Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Μπροστά σε μια νέα άνοιξη των κινημάτων του νερού;



  Η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά ύστερα από 2 ½ χρόνια και το μεγάλο δημοψήφισμα της Θεσσαλονίκης τα ελληνικά μέτωπα του νερού παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη κινηματική κινητικότητα. Εκδηλώσεις και συζητήσεις διοργανώνονται σε μια σειρά από πόλεις και συνοικίες της Αθήνας, η Πανελλαδική συμμαχία για το Νερό αναβίωσε ύστερα από μεγάλο διάστημα αδράνειας ενώ δεν λείπουν ούτε οι ακτιβιστικές δράσεις, όπως η ματαίωση της Γ.Σ. της ΕΥΔΑΠ με αντικείμενο τη λεηλασία των αποθεματικών της και τη διανομή μερίσματος στους σημερινούς μετόχους.
  Η δρομολόγηση της ιδιωτικοποίησης των δύο μεγάλων κρατικών εταιριών ύδρευσης - αποχέτευσης, της αθηναϊκής ΕΥΔΑΠ και της θεσσαλονικιώτικης ΕΥΑΘ, με την υπαγωγή τους στο Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων και το συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, που προβλέπει το κυβερνητικό σενάριο των ΣΔΙΤ, αποδείχτηκε ασφαλώς αναγκαία συνθήκη αυτής της αφύπνισης. Όχι όμως από μόνη της και ικανή, καθώς στις αιτίες της θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και ορισμένους υποκειμενικούς παράγοντες.
  Ο βασικότερος είναι η ωρίμανση και συνειδητοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος των εργαζόμενων στις δύο εταιρίες. Και αν για τον Σύλλογο των εργαζόμενων της Θεσσαλονίκης αυτό είχε σ’ ένα βαθμό κατακτηθεί μέσα από την εμπειρία του αγώνα για το δημοψήφισμα, στην περίπτωση της Αθήνας κομβικής σημασίας ήταν η ενεργοποίηση του ΣΕΚΕΣ (Συμμετοχικό Ενωτικό Κίνημα Εργαζόμενων & Συνταξιούχων ΕΥΔΑΠ), μιας συλλογικότητας, που δεν αποτελεί παράταξη και δεν παλεύει συνδικαλιστικά αιτήματα αλλά μάχεται για την κατοχύρωση του νερού ως κοινωνικού αγαθού και δικαιώματος. Η στοχοθεσία αυτή επηρέασε το πιο πρωτοπόρο κομμάτι του συνδικαλιστικού κινήματος της ΕΥΔΑΠ και διευκόλυνε τη συνάντηση με τις κινηματικές κοινωνικές πρωτοβουλίες.
  Και υπάρχουν πολλές απ’ αυτές σε ολόκληρη την Ελλάδα ! Η 3η Πανελλαδική Συνάντηση κινημάτων και συλλογικοτήτων για το νερό της Πανελλαδικής Συμμαχίας (οι 2 προηγούμενες συναντήσεις έγιναν το 2014 στη Θεσσαλονίκη και τον Βόλο), που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία του ΣΕΚΕΣ στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου, έδωσε την ευκαιρία της ευρύτατης ανταλλαγής απόψεων μεταξύ ανθρώπων από όλη την Ελλάδα, της δρομολόγησης κοινών δράσεων ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των εταιριών ύδρευσης, ενάντια στις νεοφιλελεύθερες εμπορικές συμφωνίες TTIP, CETA και TISA, για την κατοχύρωση συνταγματικού δικαιώματος στο νερό αλλά και για την ενίσχυση τοπικών αγώνων και πρωτοβουλιών.
  Ας επισημάνουμε δύο καίρια σημεία, όπως αυτά προκύπτουν και από το κείμενο της τελικής απόφασης της Πανελλαδικής συνάντησης :
  α) Η δημιουργία του μετώπου ενάντια στην ιδιωτικοποίηση δεν σημαίνει και αποδοχή του κρατικού μοντέλου διαχείρισης, με την έρπουσα ιδιωτικοποίηση των υπεργολαβιών, την αδιαφάνεια και τις πελατειακές σχέσεις κάθε μορφής. Αντίθετα η έννοια του κοινωνικού αγαθού, του «κοινού», προϋποθέτει τη διαφάνεια και την λογοδοσία και κυρίως τρόπους συμμετοχής της κοινωνίας στη διαχείριση των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης. Πρόκειται για μια παλιά συζήτηση γύρω από την έννοια του «δημόσιου χαρακτήρα», καθώς στην ελληνική γλώσσα η έννοια αυτή χρησιμοποιείται υπό διπλή σημασία, και του «κρατικού» και του «κοινωνικού» (αντίθετα στην αγγλική χρησιμοποιούνται διαφορετικές έννοιες, public στην πρώτη περίπτωση και commons στη δεύτερη). Η απόφαση τάσσεται υπέρ της θεσμικής κατοχύρωσης και της δημοτικής, της συνεργατικής και της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας των φορέων διαχείρισης του νερού.
  β) Η υπεράσπιση των δημόσιων δικτύων ύδρευσης δεν σημαίνει και αποδοχή της τεχνοκρατικής ιδεολογίας των «μεγάλων έργων» αλλά αντίθετα ως ορθολογική διαχείριση θεωρείται η θεσμοθέτηση βιώσιμων πρακτικών, που θα προστατεύουν την οικολογία των υδατικών κύκλων, θα απορρίπτουν τις φαραωνικές κατασκευές και θα προκρίνουν λύσεις προστιθέμενης οικολογικής αξίας, μικρής τοπικής κλίμακας και χαμηλού οικονομικού και κοινωνικού κόστους. Κρίσιμη είναι εδώ η έννοια της συνολικής προστασίας του υδατικού κύκλου της φύσης.
  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η απόφαση, «το νερό είναι κοινό αγαθό, δεν είναι εμπόρευμα και δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο οποιασδήποτε μορφής κερδοσκοπίας. Το νερό είναι ζωτικής σημασίας για όλα τα έμβια όντα και τα οικοσυστήματα. Δεν είναι αποθήκη ενέργειας για «πράσινη» και ιδίως χρηματιστηριακή εκμετάλλευση».
  Ασφαλώς υπάρχουν πολλά ακόμη να ξεκαθαριστούν και κυρίως να γίνουν. Από τα μέτωπα στην ιδιωτικοποίηση των φυσικών αποθεμάτων του πόσιμου νερού από τις εταιρίες εμφιάλωσης μέχρι την αμφισβήτηση της περιβόητης «ανάκτησης κόστους» και από την ανάπτυξη αγώνων υπεράσπισης των επιφανειακών υδάτων από την υποβάθμιση, την λεηλασία, την φραγματοποίηση και τις εκτροπές μέχρι τη διεκδίκηση ενός ανοιχτού και δημοκρατικού διαλόγου για τα επόμενα Διαχειριστικά Σχέδια των Υδατικών Διαμερισμάτων της χώρας. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην Πανελλαδική Συνάντηση δεν «κάναμε μια τρύπα στο νερό», ούτε «γίναμε άνω ποταμών» αλλά «μπήκε το νερό στο αυλάκι» !
  Πολύ σημαντικές είναι εξάλλου και οι διεθνείς εξελίξεις και μια σειρά από νίκες, που κατακτούν τα κινήματα του νερού το τελευταίο διάστημα. Ενδεικτικά :
  • η ματαίωση της διέλευσης του πετρελαϊκού αγωγού από τα εδάφη και τις πηγές των Ινδιάνων Σιού στη Βόρεια Ντακότα των ΗΠΑ
  • η δημοτικοποίηση του δικτύου ύδρευσης της Βαρκελώνης ύστερα από σχεδόν 130 χρόνια ιδιωτικής διαχείρισης
  • η κατοχύρωση του δικαιώματος στο νερό στο Σύνταγμα της Σλοβενίας
  • και η προκήρυξη δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία, που επέβαλε το κίνημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση.
πρώτη δημοσίευση "Κόκκοι" http://kokkoi.gr/?p=33 

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Και όχι μόνο η Βαρκελώνη ...



  Η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης και αποχέτευσης ήταν ένα από τα μεγάλα στοιχήματα των τελευταίων δεκαετιών για το κεφάλαιο και το κράτος υπό τις διάφορες αποκεντρωμένες εκδοχές του, κυρίως τους Δήμους. Προσδοκώντας μείωση των χρεών, αύξηση της αποτελεσματικότητας και εισαγωγή νέων τεχνολογιών, πολλές τοπικές αρχές σ’ όλο τον κόσμο προχώρησαν στην ιδιωτικοποίηση των δικτύων του πόσιμου νερού και της αποχέτευσης είτε στο σύνολο του ποσοστού ιδιοκτησίας είτε με τη μορφή των ΣΔΙΤ, τη συνεργασία δηλαδή με κάποιον στρατηγικό επενδυτή.
Τα αποτελέσματα κατέδειξαν πανηγυρικά όχι μόνο την παταγώδη αποτυχία αυτών των στόχων αλλά και τον περιορισμό του δικαιώματος των πολιτών στην πρόσβαση στο πόσιμο νερό, την αύξηση των τελών και σε πολλές περιπτώσεις την πτώση της ποιότητάς του. Δεν αρκούσαν όμως μόνο οι απτές αποδείξεις για την αντιστροφή της πορείας. Τον καταλύτη αποτέλεσε η ανάπτυξη τοπικών κινημάτων, οι διαδηλώσεις, τα δημοψηφίσματα και οι αποφάσεις συλλογικών οργάνων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 η αντίθετη τάση της επιστροφής του νερού σε «δημόσια χέρια» αρχίζει να κατακτά τις πρώτες της νίκες και να εγγράφει τη διαχείριση του νερού στις πάνω σειρές της πολιτικής ατζέντας. Μέσα σε μια 15ετία έχουν καταγραφεί 235 περιπτώσεις επαναδημοτικοποίησης των υπηρεσιών ύδρευσης/αποχέτευσης σε 37 χώρες, που αφορούν πάνω από 100 εκατομμύρια πολίτες κι’ ανάμεσά τους αυτούς μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών, όπως του Βερολίνου, του Παρισιού και της Βουδαπέστης.
  Βεβαίως οι στόχοι αυτού του παγκόσμιου κινήματος δεν περιορίζονται στο θέμα της δημόσιας/δημοτικής ιδιοκτησίας. Απαιτεί διαφάνεια και κοινωνική λογοδοσία στη διαχείριση και θέτει το ζήτημα του δημοκρατικού ελέγχου και της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων ενώ δεν λείπουν και χιλιάδες παραδείγματα συνεταιριστικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης.
  Είναι λοιπόν προφανές ότι η επιλογή της ημέτερης «πρώτη φορά Αριστεράς» να προχωρήσει, μέσω του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων, τα ΣΔΙΤ των δύο μεγάλων κρατικών εταιριών ύδρευσης/αποχέτευσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης όχι μόνο αντιστρατεύεται τις πάγιες έως πολύ πρόσφατα θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο προδίδει τον προ διετίας μεγάλο αγώνα της Θεσσαλονίκης αλλά κινείται, ακόμα και με όρους τεχνοκρατικής αποτελεσματικότητας, στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που υποδεικνύει η διεθνής εμπειρία. Προφανώς η ανάπτυξη ενός μεγάλου κινήματος ενάντια στην εκποίηση της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ αποτελεί αναγκαιότητα.
  Είναι προς το παρόν άγνωστες οι προθέσεις των "επενδυτών" για τις αντίστοιχες δημοτικές επιχειρήσεις των μεγάλων ελληνικών πόλεων. Εννοείται βέβαια ότι το αίτημα του κοινωνικού ελέγχου είναι και εδώ αναγκαίο. Και ειδικά στην περίπτωση της ΔΕΥΑ Ιωαννίνων με τις αλχημείες στις μετρήσεις των υδρομέτρων και την έκδοση των λογαριασμών με στόχο την τεχνητή αύξηση της τιμής είναι και επείγον. Και ας μην ξεχνάμε ούτε το σκάνδαλο της υπερχλωρίωσης του νερού πάνω από τα νόμιμα όρια το 2003 ούτε το προσφυές σύνθημα της εποχής "νερό της ΔΕΥΑΙ στείλτε στο Ιράκ - να πιούν οι Αμερικάνοι να πάθουν πατατράκ".
  Επιστρέφοντας πάντως στη μεγάλη εικόνα, ας αντλήσουμε διδάγματα από την περίπτωση της Βαρκελώνης, το Δημοτικό Συμβούλιο της οποίας αποφάσισε στις 4 Δεκεμβρίου την επαναδημοτικοποίηση, ή πιο σωστά την άμεση δημόσια διαχείριση του υδάτινου κύκλου, ύστερα από πρόταση της παράταξης “Barcelona En Comu”. Ούτε λίγο ούτε πολύ η ιδιωτική διαχείριση του νερού της πόλης χρονολογείται από το μακρινό 1859 και την πρώτη φάση της βιομηχανικής της ανάπτυξης ενώ τα τελευταία χρόνια ελεγχόταν, με τη μέθοδο των θυγατρικών εταιρικών σχημάτων, από τη μεγαλύτερη ιδιωτική εταιρία νερού της Ισπανίας, την Agbar, η οποία μπορεί να σε αρκετές περιπτώσεις να λειτούργησε αυθαίρετα, όπως έκρινε τον Μάρτιο το Ανώτατο Δικαστήριο της Καταλωνίας, μπορεί να απέτυχε στα αποτελέσματα -το 2008 χρειάστηκε μέχρι και μεταφορά νερού με δεξαμενόπλοια για να αντιμετωπιστεί η λειψυδρία- όχι όμως και στα κέρδη, καθώς οι λογαριασμοί του νερού είχαν αυξηθεί κατά 85% τα 10 τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της παράταξης, οι λογαριασμοί του νερού μπορούν να μειωθούν άμεσα κατά 10% ενώ το υπεράνω υποψίας για αριστερή ιδεοληψία Ελεγκτικό Συνέδριο της Ισπανίας έχει εκτιμήσει ότι γενικά η δημόσια διαχείριση είναι φθηνότερη κατά 18%, οι ζημίες είναι λιγότερες κατά 23% και οι επενδύσεις περισσότερες κατά 18%.
  Και στη γειτονική Πορτογαλία όμως το μέτωπο του νερού στις 9 Δεκεμβρίου κέρδισε μια σημαντική νίκη με την απόφαση της δημοτικής αρχής της Μάφρα να αποκρούσει τον εκβιασμό της ιδιωτικής εταιρίας για αύξηση των τιμών κατά 30% και να αποφασίσει την επαναδημοτικοποίηση της διαχείρισης του νερού. Πρόκειται για ένα σημαντικό συμβολισμό, καθώς αυτή ήταν η πρώτη πορτογαλική πόλη, που πριν από 22 χρόνια είχε υποκύψει στα θέλγητρα της ιδιωτικοποίησης.
  Οι εξελίξεις είναι επομένως πυκνές και αξιοποιήσιμες.
 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Μια σύντομη "ιδεολογική" ιστορία της Εγνατίας οδού


Πριν από λίγες μέρες διοργανώθηκε στα Γιάννενα μια εκδήλωση από τον Σύλλογο των 200 περίπου εργαζόμενων, καθώς οι εργασίες συντήρησης γίνονται με εργολαβίες, της Εγνατίας οδού (Σ.Ε.Τ.Ε.Ο.), στα πλαίσια του αγώνα, που διεξάγουν ενάντια στην εκχώρηση/ιδιωτικοποίηση της συγκεκριμένης δημόσιας υποδομής. Ενώ όμως τα στοιχεία, που παρουσίασε η αντιπροσωπεία των εργαζόμενων, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον, η διατυπωθείσα επιχειρηματολογία επιφύλαξε μια μάλλον δυσάρεστη έκπληξη. Υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την οικονομίστικη λογική της Κυβέρνησης, μας πληροφόρησαν ότι, αυξάνοντας τον αριθμό και την τιμή των διοδίων, το Ελληνικό Δημόσιο μπορεί να αποκομίσει κέρδη πολύ μεγαλύτερα από τα ήδη εξασφαλισμένα σήμερα και επομένως να εξυπηρετήσει καλύτερα το δημόσιο χρέος από ό,τι με την παραχώρηση «κοψοχρονιά» σε ιδιώτη επενδυτή.
Δεν πρόκειται μόνο για την αυταπάτη ότι η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα συνδιαλέγονται με ορθολογικά επιχειρήματα περί δημοσίου συμφέροντος και την παραγνώριση της πραγματικότητας ότι η Εγνατία πωλείται ακριβώς επειδή είναι, και μπορεί να γίνει ακόμα περισσότερο, κερδοφόρα. Το πιο σοβαρό είναι ότι απ’ αυτό τον λογαριασμό απουσιάζει εντελώς το δικαίωμα των πολιτών στη γρήγορη, ασφαλή και οικονομική μετακίνηση σε ένα δρόμο, που έχει κατασκευαστεί με τα δικά του χρήματα όπως και με αυτά των Ευρωπαίων πολιτών. Έτσι όμως ο δημόσιος χαρακτήρας περιορίζεται σε απλό κέλυφος ερήμην των κοινωνικών αναγκών, η, θεμιτή σε κάθε περίπτωση, υπεράσπιση της απασχόλησης και των εργασιακών δικαιωμάτων εκπίπτει σε συντεχνιακή λογική, με δυο λόγια το μέσο «καταπίνει» τον σκοπό. Το μέτρο σύγκρισης, για τους εργαζόμενους τουλάχιστον, δεν πρέπει να είναι ο ήδη ιδιωτικοποιημένος και πανάκριβος ΠΑΘΕ των εθνικών εργολάβων αλλά οι γερμανικοί αυτοκινητόδρομοι, στους οποίους οι πολίτες δεν πληρώνουν διόδια !
Ούτως ή άλλως πάντως ο δρόμος έχει ένα πλούσιο ιστορικό διαστρεβλώσεων του σκοπού μιας συγκοινωνιακής υποδομής να συμβάλει στην εξυπηρέτηση και τη μετακίνηση των πολιτών – και των εμπορευμάτων βεβαίως. Η Εγνατία ήταν πάντα το μέσο, όμως για ποιόν ακριβώς σκοπό ; Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να ξετυλίξουμε το κουβάρι των πολλαπλών σκοπιμοτήτων και ιδεολογικών της χρήσεων :
-          Ο τοπικισμός. Η αρχική σύλληψη, στη διάρκεια της χούντας, για την κατασκευή ενός οριζόντιου, δυτικού - ανατολικού οδικού άξονα κατά μήκος των βορείων συνόρων της χώρας προέβλεπε τη διέλευσή του, στο τμήμα της Ηπείρου, από την Κόνιτσα και την κοιλάδα του Σαραντάπορου. Με τους γιουγκοσλαβικούς πολέμους όμως, οπότε το σενάριο προκάλεσε το ενδιαφέρον της Ε.Ε., το ίδρυμα "Εγνατία" του ευρύτερου περιβάλλοντος Αβέρωφ άδραξε το 1991 την ευκαιρία και υπέβαλε μελέτες για την χρηματοδότηση ενός δρόμου, που θα περνούσε από το Μέτσοβο και σύντομα υιοθετήθηκε ως επίσημη ελληνική πολιτική. Έχω την αίσθηση ότι η κατασκευή με βάση τα αρχικά σχέδια θα ήταν τεχνικά και οικονομικά προσφορότερη αλλά αυτό δεν έπαιξε κανένα ρόλο.
-          Η αντιοικολογική επιλογή. Η σιδηροδρομική επέκταση προς την ΒΔ Ελλάδα, ένα παλιό όνειρο από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη, είχε συμπεριληφθεί από το 1983 στο 15ετές πρόγραμμα του ΟΣΕ. Παρότι εξαγγέλθηκε από όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις μετά από το 1990, ήταν από τότε σαφές ότι οι δύο υποδομές ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικές και η χρηματοδότηση της μιας σήμαινε εγκατάλειψη της άλλης. Και ενώ σε όλη σχεδόν την Ευρώπη τα διευρωπαϊκά δίκτυα αφορούσαν κυρίως επεκτάσεις και εκσυγχρονισμούς σιδηροδρομικών δικτύων, την επιστροφή δηλαδή του σιδηροδρόμου ως μέσου μαζικού, οικολογικού και ασφαλούς, στη χώρα μας τα ευάριθμα λόμπυ της αυτοκίνησης και της οδοποιίας ήταν πολύ ισχυρά.
-          Ο εθνικισμός. Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 η Εγνατία αποτελούσε την περήφανη απάντηση του Ελληνισμού στις προκλήσεις των βορείων γειτόνων. Παρότι η λογική αυτή διαπερνούσε όλο το πολιτικό φάσμα, αν και με περισσότερη έμφαση το δεξιό τμήμα του, η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν του Χαραλαμπίδη, μέλους τότε του ΕΓ του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος την είχε αποκαλέσει «ειρηνική αναπτυξιακή συνέχεια του 1912-13» και την είχε ορίσει ως λύση για την εθνική αναγέννηση του ελληνισμού κόντρα στο μυωπικό κράτος των Αθηνών !  Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι παρόμοια επιχειρηματολογία ενάντια στην ιδιωτικοποίηση διατυπώνει σήμερα - αλλά όχι μόνο αυτή - η Χρυσή Αυγή.
Το ωραίο είναι ότι αυτό καθαυτό το όνομα "Εγνατία" συνιστά ελληνική λαθροχειρία. Ο συνώνυμος αρχαίος ρωμαϊκός δρόμος, που πήρε το όνομα του κατασκευαστή του, του ανθύπατου Μακεδονίας Γναίου Εγνάτιου, περνούσε από το Δυρράχιο, την Αυλώνα και την Οχρίδα, πριν διασχίσει το έδαφος της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας, δηλαδή πολύ βορειότερα από την Ηγουμενίτσα, τα Γιάννενα ακόμα και την Κοζάνη. Και τούτο γιατί πολύ απλά εκείνη ήταν η συντομότερη οδός σε ευθεία με το λιμάνι του Μπρίντιζι και το τέρμα της Αππίας οδού. Παρ’ όλα αυτά η γενικά ευαίσθητη σε κλοπές ονομάτων ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’90 όχι μόνο δεν σκοτίστηκε με ιστορικές λεπτομέρειες αλλά έσπευσε να ονομάσει το σχέδιο για την κατασκευή ενός βορειότερου οριζόντιου άξονα από το Δυρράχιο στην Κωνσταντινούπολη, πιο πιστού δηλαδή στο πρωτότυπο τουλάχιστον στο δυτικό του κομμάτι, "αντι-Εγνατία". Όλα εκείνα τα χρόνια της "εθνικής" πολιτικής ήταν γενικά αδιανόητο ότι θα χρειαζόμασταν τους βαλκάνιους γείτονες όχι μόνο για τη συντήρηση του δρόμου αλλά κυρίως για την επιβίωση του τουριστικού κλάδου στις παραλίες του βόρειου Αιγαίου και, εσχάτως και, του Ιονίου.
-          Τα λειτουργικά και περιβαλλοντικά προβλήματα. Μπροστά στην ανάγκη να απορροφηθούν άμεσα ευρωπαϊκά κονδύλια η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη έκανε τις μελέτες κυριολεκτικά στο πόδι ενώ και οι επόμενες κυβερνήσεις Παπανδρέου, Σημίτη και Καραμανλή κινήθηκαν με κριτήριο τις επιδιώξεις και την τεχνογνωσία, αρχικά πολύ περιορισμένη, των ελληνικών τεχνικών εταιριών, με αποτέλεσμα σοβαρές καθυστερήσεις αλλά και την εμφάνιση, και από τότε και αργότερα, σημαντικών προβλημάτων. Έτσι, παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητα και την γενικά καλή εικόνα, δεν λείπουν ούτε κάποια επικίνδυνα τμήματα με αρκετές στροφές και έντονες κλίσεις - ακόμα και αν η πολύνεκρη καραμπόλα της Βέροιας το 2014 αποδίδεται σε εγκληματική αμέλεια της διαχείρισης - ούτε η ευπάθεια σε ακραίες καιρικές καταστάσεις. Χρειάστηκαν πολλές αντιδράσεις, ώστε ο δρόμος να κατασκευαστεί τελικά τετράιχνος και όχι δίιχνος σε όλο του το μήκος.

    Στην κοιλάδα της Δωδώνης χρειάστηκε επίσης να δώσουμε ένα σκληρό αγώνα από το 1995 μέχρι το 1998 προκειμένου να αλλάξει η χάραξη και να προστατευθεί το Δωδωναίο τοπίο, που προκάλεσε τη διεθνή υποστήριξη και ανάγκασε τον, άτεγκτο αρχικά, Λαλιώτη να κάνει στροφή 180 μοιρών και να αρχίσει να οικειοποιείται την αλλαγή και να διαφημίζει, με περισσό θράσος, τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες του Υπουργείου του. Εννοείται τέλος ότι πολλές ενστάσεις για τους βιότοπους της αρκούδας αντιμετώπισαν την επίσημη χλεύη εναντίον όσων "νοιάζονται μόνο για τις αρκούδες" και αντιστρατεύονται το εθνικό συμφέρον.
-          Και ολίγος οπορτουνισμός. Από την άλλη πλευρά το ΚΚΕ επέδειξε μια αξιοζήλευτη ευελιξία στη θέση του απέναντι στη σημασία του έργου. Η τοποθέτηση κατά την περίοδο της κατασκευής ότι η Ε.Ε. και το διεθνές κεφάλαιο σαμποτάρουν την Εγνατία μεταβλήθηκε σε κριτική ότι είναι "δρόμος του κεφαλαίου" κατά την περίοδο της λειτουργίας της. Πιστεύω ότι ακόμα και ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να κρίνει, σε ποιό βαθμό αυτή η μετατόπιση αποτελεί συνήθη αντιπολιτευτικό οπορτουνισμό και σε ποιό ιδεολογική επιλογή "όξυνσης της ταξικής πάλης". Υποψιάζομαι πάντως ότι η προοπτική της ιδιωτικοποίησης θα ενισχύσει τους θετικούς τόνους του κόμματος απέναντι στην Εγνατία αυτή καθαυτή, της οποίας την ιδιωτικοποίηση "επιβάλλει η Ε.Ε.".
 
       Απ' αυτή την πλούσια αφήγηση μικρών και μεγάλων διαστρεβλώσεων και ιδεολογικών χρήσεων ας κρατήσουμε πάντως τη μεγαλύτερη και χειρότερη : τον ισχυρισμό ότι η εκποίηση της Εγνατίας γίνεται για την εξυπηρέτηση δήθεν του δημόσιου χρέους. Γι’ αυτό και η εκκωφαντική σιωπή του ΣΥΡΙΖΑ, και ειδικά εκείνων των τέως λαλίστατων στελεχών και βουλευτών, που, όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση, μοίραζαν φυλλάδια στα διόδια, ξιφουλκούσαν ενάντια στο «ξεπούλημα» και έθεταν όλους προ των ευθυνών τους, ας κριθεί αναλόγως.     





    


 
 

 

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Αγωγοί φυσικού αερίου και πατριωτισμός


Δημοσίευσα το κείμενο που ακολουθεί, έντυπα και ηλεκτρονικά, το φθινόπωρο του 2009. Ήταν τα χρόνια, που οι κάτοικοι της Πέρδικας Θεσπρωτίας έδιναν τη μάχη τους ενάντια στην προοπτική πόντισης στην, αναπτυγμένη τουριστικά,  θαλάσσια περιοχή τους του ελληνο-ιταλικού αγωγού TGI, που θα μετέφερε "τράνζιτ" το αζέρικο φυσικό αέριο. Στη συνέχεια βέβαια η κυβέρνηση Σαμαρά εγκατέλειψε το σχέδιο χάριν του ανταγωνιστικού αγωγού TAP, καθώς, όπως είχε προβλέψει πρόωρα το άρθρο, μειονεκτούσε λόγω της μεγάλης διαφοράς σε χιλιόμετρα. Πριν από την εγκατάλειψη πάντως, το πολιτικό σύστημα δεν δίστασε να στιγματίσει τους κατοίκους της Πέρδικας ότι "εμποδίζουν την ανάπτυξη της Ηπείρου και της χώρας". Θυμήθηκα το παλιό μου κείμενο, διαβάζοντας ότι με πρωτοβουλία Ιταλών ακτιβιστών συγκροτείται περιβαλλοντικό μέτωπο ενάντια στις συνέπειες του ΤΑΡ σε όλες τις χώρες διέλευσης (Αζερμπαϊτζάν, Τουρκία, Ελλάδα, Αλβανία, Ιταλία) βλ. περισσότερα https://www.efsyn.gr/arthro/o-agogos-na-sevastei-perivallon , και καλό είναι να αποτιμούν όλοι τη στάση τους κατά το παρελθόν.
                                                                ----
«Το 2008 ήταν η χρονιά της μεγάλης θριαμβολογίας για τα κατορθώματα του κ. Καραμανλή στην ενεργειακή εξωτερική πολιτική και ιδιαίτερα για την υπογραφή της ελληνο-ρωσικής συμφωνίας για τον αγωγό φυσικού αερίου South Stream. Παρά το γεγονός ότι είχαν προηγηθεί πολύ πιο σημαντικές συμφωνίες της Ρωσίας με την Ιταλία και ουδείς στη γειτονική χώρα διανοήθηκε να τις παρουσιάσει ως απόδειξη μεγάλης πολιτικής ικανότητας του κ. Μπερλουσκόνι, στη χώρα μας επιβλήθηκαν διθυραμβικοί τόνοι για τη «στρατηγική» συμφωνία με τη Ρωσία, χύθηκε πολύ μελάνι για το «ανάστημα» του Έλληνα πρωθυπουργού απέναντι στους Αμερικάνους και καλλιεργήθηκε κλίμα ενθουσιασμού για τον «αναβαθμισμένο» διεθνή ρόλο της Ελλάδας και την εμπλοκή της στο διεθνή γεωπολιτικό ανταγωνισμό για τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου, το σύγχρονο «μεγάλο παιγνίδι».

Οι πρόσφατες εξελίξεις ήρθαν να διαψεύσουν κατηγορηματικά τις όποιες προσδοκίες. Ο κ. Πούτιν δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να αδειάσει τους εν Ελλάδι θαυμαστές του και να υπογράψει, στις 6 Αυγούστου, ενεργειακές συμφωνίες με την Τουρκία, οι οποίες είναι επίσης μεγαλύτερης σημασίας και αποδίδουν στη γειτονική χώρα, μάλλον πιο δικαιολογημένα, το χαρακτηρισμό του στρατηγικού εταίρου. Παρεμπιπτόντως, αν και κατά την υπογραφή της συμφωνίας ο Ρώσος πρωθυπουργός έκανε λόγο για δύο «κράτη» στην Κύπρο -για να γίνει διόρθωση στο γραπτό κείμενο της ομιλίας του σε δύο «τμήματα»-, είναι απορίας άξιο, γιατί η αναφορά αυτή δεν προκάλεσε σφοδρές καταγγελίες αλλά αμήχανη σιωπή των, κατά κανόνα λαλίστατων, αυτοαποκαλούμενων «πατριωτικών» δυνάμεων στη χώρα μας.     

Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και με συνειδητοποιημένο τον δευτερεύοντα ρόλο της χώρας μας, οι πρόσφατες εξελίξεις ενδέχεται να δώσουν ώθηση στα σενάρια προώθησης των αγωγών. Σε σημείο να απουσιάζει η ψύχραιμη αποτίμηση των συνεπειών της και να αποσιωπούνται τα αμφιλεγόμενα σημεία της. Ελάχιστοι λ.χ. ασχολήθηκαν με αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο της ελληνο-ρωσικής σύμβασης για τον South Stream, από το κείμενο της οποίας προκύπτει η ανυπαρξία όρου για την χρήση του φυσικού αερίου με χαμηλότερη τιμή από την ελληνική οικονομία, με αποτέλεσμα το όποιο όφελος να περιορίζεται στα τέλη διελεύσεως. Με την ίδια εξάλλου λογική αντιμετωπίστηκαν και τα άλλα δύο διακρατικά δίκτυα μεταφοράς ενέργειας : Ο αγωγός πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης και ο πιο ώριμος για ολοκλήρωση τουρκο-ελληνο-ιταλικός αγωγός φυσικού αερίου TGI. Και στις δύο περιπτώσεις οι ελληνικές φιλοδοξίες πήραν τη μορφή της με κάθε τίμημα συμμετοχής στον παγκόσμιο ενεργειακό ανταγωνισμό και της θυσίας κάθε σχεδίου ένταξης των δικτύων αυτών στις αναπτυξιακές προοπτικές των περιοχών διέλευσης. Υπό αυτά τα δεδομένα, οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της διέλευσης (φαίνεται πως) ηχούν ως ασήμαντες λεπτομέρειες στα αυτιά των κρατικών φορέων και των ενδιαφερόμενων για υπεργολαβίες ιδιωτικών εταιριών.

Ο σχεδιασμός και η κατασκευή του υποθαλάσσιου τμήματος του TGI, παρά τα όποια προβλήματα στην διασφάλιση της τροφοδοσίας με φυσικό αέριο από το Αζερμπαϊτζάν, μπαίνει εκ των πραγμάτων σε προτεραιότητα ενώ και το εταιρικό σχήμα IGI Ποσειδών, με ισοβαρή συμμετοχή της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ) και της ιταλικής εταιρίας Edison, έχει συγκροτηθεί εδώ και πολλούς μήνες. Απομένει ένα αλλά σημαντικό αγκάθι : Η ειλημμένη, όπως τα πράγματα έδειχναν, απόφαση της κοινοπραξίας για την θέση πόντισης του αγωγού στο Ιόνιο πέλαγος, στην ευρύτερη περιοχή Πέρδικας – Συβότων του νομού Θεσπρωτίας, συναντά την καθολική αντίδραση των συλλογικών φορέων της περιοχής. 

Η επιχειρηματολογία των κατοίκων είναι ισχυρή. Όχι μόνο επειδή ενός κακού μύρια έπονται, επειδή δηλ. η επιλογή της θέσης πόντισης του TGI  θα αποτελέσει πρόκριμα και για την αντίστοιχη του South Stream. Κυρίως αναδεικνύεται ο ανορθολογισμός αυτής της θέσης σε σχέση με τον στόχο επιλογής της πλέον σύντομης διαδρομής προς τον τελικό προορισμό, την πόλη Οτράντο της νότιας Ιταλίας. Η συγκεκριμένη διαδρομή, επιδιώκοντας να παρακάμψει το εμπόδιο της Κέρκυρας από το νότο, είναι κατά πολλά χιλιόμετρα μεγαλύτερη, και φυσικά αντίστοιχα κεφάλαια ακριβότερη, από την εναλλακτική επιλογή της βόρειας παράκαμψης του νησιού. Ακόμη και εάν η βόρεια διαδρομή απαιτούσε την χρήση του αλβανικού υποθαλάσσιου χώρου (κάτι καθόλου δεδομένο με βάση τις αρχικές μελέτες της ΔΕΠΑ) με ένα αντίστοιχο μικρό ποσοστό συμμετοχής της γειτονικής χώρας στα έσοδα του αγωγού, οι οικονομίες κλίμακας θα ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερες. Δεν είναι τυχαίο ότι μια ελβετο-νορβηγική κοινοπραξία, η οποία κατέθεσε σχετικό αίτημα για κατασκευή και τρίτου αγωγού φυσικού αερίου μέσω του ελληνικού εδάφους προς την Ιταλία, του Trans Adriatic Pipeline, επιδιώκει να αξιοποιήσει ακόμη περισσότερο το γεωγραφικό πλεονέκτημα της βόρειας διαδρομής και τοποθετεί την πόντιση του αγωγού στη θάλασσα πολύ βορειότερα στην αλβανική ακτή.

Οι χωροταξικές και περιβαλλοντικές παράμετροι εγείρουν ακόμη σοβαρότερα για την περιοχή ερωτηματικά, καθώς η διαδικασία εγκατάστασης του αγωγού συνοδεύεται από υποβάθμιση των χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων και από παρεμπόδιση της ελεύθερης πρόσβασης των ανθρώπων στη θάλασσα. Ήδη υπάρχει αρνητική διεθνής εμπειρία, όπως λ.χ. στην περιοχή της ρωσικής τουριστικής πόλης Γελεντζίκ της Μαύρης θάλασσας, όπου τοποθετήθηκε η αρχή του υποθαλάσσιου τμήματος αγωγού αερίου μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Το σημαντικότερο πρόβλημα έγκειται ίσως στην απειλή έκρηξης λόγω της υψηλής συμπίεσης του αερίου, αναγκαίας ασφαλώς για την υποθαλάσσια διαδρομή του στο Ιόνιο πέλαγος. Από την άποψη αυτή, η τοποθέτηση του σταθμού συμπίεσης, μέτρησης και ρύθμισης του αερίου κοντά στην ακτή της Πέρδικας, πέραν των αναμφισβήτητων προβλημάτων μεγάλης κλίμακας ηχορρύπανσης και αισθητικής υποβάθμισης, συνιστά μείζον ζήτημα.

Πολύ περισσότερο που οι ακτές της Πέρδικας και των Συβότων είναι οι ωραιότερες στη Θεσπρωτία και για το λόγο αυτό η καρδιά της τουριστικής κίνησης ενός κατά τα άλλα υποβαθμισμένου νομού. Μια οικονομική δραστηριότητα, που υποδέχεται χιλιάδες επισκέπτες και συντηρεί εκατοντάδες θέσεις εργασίας, χαρακτηρίζεται δε ως ζώνη υψηλής τουριστικής ανάπτυξης από τα υφιστάμενα χωροταξικά σχέδια και μελέτες. Και είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η τουριστική βιομηχανία στηρίζεται κατά βάση στην προσδοκία, εξαρτώμενη απόλυτα από αστάθμητους παράγοντες. Ήδη και μόνη η αναγγελία του αγωγού έχει προκαλέσει προβλήματα στις τιμές της γης και αναβολές σε επενδυτικά σχέδια στην περιοχή.

Εύλογα επομένως, και παρά τις παλιότερες ψευδείς διαβεβαιώσεις της ΔΕΠΑ, στα πλαίσια του κοινοβουλευτικού ελέγχου ότι η πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας τάσσεται υπέρ του έργου, οι αντιδράσεις είναι έντονες. Αυτό καταδείχθηκε με πανηγυρικό τρόπο στο περυσινό δημοψήφισμα της Πέρδικας για την αποδοχή του αγωγού (1259 ψήφοι υπέρ του «όχι» και 10 υπέρ του «ναι»), το οποίο μάταια προσπάθησε να εμποδίσει η Περιφέρεια Ηπείρου.

Το δίλημμα είναι σε κάθε περίπτωση αντιπροσωπευτικό της σημερινής εποχής : από τη μία πλευρά η επιλογή ενός παγκοσμιοποιημένου δικτύου, στο οποίο όμως επενδύεται μια αποπροσανατολιστική αλλά επιθετική ρητορεία περί «εθνικού συμφέροντος», από την άλλη η υπαρκτή πραγματικότητα της ανάπτυξης στο τοπικό επίπεδο. Οι κάτοικοι της Πέρδικας έχουν επιλέξει το είδος του πατριωτισμού, που πραγματικά τους εκφράζει. Αρκεί να το καταλάβουμε και οι υπόλοιποι.»

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2016

Όταν ο "ιδεατός Παπούλιας" θόλωνε το βλέμμα του Θόδωρου Αγγελόπουλου

 

Διευκρινίζω από την αρχή ότι δεν έχω καμιά διάθεση, ούτε βέβαια και τα φόντα, να μειώσω τη συνολική προσφορά του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον παγκόσμιο κινηματογράφο αλλά και στην ανάδειξη της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας από τη σκοπιά των ηττημένων του Εμφυλίου, που συνέβαλε σημαντικά στην κοινωνική νομιμοποίηση της Αριστεράς (επ’ αυτού συνιστώ το ενδιαφέρον άρθρο της Νατάσας Κεφαλληνού «Η κινηματογραφική εκδίκηση των ηττημένων», δημοσιευμένο διαδικτυακά στο http://www.toperiodiko.gr/αγγελόπουλος-η-κινηματογραφική-εκδί/#.V_ya5Y2a3x9).
Δεν είναι ωστόσο λίγα τα παραδείγματα στην παγκόσμια ιστορία των ιδεών, όπου πρωτοπόροι διανοητές και δημιουργοί, από τον Γαλιλαίο μέχρι τον Λούκατς, αντιμετωπίζοντας ένα καθεστώς πολλαπλών πιέσεων ή απειλών, αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την πνευματική τους ακεραιότητα, να αποκηρύξουν τον πυρήνα της σκέψης τους, να ευθυγραμμιστούν με τις επιταγές της εξουσίας ή να θέσουν εαυτόν, έστω και «κριτικά» στην υπηρεσία των κυρίαρχων αντιλήψεων/αφηγήσεων της εποχής τους.
Για τον Αγγελόπουλο η στιγμή αυτή ήταν κατά τη γνώμη μου το γύρισμα της ταινίας «το βλέμμα του Οδυσσέα», που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ των Καννών και στις κινηματογραφικές οθόνες το 1995, σε μια εποχή δηλαδή καταθλιπτικής κυριαρχίας του εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία και επιθετικής διεκδίκησης από το ελληνικό κράτος, και φυσικά και το ελληνικό κεφάλαιο, του πρώτου ρόλου στο «Σχέδιο Ανασυγκρότησης» των Βαλκανίων μετά από την κατάρρευση του υπαρκτού «σοσιαλισμού».
Λίγα χρόνια πριν ο σκηνοθέτης είχε ολοκληρώσει το πολιτικά πρωτοπόρο «Μετέωρο βήμα του πελαργού», που όμως του είχε στοιχίσει έναν αφορισμό από τον γνωστό Μητροπολίτη Φλώρινας, συλαλητήρια με μαύρες σημαίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην πόλη και πολλές επικρίσεις. Η ταινία αντιμετώπιζε με ρηξικέλευθο τρόπο την βαρβαρότητα των συνόρων και τον διαχωρισμό των ανθρώπων απ’ αυτά – και νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από τη Δυτική Μακεδονία και την άρνηση του ελληνικού κράτους στους (Σλαβο)μακεδόνες της γειτονικής χώρας να επισκεφθούν τον τόπο της καταγωγής τους και να συναντήσουν τους συγγενείς τους της μειονότητας, οπότε μάλλον καλά το είχε ψυλλιαστεί ο Καντιώτης – ενώ η πρώτη σκηνή του φιλμ ήταν επίσης προφητική για τη γιγάντωση των θαλάσσιων προσφυγικών ροών.
Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι περιπέτειες αυτές προβλημάτισαν τον Αγγελόπουλο και τον οδήγησαν σε προσαρμογές «βλέμματος» σ’ ένα πιο αποδεκτό «εθνικά» ρόλο στην επόμενη ταινία του. Ο ίδιος φαίνεται πως αυτό τον ρόλο τον αποδέχθηκε συνειδητά, όπως τουλάχιστον προκύπτει από το κείμενο της ομιλίας του στην πανελλήνια συνάντηση των κινηματογραφικών λεσχών στην Έδεσσα τον Ιούνιο του 1995, δύο εβδομάδες μετά από την προβολή του «βλέμματος του Οδυσσέα» στις Κάννες. Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύθηκε στο βραχύβιο, δίγλωσσο – στα ελληνικά και τα αγγλικά - περιοδικό «Balkan Review», που εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη το Κέντρο Βαλκανικού Τύπου (Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο χάρτης του Ρήγα Φεραίου», B.R. τ.5, Καλοκαίρι 1995), και αποτελεί ένα σημαντικό τεκμήριο, αν όχι για τις βαθύτερες σκέψεις του, τουλάχιστον για τις προθέσεις του στη συγκυρία εκείνη.
Διαβάζουμε λοιπόν από την περιγραφή του ίδιου του σκηνοθέτη : « Έχω στήσει ένα έργο πάνω στην Ελλάδα σαν ιδέα, που πάει να ενώσει ένα αιώνιο με ένα επόμενο … ένωσα τα Βαλκάνια μ’ αυτή την ταινία … ήταν σαν κάποιος να έκανε εξωτερική πολιτική, ένας ιδεατός Παπούλιας, ο οποίος ξαφνικά με μια γενναιοδωρία ή με μια όποια ιδιοφυία κατάφερνε όλες τις αντιθέσεις να τις εξομαλύνει … υπάρχει όμως ένα πράγμα που βγαίνει από το νότο, από την καρδιά της θάλασσας, από τη Μεσόγειο, το Αιγαίο και αυτό λέγεται Όμηρος είτε, καθώς περνούν τα χρόνια, λέγεται Σεφέρης ή Ελύτης ή Ρίτσος, όλοι αυτοί βγήκαν σαν τα δελφίνια μέσα από τη θάλασσα, όλη η μεγάλη ποίηση βγήκε στην Ελλάδα, μέσα από τη θάλασσα …». Με συγχωρείτε αλλά δύσκολα μπορώ να βρω πιο εύστοχη περιγραφή του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
Και ποιό είναι το σύμβολο, που, κατά τη συνήθειά του, επέλεξε ο σκηνοθέτης για να υπογραμμίσει τον εκπολιτιστικό ρόλο του Ελληνισμού στη χερσόνησο ; Ένας βλάχος φωτογράφος και κινηματογραφιστής, ο Γιαννάκης Μανάκια από το χωριό Αβδέλλα των Γρεβενών, που μαζί με τον αδελφό του Μίλτο υπήρξαν οι πιονέροι της 7ης τέχνης στα Βαλκάνια, διέτρεξαν όλη τη Χερσόνησο αποτυπώνοντας με το φακό τους μεγάλα ιστορικά γεγονότα και απλούς ανθρώπους και έμειναν αγνοημένοι επί δεκαετίες στην Ελλάδα, τιμήθηκαν όμως στη γειτονική Γιουγκοσλαβία, και στη διάδοχό της ΠΓ Δημοκρατία της Μακεδονίας, με γραμματόσημα, μουσείο και κινηματογραφικό φεστιβάλ με το όνομά τους στα Μπίτολα (Μοναστήρι), τον τόπο της κύριας εγκατάστασής τους και του θανάτου του Μίλτου - ο Γιαννάκης πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Ως εδώ καλά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Αγγελόπουλος έχει συμβάλει στην αναγνώριση και την υστεροφημία των δύο αδελφών στη χώρα της καταγωγής τους.
Η Ιστορία όμως κρύβει τις πονηριές της ! Όπως έχω γράψει από εκείνο τον καιρό στην εφημερίδα «Εποχή», το «σύμβολο του Ελληνισμού» δεν ήταν ένας ουδέτερος παρατηρητής των βαλκανικών παθών στις αρχές του 20ου αιώνα αλλά στρατεύθηκε ενεργά στις τάξεις του ρουμανικού εθνικισμού και ενάντια σε ό,τι εκπροσωπούσε τότε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Αφήνοντας κατά μέρος τα κινηματογραφικά και φωτογραφικά επιτεύγματα των δύο αδελφών, νομίζω πως αξίζει τον κόπο να αντιγράψω από εκείνο το άρθρο μου (Γιάννη Παπαδημητρίου «Πόσο Έλληνες ήταν οι Μανάκια ;» Εποχή, φ. 317, 12-11-1995) μερικά αποσπάσματα για τα γεγονότα της εποχής.
« .. Η πολιτική δράση του Γιαννάκη Μανάκια, του διανοούμενου της οικογένειας, συνδέεται κυρίως με την πόλη των Ιωαννίνων και με τον διορισμό του ως καθηγητή ζωγραφικής και καλλιγραφίας στο Ρουμανικό Γυμνάσιο της πόλης κατά το 1898-99. Ας μη λησμονούμε ότι η ανάπτυξη εκπαιδευτικών μηχανισμών ήταν ένα από τα βασικά πεδία αντιπαράθεσης των βαλκανικών εθνικισμών και ο ίδιος είχε σπουδάσει στο αντίστοιχο γυμνάσιο της Μπίτολα, πολιτικό κέντρο του ηγέτη των ρουμανιζόντων βλάχων Απόστολου Μαργαρίτη, όπου και μυήθηκε στο κήρυγμά του. Στα Γιάννενα είχε ήδη σπουδάσει για λίγο ο μικρότερος αδελφός του Μίλτος, ο οποίος όμως γρήγορα εγκατέλειψε τα γράμματα. Τα δύο αδέλφια άνοιξαν το 1898 και το πρώτο τους φωτογραφείο.
Είναι τα χρόνια των σκληρών συγκρούσεων των βαλκανικών εθνικισμών πάνω στο αποσυντιθέμενο σώμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο περιθώριο του κεντρικού μακεδονικού μετώπου, η Πίνδος συνταράζεται από τις προσπάθειες της ρουμανικής προπαγάνδας να προσεταιριστεί τους βλάχικους πληθυσμούς και της πλειοψηφούσας ελληνικής να τους διατηρήσει υπό την επιρροή της. Ο ανταγωνισμός επεκτάθηκε στην Ήπειρο και κλιμακώθηκε με την ίδρυση του Ρουμανικού προξενείου στα Γιάννενα και την άφιξη του πρώτου προξένου Μπαντεάνου εν μέσω επεισοδίων (Μάϊος 1904), εκατέρωθεν δολοφονίες και τον εμπρησμό του ρουμανικού σχολείου της Βωβούσας (Ιούλιος 1905) και του κάτω μαχαλά της Αβδέλλας (Οκτώβριος 1905) από ελληνικές ανταρτικές ομάδες. Η όξυνση οδήγησε μάλιστα στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας από το 1906 μέχρι το 1911.
Η έντονη συμμετοχή των αδελφών στις διαμάχες διαφαίνεται από τις ανταποκρίσεις των ελληνικών εφημερίδων, που εκδιδόταν τότε από Ηπειρώτες μετανάστες στην Αθήνα. Τα ίχνη της παρουσίας του Γιαννάκη εντοπίζονται σε αρκετά από τα δημοσιεύματά τους, εμπαθή τα περισσότερα, και έχουν καταγραφεί από τον Χρ. Χριστοδούλου στο βιβλίο «τα φωτογενή Βαλκάνια των αδελφών Μανάκη» - Σ.Σ. προσέξτε τον εξελληνισμό του επωνύμου ! Ο Αβδελλιώτης φωτογράφος μάλιστα θεωρήθηκε ένας από τους ηθικούς αυτουργούς των επεισοδίων του Πάσχα του 1905 στη Βωβούσα, όταν οι ρουμανίζοντες απαίτησαν να γίνει λειτουργία στη γλώσσα τους και η εκκλησία μετατράπηκε σε πεδίο σφοδρής σύγκρουσης, γι’ αυτό και προφυλακίστηκε από τις οθωμανικές αρχές και στη συνέχεια απελάθηκε από το βιλαέτι των Ιωαννίνων ενώ το σπίτι των Μανάκια κάηκε κατά την επιδρομή στην Αβδέλλα..».

Σ’ εκείνο μάλιστα το κείμενο είχα παρουσιάσει και ένα υπεράνω πάσης ανθελληνικής υποψίας τεκμήριο, δημοσιευμένο το 1960 στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία» (Ευάγγελου Μπόγκα «Η αντίδραση των Ηπειρωτών στη ρουμανική προπαγάνδα» Η.Ε. τ. 94, Φεβ. 1960, σελ. 112 επ.), όπου ο Γιαννάκης χαρακτηρίζεται φαινομενικά φωτογράφος αλλά πραγματικά ρουμάνος προπαγανδιστής και μεταφέρεται ο εξής διάλογος στη διάρκεια επεισοδίου του με κάποιον Τσεκούρα «Εγώ, αν είχα στη φλέβα μου και τόσογια ελληνικό αίμα, απάντησε με ιταμότητα ο Μανάκης, θα την έσκιζα για να το βγάλω».
Μου φαίνεται πολύ δύσκολο ο Αγγελόπουλος, με την τόσο προσεκτική προετοιμασία των σεναρίων του - αν και την πατρότητα του συγκεκριμένου την διεκδίκησε κάποια στιγμή και ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός -, να αγνοούσε τα παραπάνω, τουλάχιστον τα περισσότερα. Υποψία που ενισχύεται από μια σκηνή της ταινίας, όπου ο αιχμάλωτος Γιαννάκης ανακρίνεται από Βούλγαρους αξιωματικούς στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι που όντως ανταποκρίνεται σ’ ένα συγκεκριμένο περιστατικό της ζωής του, τη σύλληψή του ως κατασκόπου και την εξορία του στη Φιλιππούπολη κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής του Μοναστηρίου (1916-17). Μόνο που ήταν και τότε καθηγητής ρουμανικού γυμνασίου στην πόλη και προφανώς η σύλληψή του δεν οφείλεται σε «ελληνική» αλλά σε «ρουμανική» ιδιότητα, που επίσης ήταν φιλική προς το στρατόπεδο της Αντάντ.
Δεν είναι ότι η ταινία στερούταν πολιτικής ευαισθησίας και μηνυμάτων στην παράλληλη ιστορία, που εκτυλισσόταν στο μετα-σοσιαλιστικό παρόν. Και αν οι περισσότεροι αριστεροί φίλοι μου εκστασιάστηκαν με την εικόνα του αποκαθηλωμένου αγάλματος του Λένιν που έπλεε στο Δούναβη, προσωπικά προτιμώ τη σκηνή στο Σαράγιεβο, όπου οι κάτοικοι της πολιορκημένης πόλης εκμεταλλεύονται την ομίχλη για να βγουν έξω και να αισθανθούν για λίγο ασφαλείς από τα πυρά των ελεύθερων σκοπευτών. Ο σκηνοθέτης θεωρούσε ότι ο ανταγωνιστής του στις Κάννες Εμίρ Κουστουρίτσα, ο οποίος πήρε εκείνη τη χρονιά τον Χρυσό Φοίνικα, προσέγγιζε το πρόβλημα των βαλκανικών εθνικισμών επιφανειακά και μονοδιάστατα. 


Η βασική ένσταση όμως παραμένει. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε προσχωρήσει, με πλήρη όπως φαίνεται επίγνωση, στη μίζερη επιχείρηση «ελληνοποίησης» των δύο αδελφών. Και αν αυτό συνέβη σ’ ένα δημιουργό τέτοιας εμβέλειας, κύρους και επιρροής στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι χρήσιμο να προβληματιζόμαστε για την ισχύ, όχι μόνο εκείνη τη δύσκολη εποχή αλλά διαχρονικά, ενός φαινομένου, που εξακολουθεί να στραγγαλίζει τα ιστορικά δεδομένα και να εμποδίζει την αυτογνωσία της ελληνικής κοινωνίας.