Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Ποιός υπερασπίζεται το πολιτισμικό τοπίο ;


Η καλύτερη εισαγωγή είναι το συναίσθημα της θλίψης, το οποίο κατέλαβε πολλούς κατοίκους των Ιωαννίνων με την αναγγελία ότι τα πλατάνια του παραλίμνιου δρόμου τους πάσχουν από μεταχρωματικό έλκος και πρόκειται να κοπούν. Η περιγραφή αυτή ανταποκρίνεται απόλυτα στον ορισμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Φλωρεντίας του 2000 για το τοπίο, ότι είναι μια περιοχή, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους, της οποίας ο χαρακτήρας προκύπτει από την δράση και την αλληλεπίδραση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, ως σύνθεση δηλαδή ενός αντικειμενικού στοιχείου, της πραγματικότητας, όπως έχει προκύψει από τη συνδυασμένη δράση φύσης και ανθρώπου, αλλά και ενός υποκειμενικού, της πρόσληψής της από τους κατοίκους μιας περιοχής. 

Με αυτή τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης η νομική πρακτική έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την κοινωνική ανθρωπολογία και επιχείρησε να ρυθμίσει ένα δικαίωμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει και νοητικές κατασκευές και διαπραγματεύεται το δύσκολο ζήτημα της ταυτότητας. Ίσως αυτό να εξηγεί, μέχρι ένα βαθμό, και τις δυσκολίες στην εφαρμογή της Σύμβασης. 

Η σχέση μεταξύ τοπίου και ταυτότητας έχει παραγάγει αρκετές φορές πολιτικά αποτελέσματα - κλασικό παράδειγμα είναι η Ελβετία, η οποία ξεπέρασε την εσωτερική εθνολογική της τριχοτόμηση και κατασκεύασε τη εθνική της ταυτότητα με βάση το ορεινό της τοπίο - και ήταν μοιραίο να μη διαφύγει από τη ρυθμιστική δικαιοδοσία ενός κατ’ εξοχήν κοινωνικού οργανωτή, όπως είναι το δίκαιο. Η πρώτη αναφορά εθνικών νομοθεσιών στο «τοπίο» χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και συνδέεται με την εισαγωγή μεγάλων υποδομών, οδικών και υδροηλεκτρικών, σε αγροτικά περιβάλλοντα. 

Το Διεθνές Δίκαιο από την πλευρά του, μέχρι τη Φλωρεντία, διήνυσε μακρά απόσταση με κυριότερους σταθμούς : 

- τη Διεθνή Σύμβαση της UNESCO για την προστασία της παγκόσμιας φυσικής & πολιτιστικής κληρονομιάς (Παρίσι, 1972), συμπληρωμένη με την κατηγορία των «πολιτισμικών τοπίων» από τη Σύνοδο του 1992 στη Σάντα Φε, η οποία ωστόσο έχει ελιτίστικο χαρακτήρα και περιορίζεται στα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς 

- τη Σύμβαση (πάλι) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (Γρανάδα, 1985) 

- και διάφορες περιφερειακές συμβάσεις, από τις οποίες μνημονεύω τη Σύμβαση των Άλπεων το 1991 με πρωτόκολλο διαχείρισης του τοπίου. 


Όμως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του τοπίου αποτελεί τομή. Όχι μόνο επειδή περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της όχι μόνο τα «εξαιρετικά» αλλά και «συνηθισμένα» τοπία, ακόμη και «καταστραμμένα» με την έννοια της αποκατάστασής τους αλλά κυρίως επειδή δίνει τον τόνο στον ανθρώπινο παράγοντα. Τα τοπία αξιολογούνται ως πλαίσιο της ανθρώπινης δραστηριότητας, που υποστηρίζουν όχι μόνο τις συμβολικές αξίες αλλά και την καθημερινή ζωή των τοπικών κοινωνιών. 

Ειδικότερα η Σύμβαση : 

- επιβάλλει στα κράτη την αναγνώριση και αξιολόγηση των τοπίων τους, σύμφωνα με τις αξίες, που έχουν αποδοθεί σε αυτά όχι μόνο από τους ειδικούς αλλά και από τον πληθυσμό, που επηρεάζεται 

- καθιερώνει ευέλικτες και διαφοροποιημένες δράσεις, ανάλογα με τις ανάγκες, αλλού αυστηρή προστασία, αλλού διαχείριση με συντήρηση και ομαλή ένταξη τροποποιήσεων, αλλού αποκατάσταση των καταστραμμένων και αλλού δημιουργία νέων τοπίων 

- και προτείνει νομικά και οικονομικά μέτρα για τη διαμόρφωση συνεκτικών "πολιτικών τοπίου" στο διεθνές, στο εθνικό αλλά κυρίως στο τοπικό επίπεδο, με την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών. 

Η 20ετής εφαρμογή της Σύμβασης χαρακτηρίζεται κυρίως από το τελευταίο καθήκον και την προσπάθεια ενσωμάτωσης του τοπίου σε όλες τις τομεακές πολιτικές, όπως διακήρυξαν και πριν από λίγες μέρες Λωζάνη οι αντιπροσωπείες των κρατών – μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή το τοπίο ξεπερνάει τη συμβολική του λειτουργία και αναδεικνύεται σε κρίσιμο στοιχείο της ποιότητας ζωής, στο σταυροδρόμι της Δημοκρατίας, των Δικαιωμάτων και της Βιώσιμης Ανάπτυξης. 

Η Ελλάδα έχει επικυρώσει όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και τη σύμβαση της Φλωρεντίας, έστω με 10ετή καθυστέρηση, με το ν. 3827/2010. Είναι σημαντικό είναι άρχισε να επεξεργάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο για το τοπίο ήδη από τη δεκαετία του ‘30 ενώ ο, πρωτοποριακός για την εποχή του, ν. 1650/1986 ήδη συμπεριλάμβανε έναν ορισμό του τοπίου, ο οποίος συμπληρώθηκε με τον ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα. 

Παρ’ όλα αυτά, και σε αντίθεση με την αυξανόμενη ευαισθησία πολιτών και αρχών για τη φυσική και τη βιολογική κληρονομιά, ακόμη και για την πολιτιστική αλλά μόνο αυτή των «κορυφαίων» μνημείων, η αναγνώριση και η διαχείριση του τοπίου εν πολλοίς δεν έχει κατακτηθεί ούτε από την ελληνική κοινωνία ούτε από την έννομη τάξη της. 

Κάποια βήματα έγιναν με τις ρυθμίσεις στο σύστημα χωρικού σχεδιασμού και ιδιαίτερα στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, η αναθεώρηση των οποίων κατά τη διετία 2018-19 συνοδεύτηκε από την σύνταξη μελετών τοπίου και συμπεριέλαβε διατάξεις τόσο στρατηγικής κατεύθυνσης, βάσει των οποίων τα τοπία κατηγοριοποιούνται και ταξινομούνται σε «ζώνες τοπίου», όσο και γενικών όρων για την προστασία και διαχείρισή τους. 

Πρόκειται ωστόσο για ατελή προσπάθεια : 


1) Η αναγνώριση των τοπίων περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση είτε ιδιαίτερης σημασίας είτε υποβαθμισμένων, που χρήζουν αποκατάστασης. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναθεωρημένο Χωροταξικό Πλαίσιο της Ηπείρου, που περιλαμβάνει 3 ζώνες τοπίου διεθνούς αξίας, 6 εθνικής, 4 περιφερειακής και 3 ιδιαίτερα υποβαθμισμένου. Πέραν αυτών των ζωνών δεν υφίσταται τοπίο άξιο διαχείρισης. 

2) Οι περιγραφές των ζωνών είναι γενικόλογες και ως εκ τούτου δύσκολα δεσμευτικές και κατά κανόνα παραπέμπουν στη σύνταξη επιμέρους διαχειριστικών μελετών. 

3) Η γενική ρήτρα «κατά την αδειοδότηση έργων και δράσεων πρέπει να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν το τοπίο και οι συνιστώσες του» δεν εμπνέει φυσικά καμιά εμπιστοσύνη. 

4) Κατά κανόνα οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αφιερώνουν ελάχιστες γραμμές στο τοπίο, διαβεβαιώνοντας συνήθως ότι δεν υπάρχουν άξιες λόγου αλλοιώσεις, ενώ και οι Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ούτε μνημονεύουν τον ν. 3827/2010 (Σύμβαση της Φλωρεντίας) ούτε περιέχουν σαφείς και ειδικούς όρους για το τοπίο. 

5) Απουσιάζει η συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας για τη διαχείριση του τοπίου στο κεντρικό επίπεδο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και πολύ περισσότερο σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Ως εκ τούτου η περιβαλλοντική αδειοδότηση διεκπεραιώνεται χωρίς την απαιτούμενη ειδική γνώση. 

6) Στην πράξη, η απουσία δράσεων για την αποκατάσταση τραυματισμένων τοπίων, ο αριθμός των οποίων, όπως έχει καταγραφεί και σε ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων, διαρκώς αυξάνεται, επιτείνει την εικόνα της κακομεταχείρισης. 

Είναι εντυπωσιακό το αποτέλεσμα της έρευνας σε διαδικτυακή πλατφόρμα νομικών πληροφοριών με λήμμα τον ν. 3827/2010. Υπάρχει μόλις μία παραπομπή σε παράγωγη νομοθεσία, μια Υπουργική Απόφαση του 2020 για τη σύνθεση των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, και καμιά απολύτως σε δικαστική απόφαση. Η θεσμική αμηχανία είναι προφανής. Η ελληνική έννομη τάξη αντιλαμβάνεται τη Σύμβαση της Φλωρεντίας και τις υποχρεώσεις έναντι του τοπίου ως «έξωθεν» επιβαλλόμενες και προτιμά να τις αγνοεί. 

Σε αντίθεση όμως με τα παραπάνω, είναι σημαντικό ότι στα μάτια των τοπικών κοινωνιών το πολιτισμικό τοπίο είναι αναγνωρισμένο ως σημαντικό επίδικο της βιώσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η αναφορά σε παραδείγματα κοινωνικών αγώνων στην Ήπειρο, που ενσωμάτωσαν στον διεκδικητικό τους λόγο νομική επιχειρηματολογία για το τοπίο, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές υποθέσεις έφτασαν τελικά σε δικαστικές αίθουσες ή αν κρίθηκαν μεν δικαστικά, αλλά σε άλλα κεφάλαια των επίμαχων διοικητικών πράξεων. 


1. ΔΩΔΩΝΗ : Τη δεκαετία του ‘90 η κατασκευή της Εγνατίας οδού απείλησε το μνημειακό σύνολο της αρχαίας Δωδώνης, όχι τον αρχαιολογικό χώρο αυτόν καθ’ αυτόν αλλά το Δωδωναίο τοπίο. Η εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε από μια μικρή τοπική πρωτοβουλία, πήρε εθνικές και διεθνείς διαστάσεις και υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να τροποποιήσει τη χάραξη της Εγνατίας, αντικαθιστώντας την αρχική σήραγγα με μια άλλη πολύ μεγαλύτερη, που απέφυγε την οπτική επαφή. 


2. ΠΛΑΚΑ : Η μονότοξη γέφυρα της Πλάκας προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση το 2015 με την κατάρρευσή της, οφειλόμενη όχι μόνο στη σφοδρή ορμή του Αράχθου όσο κυρίως στην κακή της συντήρηση - ευτυχώς σήμερα έχει αναστηλωθεί. Πολύ λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι λίγα χρόνια πριν, επί μία ολόκληρη δεκαετία, η ίδια γέφυρα βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σκληρού αγώνα ενάντια στο μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα του Αγίου Νικολάου. 

Ας εμβαθύνουμε λίγο στον χώρο της Πλάκας. Πρόκειται για μια μικρή έκταση αλλά σε εξαιρετική γεωγραφική θέση, εκεί που σβήνει η χαράδρα του Αράχθου αλλά η κοίτη παραμένει στενή και δημιουργεί ένα ομαλό πέρασμα στο δρόμο από τα Γιάννενα στα Τζουμέρκα. Αυτή είναι η φυσική κληρονομιά, η προίκα της Γεωγραφίας, στην οποία ήρθε να προσθέσει όχι μόνο αρχιτεκτονικά στοιχεία αλλά και σημασίες η Ιστορία, το ανθρώπινο χέρι. Ο άνθρωπος ήταν που μετέτρεψε αυτό το φυσικό πέρασμα σε εμπορικό δρόμο, σε πολεμικό διακύβευμα και σε στρατηγικό σύνορο. Γι’ αυτό έγινε θέατρο σκληρών μαχών, φιλοξένησε συνοριακές φρουρές αλλά και διαπραγματεύσεις και φορτίστηκε με τις μνήμες χιλιάδων ανθρώπων, που τη διέσχισαν, μετασχηματίστηκε δηλαδή σε πολιτισμικό τοπίο. 

Τα σχέδια του φράγματος προέβλεπαν αρχικά μεν τη «μεταφορά» του μνημείου, στη δε συνέχεια ταπείνωση της στάθμης του ταμιευτήρα, ώστε να διασωθεί. Καταστρεφόταν όμως το πολιτισμικό τοπίο της Πλάκας, οι διαλεκτικές ενότητες «ποτάμι/γέφυρα» και «πέρασμα/σύνορο». Η γέφυρα προοριζόταν να επιπλέει πάνω στη λάσπη των φερτών υλών, που συγκεντρώνεται στην αρχή κάθε ταμιευτήρα. Οι τοπικές συλλογικότητες, που κέρδισαν τελικά αυτό τον αγώνα, είχαν συνείδηση ότι υπερασπίζονται τη τζουμερκιώτικη ταυτότητα, παλιά και νέα. 


Τα άλλα δύο παραδείγματα αναφέρονται σε πρόσφατες επεμβάσεις και αναδεικνύουν την ανυπαρξία μιας συνεκτικής πολιτικής τοπίου. 3. Η εγκατάσταση δύο αιολικών πάρκων στην κορυφογραμμή του βουνού ΚΑΣΙΔΙΑΡΗΣ είναι μέρος μιας γενικότερης φρενίτιδας σε όλη τη χώρα. Ο ορεινός του όγκος όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνεται στις αναγνωρισμένες Ζώνες τοπίου αλλά, μαζί με άλλους, προτείνεται από το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Ηπείρου ως κατ’ εξοχήν κατάλληλος για την ανάπτυξη αιολικών εγκαταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Πλαίσιο περιορίζει τις αρνητικές συστάσεις για αιολικά μόνο στους παράκτιους ορεινούς όγκους, που γειτνιάζουν με τις ζώνες εντατικής τουριστικής ανάπτυξης. Προκύπτει ανάγλυφα μια αντίληψη ότι το τοπίο δεν θεωρείται αυτοτελής αξία αλλά μόνο εργαλείο στην υπηρεσία της τουριστικής βιομηχανίας. 

4. Τον μεγαλύτερο όμως κίνδυνο για το αγροτοδασικό και ορεινό τοπίο της Ηπείρου αποτελεί το σχέδιο των ΕΞΟΡΥΞΕΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ. Ήδη έχει ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο των γεωλογικών ερευνών στο οικόπεδο παραχώρησης «Ιωάννινα», το οποίο μάλιστα από το ΣτΕ κρίθηκε ότι διεξήχθη νόμιμα χωρίς να υπάρχει Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων αλλά ένα υποκατάστατο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (ΣτΕ 961/2020). Η ανάδοχη κοινοπραξία πραγματοποίησε τις σεισμικές έρευνες προκαλώντας διαδοχικές εκρήξεις σε 15 άξονες σε σχήμα καννάβου και σε συνολικό μήκος 575 χιλιομέτρων, γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει αλλοιώσεις του τοπίου στις περιοχές της έρευνας. Σημειωτέον ότι το ΠΣΔ δεν περιείχε κεφάλαιο περιγραφής του τοπίου, των επιπτώσεων σε αυτό και των απαιτούμενων επανορθωτικών μέτρων. 


Η διπλή κρίση του κορωνοϊού και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου έχει προς το παρόν διακόψει τη δραστηριότητα των εταιριών, οι οποίες προαναγγέλλουν και μείωση του κύκλου των εργασιών τους, αλλά τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Πολλές συλλογικότητες, και της Ηπείρου και ευρύτερα, είναι έτοιμες να συνεχίσουν τη μάχη για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής, που ασφαλώς συμπεριλαμβάνει την προστασία του τοπίου. 

Το καταληκτικό σχόλιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση από τη μία διευκολύνει με κάθε νομοθετικό και διοικητικό μέσο τη δραστηριότητα των πετρελαϊκών εταιριών και, την ίδια ώρα, από την άλλη προωθεί την υποψηφιότητα του Ζαγορίου για τη λίστα της Unesco. Είναι μια διδακτική αντίστιξη.

Βασισμένο στο κείμενο εισήγησης σε συζήτηση στα πλαίσια του εθνογραφικού κινηματογραφικού φεστιβάλ «Ethnofest» (29 Νοεμβρίου 2020)