Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Ένα λογοτεχνικό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα - μέρος τρίτο


Κωνσταντινούπολη / Ιστανμπούλ, περιβαλλοντικές αξίες και απειλές

Συνεχίζουμε το ταξίδι μας, ακολουθώντας και μεις τον δρόμο των ψαριών προς τα νότια και φτάνουμε στη μοναδική έξοδο της θάλασσας, τον Βόσπορο, που ήδη από τον 17ο αιώνα ο Ιταλός ναυτικός Μαρσίλι απέδειξε ότι διαπερνάται από δύο και όχι ένα θαλάσσια ρεύματα : ένα επιφανειακό και ελαφρύτερο από τη Μαύρη θάλασσα προς το Μαρμαρά και τη Μεσόγειο και ένα αλμυρότερο και βαθύτερο προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Είναι ωστόσο η συνάντηση όχι των θαλάσσιων αλλά των ανθρώπινων ρευμάτων στο Βόσπορο, που καθόρισε την ιστορική του μοίρα. Κανένα ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα δεν είναι πλήρες χωρίς μια στάση στη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη πόλη της, την διαχρονικά ηγεμονική Κωνσταντινούπολη / Ιστανμπούλ, που κυριαρχεί στα εγχειρίδια ιστορίας και στη συλλογική μνήμη όλων των λαών της περιοχής και όχι μόνο.

Ό,τι και να πούμε για τη γοητεία, που η πολυεθνική μητρόπολη άσκησε και εξακολουθεί να ασκεί στους συγγραφείς, είναι λίγο. Η λογοτεχνική της απεικόνιση εκτείνεται σε πολλές εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες έργα : κάποια εντελώς ξεχασμένα, όπως η καταλανική ιπποτική μυθιστορία του 15ου αιώνα «Ο Τιράν ο λευκός» ή οι εντυπώσεις του Αβαλισβίλι και των άλλων Γεωργιανών ταξιδευτών του 17ου και 18ου αιώνα, κάποια πολυδιαβασμένα μέχρι σήμερα, όπως τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι και του Γκράχαμ Γκρην, που εκτυλίσσονται πάνω στο Οριάν Εξπρές, και κάποια συνδεδεμένα με ισχυρές βιωματικές εντυπώσεις, όπως αυτές του Πιέρ Λοτί, θαμώνα του καφενείου στον Κεράτιο κόλπο, στα οριενταλιστικά μυθιστορήματα του οποίου πάντως δεν απηχούνται αποικιοκρατικές αντιλήψεις. Και ασφαλώς το φαντασμαγορικό και μαζί χαοτικό αστικό τοπίο της Ιστανμπούλ είναι ο αγαπημένος μυθοπλαστικός τόπος της τουρκικής λογοτεχνικής παραγωγής, που πολύ συχνά αρέσκεται να διερευνά τις πολλαπλές ταυτότητες της πόλης.
 
Εμβληματικό είναι ασφαλώς το «Μαύρο Βιβλίο» του νομπελίστα πλέον Ορχάν Παμούκ, που μας έχει παραδώσει και ένα νοσταλγικό χρονικό της Πόλης από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μυθιστόρημα και ως αυτοβιογραφία, ως τουριστικός οδηγός και δοκίμιο. Ο κατάλογος όμως των συγγραφέων είναι μεγάλος : Οι παλιότεροι Γιαχιά Κεμάλ και Αχμέτ Τάνπιναρ, οι νεότεροι Ντενίμ Γκιουρσέλ και Φεριντέ Τσιτσέκογλου, από τους σύγχρονους η Ελίφ Σαφάκ με τους προβληματισμούς για τη γυναικεία ταυτότητα και ο Τουνά Κιρεμιτσί, κι’ ακόμα ο Αχμέτ Ουμίτ και η Εσμαχάν Αϊκόλ, που χρησιμοποιούν συχνά τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Εξάλλου και ο κορυφαίος Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης κουβαλάει μέσα του την Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων.

Σ’ αυτό το ταξίδι θα αφουγκραστούμε κυρίως τη φωνή ενός άλλου υποψήφιου για το βραβείο Νόμπελ, μια φωνή που έχει κουρδική καταγωγή αλλά σκέφτεται και γράφει στην τουρκική γλώσσα. Ο Γιασάρ Κεμάλ, γεννημένος στην Τσουκούροβα (την Κιλικία) αλλά εγκαταστημένος από νωρίς στην Πόλη, έχει μεταφρασθεί σε δεκάδες γλώσσες, έχει αποσπάσει πολλά βραβεία και έχει εξασφαλίσει ακόμα περισσότερες διώξεις και φυλακίσεις εξαιτίας των αγώνων του για δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Το όνομά του είναι στην πραγματικότητα ψευδώνυμο, που άρχισε να χρησιμοποιεί όταν εργαζόταν κρυφά ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ. Παλιότερα είχε αποκτήσει και το προσωνύμιο Ομέρογλου (= γυιός του Όμηρου) και είναι αλήθεια ότι στη νεανική του ηλικία αγαπούσε το μοντέλο του περιπλανώμενου στα χωριά ραψωδού, που απαγγέλλει ποιήματα και ιστορίες. Το καλύτερο ίσως πιστοποιητικό της απήχησής του στην τουρκική κοινωνία είναι ένα περιστατικό του 1971, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις στρατιωτικές φυλακές, όταν οι δεσμοφύλακες βρήκαν τα κατασχεμένα βιβλία του και τα πήραν μαζί τους στη φυλακή για να τους τα υπογράψει !

Το μυθιστόρημα του Γιασάρ Κεμάλ «Η θυμωμένη θάλασσα», που εκδόθηκε το 1978, αποτελεί πρώιμη τομή στον παγκόσμιο οικολογικό προβληματισμό, σε μια εποχή που ο όρος «οικολογία» ήταν σχεδόν άγνωστος. Είναι μια ελεγεία και ταυτόχρονα προειδοποίηση για την καταστροφή του περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στη ζωή των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που μία από τις φυλακίσεις του συγγραφέα οφείλεται στη μαχητική του αρθρογραφία ενάντια σ’ ένα νομοσχέδιο για τα δάση της τότε κυβέρνησης Ντεμιρέλ.

Ο Κεμάλ τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησής του τη θάλασσα, ή ακριβέστερα τις τρεις θάλασσες της Πόλης, του Μαρμαρά, τον Βόσπορο και τον εσωτερικό Κεράτιο κόλπο, και υμνεί τη σχέση της με τη ζωή των ανθρώπων. Ο λόγος του είναι συμβολικός και γεμάτος αλληγορίες, από τις οποίες ας συγκρατήσουμε το εύρημα των «νοτιατζήδων», των ανθρώπων δηλαδή που μετά από τους ισχυρούς νοτιάδες συνηθίζουν να ψάχνουν στο βυθό της θάλασσας και να ανακαλύπτουν πολύτιμα πετράδια και χρυσό, βυζαντινό, οθωμανικό ή ρωσικό. Είναι κι’ αυτός ένας από τους τρόπους του συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για το αυτοκρατορικό μεγαλείο του παρελθόντος μα και για τις ελπίδες, που γεννάει η θάλασσα στο παρόν. 

Οι δύο βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος, ξεριζωμένοι μετανάστες της ενδοχώρας αμφότεροι και μ’ ένα εσωτερικό κενό που μεγαλώνει συνεχώς καθώς μετακινούνται στη γιγαντιαία πόλη, είναι ο κακοποιός Ζεϋνέλ, ένας φτωχοδιάβολος Ρομπέν των Δασών, στον οποίο η λαϊκή φαντασία και τα ταμπλόϊντ έχουν δώσει διαστάσεις αρχι-γκάγκστερ και επικίνδυνου δολοφόνου, και ο ονειροπόλος ψαράς Σελίμ, που συνεννοείται καλύτερα όχι με τους ανθρώπους αλλά με τη θάλασσα και τα δελφίνια, τα οποία σημειωτέον αποτελούν θύματα συστηματικής αλίευσης τα τελευταία 60 χρόνια. Και κοντά σ’ αυτούς βέβαια η φιγούρα του πρώην λαθρέμπορου και ήδη μεγαλοεργολάβου ως υπόμνηση της διπλής σχέσης του πλούτου και της άρχουσας τάξης αφενός μεν με τον υπόκοσμο αφετέρου δε με μια διεφθαρμένη αστυνομία. Ο συγγραφέας περιγράφει με ζωντάνια όχι μόνο τον βιασμό της φύσης αλλά και τα τραύματα που προκαλεί στον ψυχισμό των ανθρώπων, τον φόβο του Ζεϋνέλ μπροστά στο φλεγόμενο τάνκερ στο Βόσπορο ή την οργή του Σελίμ στη θέα των δολοφονημένων δελφινιών.

Το συμπέρασμα είναι προφανές αλλά αμείλικτο. Εάν η Μαύρη Θάλασσα χάσει τις περιβαλλοντικές της αξίες, εάν εκφυλιστεί σε νεκροταφείο ή υπόνομο, τι νόημα έχει άραγε η οικονομική και ή όποια άλλη πρόοδος των κοινωνιών γύρω απ’ αυτήν ;


Επίλογος
Το ταξίδι της λογοτεχνίας είναι ασφαλώς ανεξάντλητο. Και υπάρχουν πολλοί ακόμα τόποι σ’ αυτές τις ακτές, που μπορούν να συνδυάσουν τη γοητεία της ανάγνωσης με τη γνώση για το παρελθόν και τον προβληματισμό για το μέλλον. Εξάλλου κατά τον Ζακ Λακαριέρ «έκσταση και δοκιμασία είναι τα δύο άκρα κάθε αληθινού ταξιδιού». Ελπίζω το δικό μας, αν και νοερό, να προκάλεσε ερεθίσματα και να αποτέλεσε μια μικρή μαθητεία στην πολυφωνία των ιδεών, το κλειδί δηλαδή για μια γόνιμη συνεργασία στη Μαύρη Θάλασσα !

Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

Ένα λογοτεχνικό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα - μέρος δεύτερο

Οδησσός, η γέννηση και η διάψευση της ελπίδας





Συνεχίζουμε το λογοτεχνικό μας ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα προς τα δυτικά και ύστερα από μερικές εκατοντάδες μίλια φτάνουμε στο μεγάλο λιμάνι της Οδησσού, που ιδρύεται μόλις το 1794 από τη Μεγάλη Αικατερίνη, προικίζεται με ειδικό καθεστώς εμπορικής ζώνης και διοικείται από την πρώτη στιγμή από ένα ξένο, τον Γάλλο Δούκα του Ρισελιέ. Με ραγδαίους ρυθμούς συρρέει μια πανσπερμία 50 εθνοτήτων, εμπόρων και εργατών, που χαρίζει στην πόλη οικονομικό δυναμισμό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. «Εδώ αναπνέω Ευρώπη» συνήθιζε να λέει ο Αλεξάντερ Πούσκιν, που, όπως και ο κατοπινός εθνικός ποιητής της Πολωνίας Άνταμ Μίτσκεβιτς, γνώρισαν την πόλη ως τόπο εξορίας, όχι και τόσο δυσάρεστης εδώ που τα λέμε .. 
 
Η Οδησσός γίνεται διεθνής έδρα συνωμοτών και, αν εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε τη Φιλική Εταιρία, την ίδια ώρα η πόλη φιλοξενεί μυστικές συγκεντρώσεις Ρώσων Δεκεμβριστών, Βούλγαρων και Ρουμάνων επαναστατών, Γάλλων και Ιταλών εμιγκρέδων. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον εκπαιδεύονται επαναστάτες σαν τον Λέον Τρότσκι, γεννιούνται συγγραφείς σαν την Άννα Αχμάτοβα, τον Βαλεντίν Κατάεφ, ή τον μετέπειτα Ιταλό Λεόνε Γκίνζμπουργκ και γράφονται τραγούδια σαν το «O sole mio» από τον Εντουάρντο ντι Κάπουα, το κατοπινό σήμα κατατεθέν της Νάπολης. Ο λογοτεχνικός και μουσικός κύκλος της πόλης παίζει σπουδαίο ρόλο και πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση αλλά και μετά απ’ αυτή, ενώ η Οδησσός διεκδικεί και τον τίτλο της γενέτειρας του κινηματογράφου, αφού οι πειραματικές ταινίες του 1893 του Τιμτσένκο προηγούνται κατά δύο χρόνια των αδελφών Λυμιέρ. Σίγουρα πάντως η πόλη έχει κατοχυρώσει την ιδιοκτησία της πιο διάσημης σεκάνς στην ιστορία της 7ης Τέχνης, αυτής με το καρότσι στη γρανιτένια σκάλα προς το λιμάνι στην ταινία του Σεργκέϊ Αϊζενστάϊν «Θωρηκτό Ποτέμκιν». Η σκάλα της Οδησσού αποτελεί ένα παγκόσμιο «επαναστατικό τοπόσημο»

Και καθώς οι τσαρικοί νόμοι επιβάλλουν ασφυξία στις εβραϊκές κοινότητες της επαρχίας, ο εβραϊκός πληθυσμός συρρέει στην Οδησσό και φτάνει στα τέλη του 19ου αιώνα να αποτελεί το 1/3 της πόλης. Στην εβραϊκή συνοικία Μονταβάνκα γεννιέται το 1894 ο διηγηματογράφος και δημοσιογράφος Ισαάκ Μπάμπελ, που, παρότι προέρχεται από αστικό περιβάλλον και δέχεται μια καλή εκπαίδευση, βιώνει και τις ανισότητες και τα πογκρόμ σε βάρος των Εβραίων και αποφασίζει να γίνει Μπολσεβίκος. Συμμετέχει μάλιστα και στις επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού, για λίγο ως εθελοντής και στη συνέχεια ως πολεμικός ανταποκριτής με εκσλαβισμένο όνομα κατά την εκστρατεία στην Πολωνία. Η εκστρατεία αυτή, που τελικά εξελίχθηκε στη μοναδική στρατιωτική ήττα των μπολσεβίκων, και το περιβάλλον της Οδησσού αποτελούν τις δύο βασικές πηγές έμπνευσης για τα διηγήματά του. Ο Μπάμπελ ακροβατεί σε πολλά μεταίχμια, μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας, μεταξύ αποστροφής για τη βία και κατανόησής της, μεταξύ αφοσίωσης στην επανάσταση και προβληματισμού για τα μέσα της. Στις γεμάτες με αφοπλιστικό χιούμορ ιστορίες του κατάφερε να συλλάβει, καλύτερα από κάθε άλλον σύγχρονό του, τον πνευματώδη αλλά και αναρχικό χαρακτήρα της Οδησσού.
Παρά την ενθουσιώδη αναγνώριση του Γκόρκυ, ο οποίος τον χαρακτηρίζει ως «ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει σήμερα η Ρωσία», ο Μπάμπελ καταφεύγει στη σιωπή στη διάρκεια των σταλινικών εκκαθαρίσεων, από τις οποίες τελικά δεν επιζεί. Εκτελείται τον Ιανουάριο του 1940 ύστερα από μια συνοπτική δίκη 20 λεπτών, όπου κατά τα ειωθότα καταδικάζεται και για «τροτσκισμό» και για «κατασκοπεία». Οι τελευταίες λέξεις του συγγραφέα είναι «Ποτέ δεν έκανα κάτι εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Αφήστε με τουλάχιστον να ολοκληρώσω το έργο μου !»
Ως επίλογο για τον Μπάμπελ θα παραθέσω τις αναμνήσεις του Κονσταντίν Παουστόφσκι, ενός άλλου μέλους του κύκλου των συγγραφέων της Οδησσού και υποψήφιου αργότερα για το βραβείο Νόμπελ, που έγραψε ότι «Ο Μπάμπελ ήταν για μας ο πρώτος αληθινά Σοβιετικός συγγραφέας». Ο ίδιος ο Παουστόφσκι δεν δίστασε αργότερα, επί εποχής μπρεζνιεφισμού, να αντιταχθεί στην δίκη και καταδίκη των συγγραφέων Σινιάφσκι και Ντάνιελ αλλά και στον διατεταγμένο εκσλαβισμό πολλών τοπωνυμίων της περιοχής.

Αυτός δεν γεννιέται στην πόλη αλλά έρχεται λίγο μετά από την επικράτηση των Μπολσεβίκων και γράφει γι’ αυτήν όπως ένας άντρας για τη γυναίκα του. Ακόμη περισσότερο όμως γίνεται λάτρης της Μαύρης θάλασσας, ακούραστος ταξιδιώτης και μεγάλος ψαράς. Εκτός από τις λυρικές περιγραφές της θάλασσας, χρωστάμε στον Παουστόφσκι μερικές από τις καλύτερες σελίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας του ψαρέματος, δίπλα σ’ αυτές του Χεμινγουέϊ και του Μέλβιλ.
Και αυτή η θάλασσα ήταν στ’ αλήθεια πάντα πλούσια σε ψάρια ! Κοντά στην Οδησσό, στη βορειοδυτική δηλαδή περιοχή της θαλάσσιας λεκάνης, εκεί που το βάθος είναι μικρό και δεν φτάνει το στρώμα του ανοξικού υδροθείου που κυριαρχεί στον βυθό της θάλασσας, ανοίγει ο κύκλος της ζωής πολλών ειδών, που στη συνέχεια ξεκινούν το δικό τους ταξίδι προς τα νότια κατά μήκος της ακτής.

Σαλπάρουμε επομένως από την Οδησσό, κρατώντας την εξοικείωση αφενός μεν με τον πλούτο της θάλασσας κυρίως όμως με την άνθιση της επαναστατικής ελπίδας, που συμπληρώνει φέτος την επέτειο των 100 χρόνων της, αλλά και με τη διάψευσή της.

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Ένα λογοτεχνικό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα - μέρος πρώτο


Είναι ώρα για ένα νοερό λογοτεχνικό ταξίδι στη Μαύρη Θάλασσα, ένα ταξίδι σε τόπους συγγραφέων αλλά και λογοτεχνικών ηρώων, που αυτοί δημιούργησαν. Φυσικά δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε χωρίς την υποστήριξη δύο θεμελιακών επιστημών για την πρόσληψη και την κατανόηση του κόσμου, την Ιστορία και τη Γεωγραφία. Το 1987 μάλιστα ο Μισέλ Φουκώ υποστήριξε μια βασική διάκριση ανάλογα με τον βαθμό επιρροής των δύο επιστημονικών κλάδων κατά τη σύγχρονη εποχή : ενώ ο 19ος αιώνας είχε εμμονή με την Ιστορία, ο 20ος έστρεψε σταδιακά όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον του προς τη Γεωγραφία. Σε κάθε περίπτωση πάντως η σύνδεση του χρόνου με τον χώρο προσφέρεται για την ανασύνθεση της ιστορίας των ιδεών. Γιατί στην πραγματικότητα αυτός είναι ο στόχος του ταξιδιού μας στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας, ο αναστοχασμός πάνω στη γέννηση, την εξέλιξη, τη μεταμόρφωση, την υλοποίηση αλλά και την παρακμή των ιδεών.  

 
 
 
Κριμαία, η συνάντηση με τον "άλλο"


Η ανατολική λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας κατά
τους χρόνους της Κλασσικής Αρχαιότητας
Η περιπλάνησή μας ξεκινάει στη χερσόνησο της Κριμαίας ή Ταυρική, όπως την ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες, όπου ο κορυφαίος Αθηναίος δραματουργός Ευριπίδης τοποθετεί την τραγωδία του «Ιφιγένεια εν Ταύροις». Σας θυμίζω επί τροχάδην την πλοκή της. Πρωταγωνιστές είναι τα δύο αδέλφια της γνωστής οικογένειας των Ατρειδών, η Ιφιγένεια και ο Ορέστης – η πρώτη, αφού σώθηκε από τη θυσία της στην Αυλίδα χάρη στην επέμβαση της Αρτέμιδας, υπηρετεί πλέον ως ιέρεια στο ναό της Θεάς ενώ ο δεύτερος καταφθάνει μαζί με τον φίλο του Πυλάδη με στόχο να κλέψει το ιερό ξόανο της Θεάς, ώστε να γλυτώσει από τις Ερινύες, που τον κυνηγούν ως μητροκτόνο. Οι δύο φίλοι συλλαμβάνονται ως ιερόσυλοι και κατά τον τοπικό νόμο, αλλά και λόγω του μίσους που τρέφει ο βασιλιάς Θόας εναντίον των ξένων, πρόκειται να θυσιαστούν στη Θεά, αφού πρώτα εξαγνιστούν από την ιέρειά της. Στην εξέλιξη όμως τα δύο αδέλφια αναγνωρίζονται μεταξύ τους και αποφασίζουν να δραπετεύσουν, η Ιφιγένεια με την εξυπνάδα της εξαπατά τον Θόαντα και η μάχη στην ακρογιαλιά μεταξύ των φυγάδων και των Ταύρων κρίνεται, χάρη στην επέμβαση της Αθηνάς, υπέρ των πρώτων, που δραπετεύουν μαζί με το ξόανο και καθιερώνουν τη λατρεία της Αρτέμιδας στην Αττική.


Η τραγωδία, που κατά την επικρατούσα άποψη διδάχθηκε το 413 π.Χ., στη διάρκεια δηλαδή της Σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων, εμπνέεται από την παλιότερη αποικιακή τους εξόρμηση στον Εύξεινο Πόντο και την επαφή με τους «άλλους», μ’ ένα κόσμο γεμάτο από ευκαιρίες αλλά και κινδύνους. Και ενώ η ματιά του αυτόπτη Ηροδότου ήταν θετική απέναντι στους νομαδικούς Σκύθες -ας μη λησμονούμε ότι πρώτοι αυτοί σταμάτησαν την περσική εξάπλωση, ενώ η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα έχει τεκμηριώσει την ύπαρξη προηγμένων θεσμών στην κοινωνική τους οργάνωση-, ο Ευριπίδης γράφει την «Ιφιγένεια» μετά από την εμπειρία των Περσικών πολέμων, που σηματοδότησε μια μεγάλη νοηματική τομή στην ιστορία του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, την επινόηση του «βαρβάρου». «Ξένη τώρα στ’ άξενα του Πόντου τ’ άγρια μέρη», θρηνεί σε κάποιο σημείο η ηρωίδα, που στην εξέλιξη της πλοκής αποδεικνύει την ανωτερότητα των Ελλήνων έναντι των βαρβάρων.

Η αποδοχή και η δημοτικότητα του μύθου της τραγωδίας συνεχίζει να είναι μεγάλη σε όλη τη διάρκεια της Αρχαιότητας, όπως όμως έχει ερευνήσει η ελληνίστρια Ήντιθ Χωλ, μετασχηματίζεται ανάλογα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις της κάθε εποχής. Η λατινική πρόσληψη του μύθου, ας πούμε, απομακρύνεται από την Ιφιγένεια και εστιάζει στη φιλία του Ορέστη με τον Πυλάδη, που γίνεται πρότυπο της amicitia, της αντρικής φιλίας μεταξύ των νεαρών Ρωμαίων αριστοκρατών. Ένας κατ’ εξοχήν εκφραστής αυτής της πρόσληψης είναι ο λυρικός ποιητής Οβίδιος, τα 2.000 χρόνια από τον θάνατο του οποίου συμπληρώνονται φέτος. Εξόριστος ο ποιητής στις ακτές της ίδιας θάλασσας, και συγκεκριμένα στους Τόμους της Μοισίας, τη σημερινή Κωστάντζα, γράφει τις περίφημες «Επιστολές από τον Πόντο» προς τους φίλους του.  

Η τυπογραφική έκδοση των έργων του Ευριπίδη, το 1503 από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία, προκαλεί την αναγέννηση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος για την τραγωδία, η οποία διαγράφει μια συναρπαστική πολιτιστική ιστορία τα νεότερα χρόνια. Η Ιφιγένεια μεταφέρεται το 1779 στην όπερα από τον καινοτόμο Βοημό συνθέτη Κρίστοφ Γκλουκ, χορογραφείται από την Ισιδώρα Ντάνκαν και την Πίνα Μπάους και στις μέρες μας γίνεται μεγάλη θεατρική επιτυχία στις αρχές του 20ου αιώνα και κινηματογραφική ταινία υποψήφια για Όσκαρ το 1931.

Ακόμη πιο εντυπωσιακές όμως είναι οι μεταμορφώσεις του μύθου της, που έρχονται να εξυπηρετήσουν νέες ιδεολογικές ανάγκες και χρήσεις :

Πιο γνωστή είναι η τραγωδία του Γκαίτε, την οποία παρουσίασε σε ποικίλες μορφές από το 1799 μέχρι το 1782. Εδώ η λύση δεν δίνεται από τους Θεούς αλλά από τους ανθρώπους, το ξόανο δεν το κλέβουν οι 3 Έλληνες αλλά τους το παραδίδει μόνος του ο Θόας, πεισμένος από την ειλικρίνεια και την διαλεκτική δύναμη της Ιφιγένειας. Είναι μια επιλογή, που αντανακλά όχι μόνο την ανθρωπιστική πρόσληψη του αρχαίου κόσμου από τον Γκαίτε ύστερα από το ταξίδι του στην Ιταλία αλλά και την ιδέα του για τη γερμανική ενοποίηση, που πρέπει να βασιστεί στον ορθολογισμό και τη συναίνεση και όχι στη δύναμη των όπλων.

Το 1903 στο δραματικό ποίημα της Λέσγια Ουκράινκα, ηγετικής μορφής της αναγέννησης της ουκρανικής λογοτεχνίας, η Ιφιγένεια αξιοποιείται ως σύμβολο αγώνα ενάντια στον τσαρικό ιμπεριαλισμό αλλά και υπέρ του σοσιαλισμού, ενώ το 1972 ο Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος γράφει την «Επιστροφή της Ιφιγένειας» και χρησιμοποιεί το καθεστώς των Ταύρων ως μεταφορά για τη στρατιωτική δικτατορία. Και κατά την τελευταία εικοσαετία αρκετοί συγγραφείς, ακολουθώντας τις λεγόμενες αντι-αποικιακές προσλήψεις, εστιάζουν στον Θόαντα ως αγωνιστή ενάντια στους εισβολείς και την ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ενώ οι Αμερικανίδες συνάδελφοί τους προσπαθούν να συνδέσουν την Ιφιγένεια με την προβληματική της ταυτότητας φύλου.

Παρακολουθούμε λοιπόν, πώς ένας αφηγηματικός μύθος επιβιώνει μεταλλασσόμενος, συνδιαλέγεται διαχρονικά με τις ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά εξακολουθεί να θέτει εμφατικά το ζήτημα της σχέσης με τον εκάστοτε «άλλο».


Τον Φεβρουάριο του 1945 στην Κριμαία καθορίστηκε
η τύχη της Ευρώπης (Διάσκεψη της Γιάλτας)
Στην πραγματικότητα η ίδια η Κριμαία έχει αναδειχθεί διαχρονικά σε τόπο συνάντησης της θάλασσας με τη στεριά ή, ακόμα καλύτερα, με τη στέπα της ενδοχώρας. Και μπορεί αυτή η συνάντηση να μη στερείται συγκρούσεων και καταστροφών, την ίδια ώρα όμως αποβαίνει γόνιμη για όλα τα συναλλασσόμενα μέρη όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτιστικά : Είτε πρόκειται για την ένταξη των Σκυθών στο σύστημα των εμπορικών συναλλαγών του αρχαίου κόσμου, είτε για τη δημιουργία υβριδικών πολιτισμικών ταυτοτήτων, σαν αυτές που περιγράφει ο Δίων ο Χρυσόστομος, είτε για το διάρκειας αρκετών αιώνων Βασίλειο του Κιμμέριου Βοσπόρου, είτε για τους Χαζάρους του Σουντάκ, που μιλούν μια τουρκογενή γλώσσα αλλά ασπάζονται το ιουδαϊκό θρήσκευμα, είτε για τα πρώτα βήματα του εκχριστιανισμού της Ρωσίας του Κιέβου είτε τέλος για τη συνεργασία των γενοβέζικων και βενετσιάνικων εμπορικών πόλεων με το ταταρικό Χανάτο της Χρυσής Ορδής.
 
Όπως συνοψίζει εύστοχα ο Νηλ Άσερσον στο κλασσικό του έργο για τη Μαύρη Θάλασσα, διαχρονικά «η Κριμαία ανήκει σε όλους και σε κανένα».