συμπιεσμένο αέριο εγκυμονεί ένα διαρκή κίνδυνο έκρηξης και είναι υπεύθυνο για μια σειρά από πολύνεκρα ατυχήματα, το 1993 στη Βενεζουέλα, το 2004 στην Αλγερία και αλλού. Η φονικότερη έκρηξη αερίων υδρογονανθράκων καταγράφηκε το 1989 κοντά στην πόλη Ούφα της Σιβηρίας, όταν η διαρροή σε αγωγό υγραερίου κοντά σε σιδηροδρομική γραμμή προκάλεσε ανάφλεξη από τους σπινθήρες της μηχανής ενός διερχόμενου τραίνου με αποτέλεσμα τον θάνατο 462 ατόμων. Απλώς η καταστροφή επισκιάστηκε μπροστά στο ολοκαύτωμα του Τσερνόμπιλ. Ας μη ξεχνάμε επίσης ότι μια διαρροή μεθανίου, πολύ συχνή στο fracking, προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας 23 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ξέρουμε ότι είναι άλλο πράγμα η χρήση του φυσικού αερίου ως θερμαντικού μέσου και άλλο ως καύσιμης ύλης στη βιομηχανία.
Συμπέρασμα
Το εξορυκτικό μοντέλο απεικονίζει πολύ παραστατικά την αγριότητα και την καταστροφική τάση του καπιταλισμού. Οι προσπάθειες ελέγχου και μετριασμού, όπως λ.χ. οι νέοι κανονισμοί για τα δεξαμενόπλοια ή η νομοθετική απαγόρευση του fracking σε ορισμένες χώρες, κυρίως ευρωπαϊκές, αποδεικνύονται πολύ λίγες μπροστά στο αδυσώπητο κυνήγι του κέρδους και της δύναμης. Ενημερωτικά, το fracking έχουν απαγορεύσει Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Βουλγαρία και πρόσφατα και η Ελλάδα αν και μ’ ένα στρεβλό τρόπο - δηλαδή δεν απαγόρευσε τη μέθοδο αλλά όρισε ότι, υπό το ισχύον πλαίσιο, τα σχιστολιθικά κοιτάσματα δεν είναι υδρογονάνθρακες, που επιστημονικά είναι. Ίσως μεγαλύτερη αξία έχει η μάχη για την πλήρη απαγόρευση ακόμη και των συμβατικών εξορύξεων, που έχει πετύχει κάποιες νίκες : απαγόρευση των χερσαίων στη Δανία, των θαλάσσιων στη Νέα Ζηλανδία και τη Μπελίζ της Κεντρικής Αμερικής, όλων στη Γαλλία αλλά από το 2040, μορατόριουμ στις θαλάσσιες στην τουριστική Κροατία, θέσπιση απαγορευμένων ζωνών στην Ισπανία, ύστερα από μεγάλους αγώνες, στα Κανάρια νησιά και τις Βαλεαρίδες, στην Πορτογαλία κλπ. Κινήματα πάντως εξακολουθούν να γεννιούνται όχι μόνο εναντίον των εξορύξεων αλλά και των αγωγών (όπως π.χ. το αντι-ΤΑΡ κίνημα στην Απουλία της Νότιας Ιταλίας ή παλιότερα στην Πέρδικα της Θεσπρωτίας).
Το σίγουρο είναι ότι η ιστορία του «μαύρου χρυσού» ναι μεν πλησιάζει προς τη δύση της αλλά θα εξακολουθήσει να γράφεται για αρκετές δεκαετίες ακόμα. Η επιτάχυνση του τέλους εξαρτάται κυρίως από την αντίσταση των ανθρώπων και των κοινωνιών, κυρίως εκείνων που έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπες με τον εφιάλτη, όπως η δική μας.
Πάνω απ’ όλα οφείλουμε να προβληματιστούμε για το μέλλον της ενέργειας σε μια άλλη κοινωνία. Ακόμα κι’ αν η ενέργεια, που καταναλώνουν οι άνθρωποι για τις ατομικές τους ανάγκες, είναι μικρή σε σύγκριση μ’ αυτή, που απαιτεί καθημερινά η βιομηχανία και κυρίως η πολεμική μηχανή, αξίζει να προσπαθήσουμε για μια συνολική αλλαγή προτύπων και για τη θέσμιση μορφών συλλογικής ιδιοκτησίας και κοινωνικού ελέγχου και των φυσικών πόρων και των τεχνολογικών εξελίξεων.