Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2025

Το στοίχημα του Βελισσαρίου

 


 Το στρατόπεδο Βελισσαρίου ή Βελισσάριο, όπως το αποκαλούμε συχνά στα Γιάννενα, είναι σήμερα, μετά από την εκκένωσή του από το στρατιωτικό προσωπικό, μια κενή έκταση 580 στρεμμάτων στη νότια είσοδο της πόλης. Η ιδιότητά του ως προνομιακού οικοπεδικού φιλέτου αλλά και η διεκδίκησή του για τις ανάγκες της πόλης θα καθορίσουν το μέλλον του.

Ας αρχίσουμε όμως από το παρελθόν : Η ονομασία του ανατρέχει στις τελευταίες μέρες του πρώτου Βαλκανικού πολέμου, όταν ναι μεν είχε επισφραγιστεί η νίκη των Βαλκανίων συμμάχων και η ανακωχή του Νοεμβρίου του 1912 οδηγούσε στη Διάσκεψη του Λονδίνου, αλλά έμενε σε εκκρεμότητα το μέλλον τριών, κρίσιμων για την ατζέντα των εδαφικών διεκδικήσεων, οθωμανικών πόλεων, που εξακολουθούσαν υπό ασφυκτική πίεση χρόνου να πολιορκούν, οι σύμμαχοι - τα Γιάννενα οι Έλληνες, την Αδριανούπολη οι Βούλγαροι και τη Σκόδρα Μαυροβούνιοι και Σέρβοι. Η οθωμανική άμυνα των Ιωαννίνων, συνιστάμενη σε μια σειρά οχυρών στους ορεινούς όγκους γύρω από το λεκανοπέδιο με σημαντικότερο το «απόρθητο» Μπιζάνι, είχε αποκρούσει επιτυχώς τις ελληνικές επιθέσεις. 

 

Μέχρι τη στιγμή που ο Ταγματάρχης Βελισσαρίου, επικεφαλής μικρής σχετικά δύναμης και παρακούοντας τις εντολές του Επιτελάρχη Βασιλιά Κωνσταντίνου, διείσδυσε παράτολμα από το ύψωμα της Μανωλιάσσας και τη βαλτώδη τότε έκταση της Λαγκάτσας στην καρδιά του λεκανοπεδίου και διέκοψε την τηλεγραφική επικοινωνία μεταξύ Μπιζανίου και Ιωαννίνων. Θεωρώντας ότι το Μπιζάνι έπεσε, οι οθωμανικές αρχές αποφάσισαν να παραδώσουν την πόλη και στις 21 Φεβρουαρίου του 1913 ο ελληνικός στρατός παρέλασε στα Γιάννενα. O Βελισσαρίου βέβαια δεν έζησε για να απολαύσει τη δημόσια αναγνώριση, αφού λίγο αργότερα σκοτώθηκε στη μάχη της Κρέσνας, την τελευταία του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου εναντίον των Βουλγάρων.

Τιμήθηκε ωστόσο δεόντως μετά θάνατον, καθώς διάφοροι δρόμοι αλλά και δύο στρατόπεδα  - το δεύτερο είναι η Σχολή Πεζικού στη Χαλκίδα, λόγω της καταγωγής του από την Κύμη – φέρουν το όνομά του. Αυτό των Ιωαννίνων ιδρύθηκε το 1958 με αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών περιουσιών, ενσωματώνοντας και κάποια προϋφιστάμενα κτίσματα της περιοχής, όπως το διώροφο οθωμανικό Πολυτεχνείο (Ισλαχανέ), μια τεχνική σχολή του 19ου αιώνα, που έχει κηρυχθεί διατηρητέο. 


Οι εκατοντάδες των στρατοπέδων, που ιδρύθηκαν δίπλα, ή και μέσα, στον αστικό ιστό των ελληνικών πόλεων στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, προφανώς δεν εξυπηρετούσαν «αμυντικές» ανάγκες – αντίθετα, μετέτρεπαν τις πόλεις σε στόχους - αλλά ήταν χρήσιμες για την επιτήρηση του «εσωτερικού εχθρού» και επιπλέον εξασφάλιζαν βολικές συνθήκες για το στρατιωτικό προσωπικό. Η πτώση του μετεμφυλιακού κράτους το 1974, η εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 1981 και η κατάρρευση των ανατολικοευρωπαϊκών καθεστώτων το 1989-90, και του μπαμπούλα του «από Βορρά κινδύνου», δημιούργησαν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη διεκδίκηση πολλών στρατιωτικών εκτάσεων από την Τοπική Αυτοδιοίκηση τις επόμενες δεκαετίες, που κλιμακώθηκε με ψηφίσματα της ΚΕΔΚΕ, δημιουργία Πανελλαδικού δικτύου διεκδίκησης κλπ. Κάποιες από τις διεκδικήσεις ευοδώθηκαν, οι περισσότερες όμως όχι, καθώς προσέκρουσαν στην αντίδραση του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και των στρατιωτικών λόμπυ. Ως επίσημος λόγος προβάλλεται η μερική οικοπεδοποίηση των στρατοπέδων για τις ανάγκες του «στεγαστικού προγράμματος των ενόπλων δυνάμεων», όπως το έχει θέσει κομψά και ο σημερινός Υπουργός Δένδιας. Στην ουσία όμως, όπως μας ενημέρωσε πρόσφατα (13/7/2025) και ο ιστότοπος tourismtoday.gr., το τελευταίο κυρίως διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σχέδιο «Army Real Estate», κερδοσκοπικής δηλαδή οικοπεδοποίησης, σύμφωνα με το «μοντέλο της Εκκλησίας».

Το Βελισσάριο γνώρισε ένα διάστημα κινητικότητας το 2008-2009, κινηματικής αλλά και «αναπτυξιακής» με τον τότε Δήμαρχο Γκόντα να ρίχνει την ιδέα να γίνει εκεί γήπεδο του ΠΑΣ Γιάννενα ! Το Ρυθμιστικό Σχέδιο του 2008 πάντως, το οποίο ωστόσο ουδέποτε θεσμοθετήθηκε, προέβλεπε τη δημιουργία πάρκου πρασίνου, πολιτισμού και διοικητικού κέντρου. Η συζήτηση συνεχίστηκε αποραδικά αλλά αυτό, που την πυροδότησε σε πιο ρεαλιστική βάση, ήταν η περυσινή εξαγγελία της κατάργησης 132 στρατοπέδων (από τα 837 συνολικά !) από τον Δένδια, του Βελισσαρίου συμπεριλαμβανομένου, η οποία υλοποιήθηκε με γοργούς ρυθμούς. Παρά το ότι ο ιδιοκτησιακός ρόλος του Υπουργείου και των αντίστοιχων φορέων διαχείρισης και αξιοποίησης (υπό τα σημερινά τους ονόματα ΤΑΕΘΑ και ΦΑΑΕΔ) είναι οχυρωμένος νομοθετικά, τίποτε δεν αποκλείει την παραχώρηση με πολιτική απόφαση, όπως έγινε πρόσφατα με την εκποίηση των 51 στρεμμάτων του στρατοπέδου Μαρκοπούλου στον Δήμο Χανίων έναντι του, προφανώς συμβολικού, τιμήματος των 2 εκατομμυρίων ευρώ. Στην περίπτωσή μας μάλιστα υπάρχει η δημόσια δέσμευση, και μάλιστα δύο φορές κατά την προεκλογική περίοδο του 2023, του ίδιου του Μητσοτάκη, ότι ΟΛΟΚΛΗΡΟ το Βελισσαρίου θα παραχωρηθεί στον Δήμο Ιωαννιτών. Η σημερινή δημοτική αρχή, το ΤΕΕ Ηπείρου και τα περισσότερα κόμματα και παρατάξεις στηρίζουν τη διεκδίκηση της συνολικής παραχώρησης και δημόσιας χρήσης με ανοιχτούς και κλειστούς κοινόχρηστους χώρους. Τον όρο «πάρκο Βελισσαρίου», χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, έχει υιοθετήσει και το εν ισχύϊ Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Ηπείρου του 2018.

Η διεθνής εμπειρία της δεύτερης ζωής των πρώην στρατιωτικών εκτάσεων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία τόσο σε ό,τι αφορά το είδος της χρήσης όσο και τον υπεύθυνο της διαχείρισης. Αλλού έχουν φιλοξενήσει στεγαστικά προγράμματα, αλλού κοινωνικές υποδομές - λ.χ. στη Βαρκελώνη, τη Βερόνα και τη σουηδική Κάρλσκρουνα έχουν αναπτυχθεί πανεπιστημιακά ιδρύματα -  αλλού έχουν διατηρηθεί ως ιστορικοί χώροι και αλλού έχουν μετατραπεί σε χώρους πρασίνου και αναψυχής. Μια ενδιαφέρουσα πτυχή είναι η δημιουργία τουριστικών μύθων στους χώρους τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ελεύθερη πόλη» της Χριστιάνια στην Κοπεγχάγη, που ξεκίνησε το 1971, όταν μια ομάδα πολιτών κατέλαβε μια αχρησιμοποίητη στρατιωτική έκταση και έδωσε το σύνθημα για μια μεγάλη συγκέντρωση οπαδών του εναλλακτικού τρόπου ζωής και κοινωνικής οργάνωσης. Η σύγκρουση με το δανέζικο κράτος, συνήθως στο όνομα της καταπολέμησης των ναρκωτικών, κράτησε πολλά χρόνια αλλά η Χριστιάνια επέζησε και μετατράπηκε σε πόλο προσέλκυσης αμφισβητιών απ’ όλο τον κόσμο. Σήμερα πάντως, παρότι εξακολουθεί να μυρίζει συχνά χασίς, η επίδραση του mainstream τουρισμού έχει αφαιρέσει σε μεγάλο βαθμό το παλιό αγωνιστικό πνεύμα.

Η Μετέλκοβα από την άλλη ήταν ένα στρατόπεδο του ομοσπονδιακού γιουγκοσλαβικού στρατού στη Λιουμπλιάνα, που πολιορκήθηκε από τους διαδηλωτές κατά τη διακήρυξη της σλοβένικης ανεξαρτησίας το 1991. Οι πολίτες παρέμειναν στον χώρο και στη συνέχεια και τον μετέτρεψαν σε κέντρο εναλλακτικής σκηνής και κουλτούρας. Την ημέρα η Μετέλκοβα φιλοξενεί καλλιτεχνικά εργαστήρια, θεατρικές ομάδες, γκαλερί και τρία μουσεία και τη νύχτα κάθε είδους μουσική τάση σε επτά διαφορετικούς χώρους

 

Επιστρέφοντας στα καθ’ ημάς, το θέμα είναι ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες και Υπουργοί εμφανίζονται εξαιρετικά απρόθυμοι να υλοποιήσουν την πρωθυπουργική δέσμευση. Το δε τοπικό πολιτικό προσωπικό της ΝΔ, σε ανοιχτή γραμμή μαζί τους, επιδίδεται σε τακτικές κινήσεις υπονόμευσης. Είναι απίστευτη η προθυμία του Περιφερειάρχη Ηπείρου Καχριμάνη να αμφισβητήσει τις υποσχέσεις Μητσοτάκη, παρά την ύπαρξη των βίντεο, που τον διαψεύδουν (βλ. https://www.epiruspost.gr/i-yposchesi-toy-mitsotaki-gia-to-veliss/), ενώ η βουλεύτρια Ιωαννίνων Κεφάλα έσπευσε να καταθέσει πρόταση μεταφοράς του αστυνομικού μεγάρου στο Βελισσάριο, αβαντάροντας την πελατειακή «σαλαμοποίηση» ως μέσο αποδυνάμωσης της συνολικής παραχώρησης.

 

Από την άλλη πλευρά, το νεοσυσταθέν «Συντονιστικό συλλογικοτήτων & πολιτών – Αγώνας για Αστικό Πάρκο στο Βελισσάριο», που, εμπνευσμένο από το παράδειγμα της ΔΕΘ Θεσσαλονίκης, έχει συζητήσει και τη συλλογή υπογραφών με στόχο τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αντιτίθεται σε κάθε σχέδιο οικοδόμησης και προβάλλει το σύνθημα «Κανένα κτίριο στο Βελισσάριο». Είναι ευνόητες οι ευεργετικές συνέπειες της ανάπτυξης υπαίθριων δημόσιων χώρων, και ιδιαίτερα υψηλού πρασίνου, στις πυκνά και άναρχα δομημένες ελληνικές πόλεις. Ειδικά το Βελισσάριο έχει την τύχη να συνορεύει με το ήδη υφιστάμενο δημοτικό Πάρκο Πυρσινέλλα και η προοπτική της συνένωσης - και της ανάπτυξης πρασίνου στο γυμνό σήμερα στρατόπεδο - θα δημιουργούσε ένα μείζονα, υπερτοπικής σημασίας, πνεύμονα πρασίνου στο λεκανοπέδιο. Το ερώτημα όμως δεν αφορά την αντίθεση στην οικοπεδοποίηση, είτε πρόκειται για επιχειρήσεις real estate είτε για κατοικίες στρατιωτικών, αλλά τον ρεαλισμό του στόχου για αποκλεισμό κάθε κτιριακής υποδομής – άραγε και δημόσιας ; - σ’ αυτόν τον τεράστιο συγκριτικά χώρο. Δεν θα είχε θέση κάποιο μουσείο ή κάποια κοινωνική δομή χαμηλού κτιριακού ύψους, ένα υπαίθριο θέατρο ή μια κοινόχρηστη αθλητική εγκατάσταση; Και δεν θα συνεισέφερε πόρους, αναγκαίους για τη συντήρηση του πάρκου ; Ένα συναφές δεύτερο ερώτημα προκύπτει φυσικά για τα όρια μιας τέτοιας μικτής χρήσης. Θα άντεχε ο χώρος τον συνωστισμό ενός διοικητηρίου ή ενός αστυνομικού μεγάρου ; Για γήπεδο δεν χρειάζεται φυσικά να συζητήσουμε. 

 

Το τρίτο ερώτημα είναι, αν τα Γιάννενα διαθέτουν το κρίσιμο πληθυσμιακό μέγεθος, ώστε το κινηματικό του ποσοστό να είναι σε θέση να παραγάγει πολιτικές εξελίξεις – και μέχρι ποιο βαθμό και με ποιες συμμαχίες. Οπότε αξίζει τον κόπο να ρίξουμε και μια ματιά στην ιστορία του κινήματος υπεράσπισης των ελεύθερων χώρων στην πόλη, που ανατρέχει στην πρώτη δεκαετία του αιώνα ως αντίδραση στην επιθετική πολιτική ιδιωτικοποίησης δημόσιων χώρων από την προαναφερθείσα δημοτική αρχή. Τις αμυντικές μάχες ενάντια στο πάρκιγκ της πλατείας, την εγκατάσταση του ΚΤΕΛ στην προστατευόμενη παραλίμνια ζώνη και κυρίως την κατεδάφιση του Ξενία (βλ. και https://papadimitriou-giannis.blogspot.com/2021/06/2005.html), διαδέχτηκε το παράδειγμα της «Όασης». Το κτίριο του Κωνσταντινίδη με τη μεγάλη αυλή στο κέντρο της πόλης είχε σταδιοδρομήσει επί δεκαετίες ως λαϊκό καφενείο και λειτουργούσε ως δημοτική επιχείρηση μέχρι την ιδιωτικοποίησή του. Στον βανδαλισμένο χώρο, που άφησε πίσω του, μαζί με φέσι δεκάδων χιλιάδων ευρώ, ο ενοικιαστής, αναπτύχθηκε, αρχής γενομένης από την εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ τον Οκτώβριο του 2008, ένα ριζοσπαστικό πείραμα κοινωνικής διεκδίκησης από το 2009 μέχρι το 2014 από τη συλλογικότητα «Πολίτες για την αναβίωση της Όασης», στην οποία συνεργάστηκαν ένα κομμάτι της Αριστεράς, ένα του αντιεξουσιαστικού χώρου και αρκετοί ανένταχτοι. Το κίνημα της Όασης πέτυχε την αρχιτεκτονική αποκατάσταση του κτιρίου όχι όμως και την οριστική κατοχύρωση του χώρου ως κοινόχρηστου, καθώς μισθώθηκε εκ νέου σε ιδιώτη.

 

Σε κάθε περίπτωση στο Βελισσάριο δεν έχουν ακόμα … στρατοπεδεύσει εργολαβικά συμφέροντα. Και το πράσινο όμως θα χρειαστεί καμιά εικοσαετία για να αναπτυχθεί. Προς το παρόν το μέλλον του παραμένει ανοιχτό στοίχημα.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2025

Φόρος τιμής στον Κόρτο Μαλτέζε

Βασισμένο στην παρουσίαση της έκθεσης «Hugo Pratt - Η κληρονομιά, το έργο, η βιογραφία» *

Δεν είμαι σίγουρος, πότε γνώρισα τον Κόρτο Μαλτέζε ! Έχω την αίσθηση ότι αυτό ξεκίνησε κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70, στη διάρκεια μιας επίσκεψης στο βιβλιοπωλείο του Κουμπλομάτη στην οδό Ανεξαρτησίας, όταν έπεσα πάνω σ’ ένα τεύχος του περιοδικού Τεν Τεν «για νέους από 7 μέχρι 77 χρονών», όπως ισχυριζόταν στον υπότιτλο. Τότε τα κόμικς δεν κυκλοφορούσαν ακόμη σε αυτοτελή άλμπουμς αλλά οι περιπέτειες των ηρώων δημοσιεύονταν σε εβδομαδιαίες συνέχειες. Εκτός από την παρέα του Τεν Τεν, υπήρχαν και άλλες σειρές, που φιλοξενούσε το περιοδικό, όπως εξάλλου και το πρωτότυπο γαλλικό. Ανοίγω μια παρένθεση για να πω ότι το σίγουρο είναι ότι ο δημιουργός του Κόρτο, ο Ιταλός κομίστας Ούγκο Πρατ, συνεργαζόταν όντως με το περιοδικό Τεν Τεν από το 1973. Σύστησε για πρώτη φορά τον ήρωά του το 1967 αλλά τον μονιμοποίησε από το 1970 στο περιοδικό κόμικς PIF του Παρισιού. Τρεις παρατηρήσεις σ’ αυτό το σημείο : α) η σειρά καθιερώθηκε μέσα στο κλίμα του Μάη του ’68 β) το PIF Gadget είχε ξεκινήσει ως περιοδικό νεολαίας των Γάλλων κομμουνιστών και συνέχιζε να είναι φιλικό προς το Κομμουνιστικό Κόμμα και γ) η μετακόμιση στο Τεν Τεν οφείλεται, σύμφωνα με μία πηγή, στο ότι ο εκδότης του PIF θεωρούσε τον χαρακτήρα του Μαλτέζε πολύ «φιλελεύθερο».

Επαναλαμβάνω ότι έχω την εντύπωση και όχι τη βεβαιότητα ότι τότε διάβασα για πρώτη φορά τον Κόρτο. Και πρέπει να ομολογήσω ότι ως έφηβος προτιμούσα άλλους ήρωες του περιοδικού : τον σέντερ φορ Βενσάν Λαρσέ ή τον ραλίστα Μισέλ Βαγιάν. Οι αινιγματικοί διάλογοι και το μινιμαλιστικό στυλ του Ούγκο Πρατ μου έπεφταν κάπως βαρειά. Όταν όμως, 20 χρόνια αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν τα αυτοτελή του άλμπουμς στην Ελλάδα, είχα και την ωριμότητα και την πολιτική κατάρτιση και την αγάπη για την ιστορία και τη γεωγραφία, ώστε να είμαι πλέον σε θέση να τον απολαύσω και να τον αγαπήσω.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που εξηγούν την «κορτομανία», που κατέλαβε επί δεκαετίες την Ευρώπη και καθιέρωσε αυτόν τον Μαλτέζο ναυτικό με τον κρίκο στο αριστερό αυτί, συχνά ένα τσιγάρο στο στόμα και μια αδιόρατη μελαγχολία ως κορυφαία φιγούρα της Ένατης Τέχνης. Και μπορεί το ειδικό βάρος του κάθε λόγου να διαφέρει από αναγνώστη σε αναγνώστη :

- Άλλοι θέλγονται από την υψηλή τέχνη του σχεδίου του Ούγκο Πρατ, από τον συνδυασμό αφαιρετικού στυλ αλλά και εμμονής στη λεπτομέρεια, στα κοστούμια εποχής, τα όπλα κλπ. Ο ίδιος είχε αναγνωρίσει ως σημαντικότερη επιρροή αυτή από τον Αμερικανό κομίστα Μίλτον Κάνιφ. Το σκίτσο του ήταν κατά κανόνα ασπρόμαυρο αλλά πολλές φορές επιχρωματίστηκε από την επιμελήτρια της σημερινής έκθεσης Πατρίτσια Ζανότι.   

- Άλλοι περισσότερο από τη λογοτεχνική ποιότητα των σεναρίων του, λ.χ. την εισπήδηση της πραγματικής ιστορίας των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στη μυθοπλασία, τη χρήση του εσωτερικού μονολόγου, που εισάγει τον αναγνώστη στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα, ή τον συνδυασμό της κινηματογραφικής δράσης με μια γερή δόση χιούμορ, άλλοτε εμφανούς και άλλοτε υποδόριου. Ο Ουμπέρτο Έκο είχε πει χαρακτηριστικά «Όταν θέλω να χαλαρώσω, διαβάζω δοκίμια του Ένγκελς, όταν όμως θέλω να εμπλακώ ολοκληρωτικά σε μία αφήγηση, διαβάζω τα κόμικς του Ούγκο Πρατ».

- Άλλοι ελκύονται από τον χαρακτήρα του Κόρτο Μαλτέζε, που έχει κληρονομήσει από τον Εγγλέζο πατέρα του το φλέγμα και από την Ανδαλουσιανή τσιγγάνα μητέρα του την έφεση στις μεταφυσικές εμπειρίες. Ήταν παιδί, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε «γραμμή της ζωής» στην παλάμη του και αποφάσισε να τη χαράξει μόνος του μ’ ένα ξυράφι, να πάρει δηλαδή «τη ζωή του στα χέρια του». Αψηφάει συχνά τους νόμους αλλά καταφέρνει να συνδυάσει τον τυχοδιωκτισμό με ηθικούς κώδικες, είναι ένας «ευγενής τυχοδιώκτης», όπως το θέτει κάπου ο ίδιος. Ένας βασικός από αυτούς τους κώδικες είναι η αλληλεγγύη στους φίλους, πράγμα που τον κάνει να ανέχεται, και ενίοτε να υπερασπίζει, τον δεύτερο σε σημασία χαρακτήρα της σειράς, τον εντελώς αδίστακτο και διεφθαρμένο Ρώσο ναυτικό Ρασπούτιν. Ο Κόρτο συνομιλεί και συνδέεται με άνεση με ανθρώπους από όλα τα κοινωνικά στρώματα και μορφωτικά επίπεδα. Δεν είναι ακριβώς «θετικός ήρωας», δεν του λείπουν τα ψεγάδια, όπως κάποιες στιγμές δειλίας, λ.χ. στη διάρκεια μιας μάχης μεταξύ Σομαλών μουσουλμάνων και Αιθιόπων χριστιανών, ή ο φόβος να μπει στα (πρώτα) πολεμικά αεροπλάνα. Ενώ όμως θέλει να μείνει ψυχρός και ουδέτερος στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, που πέφτουν στο δρόμο του, τελικά δεν τα καταφέρνει, ενστικτωδώς παίρνει το μέρος των εκάστοτε αδυνάτων, και σταθερά των αποικιοκρατούμενων λαών της εποχής.

 

- Άλλοι εντυπωσιάζονται από το σκηνικό των περιπετειών, που αντανακλά τις εμμονές του δημιουργού του : Εμμονές πρώτα απ’ όλα με τους ωκεανούς και τα νησιά, στα χνάρια των μεγάλων λογοτεχνών της θάλασσας, του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον και του Τζόζεφ Κόνραντ, του Τζακ Λόντον και του Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ. Εμμονές με τις πολυπολιτισμικές πόλεις και τα λιμάνια, όπως η γεμάτη μυστικισμό και ραδιουργίες Βενετία, με τις ερήμους και τους ιθαγενείς πληθυσμούς, με τη στρατιωτική κουλτούρα, τις στολές, την ιεραρχία κλπ. κυρίως της βρετανικής αυτοκρατορίας. Και ακόμα εμμονές με τη διαισθητική επικοινωνία και τη μαγεία, το βουντού και τους αλχημιστές, τον αποκρυφισμό και τις αφροαμερικάνικες τελετές, που συμβάλλουν σταθερά στο «κορτέζικο» σύμπαν. Όπως και οι μοιραίες γυναίκες, με τις οποίες γνωρίζεται αφειδώς ο πρωταγωνιστής. Στο άλμπουμ «Τάνγκο» η Αργεντίνα πόρνη Εσμεράλντα ρωτάει τον Κόρτο, αν ερωτεύτηκε ποτέ. Αυτός απαντάει «πάει πολύς καιρός από τότε» αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει όλες τις φορές.

- Για τα δικά μου γούστα ένα προβάδισμα το έχει ο συνδυασμός της περιπέτειας με την πολιτική και την Ιστορία, που στηρίζεται σε πλατειά γνώση και εκτεταμένη έρευνα. Θα επικαλεστώ ακόμα ένα τσιτάτο, αυτή τη φορά από τον μαθητή και φίλο του Ούγκο Πρατ, και επίσης σπουδαίο κομίστα, Μίλο Μανάρα, που υποστήριξε ότι «μια σελίδα του Πρατ είχε περισσότερη πολιτική από 100.000 συνεδριάσεις της Βουλής». 

Ο ιστορικός περίγυρος του Κόρτο Μαλτέζε είναι οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, που σφραγίζονται από την αποικιοκρατία, τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και την επίσης παγκόσμια αναταραχή μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Τα όρια όμως μεταξύ ιστορικής πραγματικότητας και μυθοπλασίας είναι ασαφή : Ο ήρωάς μας είναι παρών σε πραγματικά κατά τα άλλα σπουδαία γεγονότα, κάνει την εμφάνισή του σε όλη σχεδόν τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, στα ευρωπαϊκά πεδία των μαχών και στα νησιωτικά αρχιπελάγη του Ειρηνικού, στην Ανατολική Αφρική και στην Άπω Ανατολή, στη Σιβηρία και την Κεντρική Ασία. Εμπλέκεται, με ενεργό αλλά αυτόνομο ρόλο σε συγκρούσεις, μυείται – όπως και ο αναγνώστης - σε πολιτικές ίντριγκες και παρασκήνια και συναντά προσωπικότητες της πολιτικής και κυρίως της λογοτεχνίας, που μετακομίζουν από την πραγματικότητα στη μυθοπλασία. Λ.χ. ο Κόρτο συναντιέται με τον εξόριστο ακόμα Στάλιν στην Ανκόνα, με τον Λώρενς της Αραβίας ή τον Νεότουρκο ηγέτη και σφαγέα των Αρμενίων Εμβέρ Πασά, κι’ ακόμα με τον Τζακ Λόντον και τον Έρνεστ Χεμινγουέϊ, τον Αρθούρο Ρεμπώ και τον Έρμαν Έσσε. Και την ίδια ώρα με όλο τον κόσμο του πολέμου, γενναίους και έντιμους ανθρώπους ανεξαρτήτως στρατοπέδου αλλά πολύ περισσότερους καιροσκόπους και κερδοσκόπους, προδότες και διπλούς πράκτορες, άνδρες και γυναίκες. Στο τέλος κάθε περιπέτειας, αφού έχει επηρεάσει καθοριστικά την πορεία των γεγονότων, αναχωρεί αθόρυβα, σωστότερα σαλπάρει, για τον επόμενο προορισμό του.

Γι’ αυτή την ακριβέστατη αποτύπωση του πολιτικού παζλ προσωπικά ξεχωρίζω 2 από τις περιπέτειες :

- Την «Κρυφή αυλή του μυστηρίου», που εκτυλίσσεται το 1919 στην Κίνα, την ιαπωνική τότε Μαντζουρία, τη Μογγολία και τη Σιβηρία με φόντο τη σύγκρουση Μπολσεβίκων και Λευκών.

 

- Και το «Χρυσό σπίτι της Σαμαρκάνδης», όπου το 1922 ο ήρωας, αναζητώντας τον θησαυρό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ξεκινάει από τη Ρόδο και διατρέχει την Κιλικία, την Ανατολία και την Περσία για να καταλήξει στο Τουρκεστάν της Κεντρικής Ασίας, συναντώντας μια πανσπερμία λαών και στρατών, θρησκειών και αιρέσεων, πολιτικών φατριών και προσωπικοτήτων.

Στον τίτλο της έκθεσης υπάρχει η λέξη «βιογραφία». Αν και στην πραγματικότητα οι βιογραφίες είναι δύο, μία του δημιουργού και μία του ήρωα, η χρήση του ενικού αριθμού δεν είναι και τόσο άστοχη. Διότι, παρά τη χρονική τους απόσταση, είναι και οι δύο εξίσου πολυτάραχες. Ο Ούγκο Πρατ έχει πει ότι «ο Κόρτο δεν είναι παρά ένα συνοθύλευμα πραγμάτων της ζωής, στα οποία εγώ υπήρξα μάρτυρας». Συνεννοηθήκαμε με τον συμπαρουσιαστή Γιώργο Παππά να μοιραστούμε τις βιογραφίες και εγώ ανέλαβα του κομίστα.

Γεννημένος με πολυεθνικές ρίζες το 1927 στο Ρίμινι, ο Πρατ περνάει τα παιδικά του χρόνια στη Βενετία, όπου ο παππούς του τον βάζει να διαβάσει όλα τα βιβλία του Ιούλιου Βερν τη συνοδεία ενός άτλαντα. Ως έφηβος βρίσκεται στην ιταλική τότε Αιθιοπία, όπου ο πατέρας του υπηρετεί στον αποικιακό στρατό. Μετά από τη βρετανική κατάκτηση των ιταλικών αποικιών στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μεν πατέρας πεθαίνει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ο δε νεαρός Ούγκο εξασκείται στο σκίτσο, ακόμα περισσότερο επειδή οι Βρετανοί είχαν απαγορεύσει τη λήψη φωτογραφιών. Επαναπατρίζεται μαζί με τη μητέρα του το 1943, στρατολογείται για λίγο στη φασιστική πολιτοφυλακή του Μουσολίνι, δραπετεύει και χρησιμοποιείται ως διερμηνέας από τους συμμάχους ενώ με τη λήξη του πολέμου πηγαίνει στην Αυστραλία. Επιστρέφει το 1945 για να σπουδάσει στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας αλλά το 1949 μετακομίζει στην Αργεντινή, όπου παραμένει 13 χρόνια μ’ ένα σύντομο διάλειμμα στο Λονδίνο, όπου διδάσκεται την τεχνική της ακουαρέλας. Στην Αργεντινή ολοκληρώνει τις σπουδές του, διδάσκει και ο ίδιος και παρουσιάζει τους πρώτους χάρτινους χαρακτήρες του (π.χ. τον Λοχία Κερκ). Το 1962 επιστρέφει στη Βενετία, το 1967 τον βρίσκουμε να δουλεύει στο Μιλάνο, ενώ για την περίοδο του Παρισιού τα είπαμε ήδη.   

Το 1976 μυείται στον ελευθεροτεκτονισμό, το 1983 εγκαθίσταται στην ελβετική Λωζάνη και το 1987 βλέπει την πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Παρίσι. Συνεχίζει να δημιουργεί χάρτινους ήρωες (π.χ. τον αξιωματικό του βρετανικού ναυτικού Μόργκαν), συνεργάζεται με τον Μίλο Μανάρα και άλλους κομίστες, γράφει μυθιστορήματα και σχεδιάζει μεταφορές κλασικών βιβλίων ή την ονειρική βιογραφία του Αντουάν ντε Σαιντ – Εξυπερύ. Όλα αυτά τα χρόνια δεν σταματάει να είναι κοσμοπολίτης και να ταξιδεύει σ’ όλο τον κόσμο, να συνδέεται με ανθρώπους και να σκορπίζει παιδιά από τις πολλές ερωτικές του σχέσεις, ακόμα και με ιθαγενείς από τον Αμαζόνιο και τη Νοτιοανατολική Αφρική. Ο Ούγκο Πρατ αναγνώρισε συνολικά εννέα  παιδιά, αν και μόνο τέσσερα έχουν προέλθει από τους τρεις γάμους του. Πεθαίνει το 1995 στην Ελβετία και κηδεύεται υπό τους ήχους της μουσικής του στενού του φίλου Ντίζι Γκιλέσπι.

Προσθέτω ότι η σειρά επιβίωσε του θανάτου του χάρη στο ζευγάρι των Ισπανών δημιουργών Κανάλες και Πελεχέρο, που παρουσίασαν και νέες περιπέτειες. Σε μία από αυτές, την «Εκουατόρια», ο Κόρτο στην Αλεξάνδρεια πίνει τον καφέ του μαζί με τον Καβάφη ενώ λίγο αργότερα σώζει τη ζωή του Ουίνστον Τσώρτσιλ από απόπειρα δολοφονίας.

Μαζί με τα συγχαρητήρια για τη μεταφορά αυτής της έκθεσης στα Γιάννενα, παραθέτω για τελευταία φορά Ούγκο Πρατ : «Οι αναγνώστες μπορούν να βρουν στον Κόρτο Μαλτέζε κάτι, που ψάχνουν οι ίδιοι μέσα τους». Δηλαδή, προσθέτω εγώ, μια ζωή συναρπαστική και ελεύθερη από συμβάσεις. Γι’ αυτό πιστεύω ότι θα αντέξει στο χρόνο.

* Η έκθεση, με επιμέλεια της Πατρίτσια Ζανότι, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2024 σε συνεργασία με το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών και την CONG – Hugo Pratt Art Properties. Θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Μαρτίου, στο «Θυμωμένο Πορτραίτο» στα Γιάννενα.