Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Παρατηρήσεις στα Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών και Κινδύνων Πλημμύρας Ηπείρου


1.     ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΛΕΚΑΝΩΝ ΑΠΟΡΡΟΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ

Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (ν. 3199/2003 άρθρο 6 και ΠΔ /2007, άρθρο 15), η διαδικασία της αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής γίνεται με την καθοριστική εμπλοκή του Περιφερειακού Συμβουλίου Υδάτων. Ειδικότερα το Συμβούλιο δημοσιοποιεί το Σχέδιο στο κοινό, ώστε αυτό να πληροφορηθεί το περιεχόμενό του και να συμμετάσχει στη δημόσια διαβούλευση, και στη συνέχεια γνωμοδοτεί πριν από την έγκρισή του. Επίσης συνεδριάζει υποχρεωτικά τουλάχιστον μία φορά κάθε χρόνο και εκφράζει τη γνώμη του για κάθε θέμα προστασίας και διαχείρισης των υδάτων, που υποβάλλει σ’ αυτό ο Γενικός Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (και κατά το πνεύμα της Οδηγίας 2000/60 θα έπρεπε να υποβάλλει όλα τα σχετικά θέματα, από άδειες χρήσης νερού μέχρι τεχνικά έργα, που επηρεάζουν υδάτινα σώματα, επιφανειακά ή υπόγεια).

Εκπροσωπώντας 30 περιβαλλοντικές οργανώσεις, πανελλαδικές και τοπικές, συμμετέχω στο Συμβούλιο Υδάτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης με χωρική αρμοδιότητα την Ήπειρο, το οποίο, αν και έχει συγκροτηθεί εδώ και 3 ½ χρόνια, ουδέποτε έχει συνεδριάσει μέχρι σήμερα. Το έλλειμμα δημοκρατίας και διαφάνειας είναι κάτι παραπάνω από φανερό. Η περιφρόνηση της νόμιμης διαδικασίας γίνεται μεγαλύτερη, αν ληφθεί υπόψη ότι το βασικό κείμενο της 1ης Αναθεώρησης του Σχεδίου Διαχείρισης, η 600 σελίδων Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, δεν ήταν προσβάσιμο στους ενδιαφερόμενους, καθώς ο σχετικός σύνδεσμος στη σελίδα της διαβούλευσης μέχρι και αυτή τη στιγμή δεν ανοίγει ! Επί ποίου κειμένου άραγε θα συζητήσουν και θα πληροφορηθούν οι πολίτες της Ηπείρου ? Η αδιαφάνεια αυτή αποκτά διαστάσεις σκανδάλου, αν αναλογιστεί κανείς ότι ανακάλυψα τυχαία την ΣΜΠΕ του υδατικού διαμερίσματος Ηπείρου, στην ιστοσελίδα της Περιφέρειας Θεσσαλίας (!!!), με ημερομηνία ανάρτησης 28 Σεπτεμβρίου, πράγμα που σημαίνει ότι έχει παραδοθεί τουλάχιστον πριν από 20 ημέρες από τους μελετητές.
 
Υπό τις συνθήκες αυτές θα δώσω κατ’ αρχήν έμφαση στην πολιτική εκτίμηση των κατευθύνσεων της ΣΜΠΕ. Σπεύδω πάντως από την αρχή να δηλώσω ότι, δεδομένης και της ένδειας στοιχείων και αρχείων, που μαστίζει αυτή τη χώρα, εκτιμώ το επίπεδο της εργασίας των μελετητών και συμφωνώ με πολλές από τις προτάσεις μέτρων εκ μέρους τους, ιδιαίτερα αυτές που αμφισβητούνται από εκπροσώπους του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου της περιοχής. Οφείλω όμως να επισημάνω ότι υιοθετούν τις μεθόδους υπεκφυγής, τις οποίες έχει επιλέξει η ελληνική Κυβέρνηση και η Ειδική Γραμματεία Υδάτων. Διότι ο πραγματικός στόχος δεν είναι η καθιέρωση ενός αξιόπιστου και συμμετοχικού συστήματος διαχείρισης των υδάτινων πόρων αλλά η αποφυγή του προβλήματος της «αιρεσιμότητας», της απειλής δηλαδή να διακοπούν οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Ειδικότερα οι μέθοδοι αυτές είναι:
α) Η προσπάθεια για χρονική παράταση μέχρι το 2027 λόγω καθεστώτος «εξαίρεσης» (άρθρο 4 παρ. 4 της Οδηγίας). Υπενθυμίζω κατ’ αρχήν ότι από τα 106 επιφανειακά υδάτινα σώματα της Ηπείρου τα 32 (δηλαδή το 30 %) εμφανίζονται να μην έχουν πιάσει το στόχο της καλής οικολογικής ή/και χημικής κατάστασης ενώ στο 1ο Σχέδιο το ποσοστό αυτό ήταν 14 %. Και η Ελλάδα δεν δικαιούται να επικαλείται έλλειψη στοιχείων, γιατί έχει χρηματοδοτηθεί για να κάνει τις μετρήσεις αυτές. Η ΣΜΠΕ επισημαίνει ότι η έλλειψη πληροφόρησης ή τεχνικοί περιορισμοί μπορούσαν να γίνουν εύκολα δεκτοί ως λόγοι εξαίρεσης κατά την κατάρτιση των σχεδίων αλλά κατά την αναθεώρηση πρέπει πλέον να προτείνονται με μεγάλη φειδώ. Παρ’ όλα αυτά λίγο παρακάτω η ίδια επικαλείται κατά κόρον την αιτιολογία «έλλειψη πληροφοριών» για να ζητήσει για ΟΛΑ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ τα υδάτινα σώματα καθεστώς εξαίρεσης μέχρι το 2027. Όμως δεν είναι δυνατόν και τα 32, ακόμα και τα ρέματα λχ, να μη μπορούν να αποκατασταθούν μέχρι το 2021, που εκπνέει αυτή η διαχειριστική περίοδος. Ο στόχος είναι σαφής, το πολιτικό σύστημα, κεντρικό και τοπικό, να αποφύγει τις συγκρούσεις και τις ευθύνες του.
β) Η δεύτερη επιφύλαξη αφορά τα νέα έργα ή δραστηριότητες, τα οποία πλέον δεν περιλαμβάνονται ονομαστικά στο Σχέδιο αλλά μπορεί να συνιστούν τροποποιήσεις του  (βάσει του άρθρου 4 παρ. 7 της Οδηγίας). Η περιβόητη «νέα μεθοδολογία», που επεξεργάστηκε η Ειδική Γραμματεία Υδάτων, μπορεί να επιτρέψει την εκτέλεση νέων έργων με σοβαρές επιπτώσεις χωρίς δεσμεύσεις από το Σχέδιο Διαχείρισης. Και αυτή η πρόβλεψη εγκυμονεί κινδύνους ασυδοσίας του πολιτικού συστήματος. Υπενθυμίζω ότι στην Ήπειρο βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σχέδιο έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων από τις ενδιαφερόμενες μερίδες του κεφαλαίου, περί του οποίου ουδέν διαλαμβάνει το προσχέδιο διαβούλευσης - ούτε καν ένα προτεινόμενο μέτρο για μελέτη ελέγχου των επιπτώσεων αυτής της δραστηριότητας στα υπόγεια νερά.
γ) Η κατάχρηση του χαρακτηρισμού υδάτινων σωμάτων ως «ιδιαίτερα τροποποιημένων» (ΙΤΥΣ), τα οποία δεν απαιτούν εκπλήρωση του στόχου για «καλή οικολογική κατάσταση» αλλά του χαμηλότερου για «καλό οικολογικό δυναμικό». Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λίμνη Παμβώτιδα, την οποία η Μελέτη αντιμετωπίζει ως ΙΤΥΣ. Δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για την ορθότητα του χαρακτηρισμού, αυτό που όμως είναι σίγουρο, είναι ότι για τις διαρκείς «τροποποιήσεις» της, όπως πρόσφατα η περιβόητη πίστα θαλάσσιου σκι, ευθύνεται το πολιτικό σύστημα της περιοχής, Αντί λοιπόν να μπει ψηλά ο πήχυς και να δεσμευτεί αυτό σε ψηλούς στόχους, του παρέχεται μια ευχέρεια εκπτώσεων και στο περιεχόμενο και κυρίως στο χρόνο, με την πρόβλεψη παράτασης μέχρι το 2027.
Πέραν αυτών δύο από τα προτεινόμενα μέτρα για την περιοχή των Ιωαννίνων και ειδικότερα 1. η μελέτη φέρουσας ικανότητας του ποταμού Λούρου στα πρώτα χιλιόμετρα της διαδρομής του για την εγκατάσταση ιχθυοτροφείων και 2. ο διοικητικός ορισμός της λίμνης Παμβώτιδας και της τάφρου Λαψίστας ως «ευαίσθητων αποδεκτών» λυμάτων, ο οποίος προτεινόταν και από το 1ο Διαχειριστικό Σχέδιο, είναι παραπάνω από απαραίτητα.
Επίδικο εξακολουθεί να αποτελεί η απαγόρευση νέων υδρογεωτρήσεων στο Λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, η οποία προβλεπόταν στο 1ο Σχέδιο. Παρά το γεγονός ότι οι μελετητές έχουν μειώσει τη ζώνη της απαγόρευσης στο 1/3 της αρχικής έκτασης, ύστερα από τον διαχωρισμό των υδροφορέων Μιτσικελίου και Βελάς (που προσωπικά δεν είμαι σε θέση να τον αξιολογήσω γεωλογικά), η διάχυτη «αναπτυξιολογία» αδιαφορεί για κάποια συμπτώματα εξάντλησης και διεκδικεί την πλήρη άρση της απαγόρευσης ! Η διατήρηση ακόμη και αυτής της περιορισμένης απαγόρευσης είναι ζωτικής σημασίας και για τα αποθέματα και για τους πολίτες.
Θα ολοκληρώσω με την έννοια της «πλήρους ανάκτησης κόστους», από την οποία διαπνέεται η Οδηγία 2000/60 και νομοθετήθηκε πρόσφατα και στην Ελλάδα (ΚΥΑ 135275/22-05-2017). Η συγκεκριμένη ρύθμιση, εξαιρώντας ωστόσο την υδροηλεκτρική χρήση (!), προβλέπει ότι οι  πολίτες θα πληρώνουν το συνολικό κόστος του κάθε παρόχου υπηρεσιών ύδρευσης, ακόμη και τις επενδυτικές του αστοχίες, θα φορολογούνται δηλαδή εκ νέου και συνεχώς για τις υποδομές ύδρευσης. Αυτό οδηγεί και στην αύξηση της τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος, δηλαδή ακυρώνει στην πράξη την απρόσκοπτη πρόσβαση όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στο νερό και τον χαρακτήρα του ως φυσικού και κοινωνικού αγαθού, αλλά και σε αυταπάτες περί βιώσιμης διαχείρισης των υδατικών πόρων. Το οικολογικό κίνημα σε όλη την Ευρώπη αμφισβητεί την εμπορευματοποίηση, στην οποία οδηγεί η «πλήρης ανάκτηση κόστους», και διεκδικεί την εξασφάλιση πόρων για μεγάλες υποδομές μέσα από τη γενική φορολογία.

2.     ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΙΝΔΥΝΩΝ ΠΛΗΜΜΥΡΑΣ ΛΑΠ

α)  Στο Σχέδιο Διαχείρισης προσδιορίζονται 10 ζώνες υψηλής επικινδυνότητας πλημμύρας στις πεδινές και επίπεδες περιοχές της Ηπείρου και ορθά, διότι εκεί εντοπίζονται οι κίνδυνοι μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο ο προβληματισμός για την προστασία των πολιτιστικών μνημείων θα πρέπει να συμπεριλάβει και τα μνημεία του λαϊκού πολιτισμού στις ορεινές ζώνες και συγκεκριμένα τα πετρογέφυρα της Ηπείρου. Στην περιοχή μας εξακολουθούμε να θρηνούμε την πτώση της γέφυρας της Πλάκας, αν και δεν οφείλεται κυρίως στην πλημμύρα αλλά στην πλημμελή της συντήρηση. Με αφορμή όμως αυτό θα πρέπει να εξεταστεί η λήψη μέτρων στις περιοχές εγγύτητας των πέτρινων γεφυριών.
β) Πολλές φορές η όξυνση των πλημμυρικών φαινομένων δεν οφείλεται σε φυσικά αίτια αλλά στις τεχνικές επεμβάσεις και ιδιαίτερα σ’ αυτές που είναι μεγάλης κλίμακας. Η ένταση των πλημμυρών του 2010 στο νότιο τμήμα του Λεκανοπεδίου Ιωαννίνων έχει καταγγελθεί ότι οφείλεται σε παραλείψεις και αστοχίες κατά την κατασκευή είτε της Εγνατίας οδού είτε άλλων δρόμων είτε μεγάλων κτιριακών συγκροτημάτων (ΙΚΕΑ), που έχουν οδηγήσει σε απόφραξη καταβοθρών, οι οποίες λειτουργούσαν στην περιοχή. Είναι λοιπόν ζητούμενο ένα μοντέλο αποτίμησης και αυτών των κινδύνων.
γ) Το πιο σημαντικό επίδικο όμως είναι η σκοπούμενη «αντιπλημμυρική δράση» του υδροηλεκτρικού φράγματος Πουρναρίου. Η αξιωματική παραδοχή ότι τα υδροηλεκτρικά φράγματα παρέχουν ΚΑΙ αντιπλημμυρική προστασία καταρρίπτεται τόσο από την επιστημονική κριτική (ενδεικτικά https://www.internationalrivers.org/resources/before-the-deluge-coping-with-floods-in-a-changing-climate-3987), η οποία επισημαίνει ότι στην πραγματικότητα αυτά επιτείνουν το πρόβλημα, καθώς λειτουργούν ως μηχανισμοί μεταφοράς των πλημμυρικών φορτίων, όσο και από την εμπειρία με πλησιέστερη περίπτωση την ευθύνη των βουλγαρικών Υ/Η φραγμάτων για τις συχνές πλέον πλημμύρες του ποταμού Έβρου. Και τούτο οφείλεται στη διαφορά των σκοπών λειτουργίας, καθώς ένα αντιπλημμυρικό φράγμα απαιτεί διατήρηση του ταμιευτήρα στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο ενώ ένα υδροηλεκτρικό ακριβώς το αντίθετο, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η παραγωγή ενέργειας σε περιόδους αιχμής.
Φράγματα & πλημμύρες (Vajont Β. Ιταλία 1963 - 2.000 νεκροί)
Δεν υιοθετώ απαραίτητα τις αιτιάσεις του Δήμου Αρταίων ότι οι μεγάλες πλημμύρες του 2015 στην πεδιάδα της Άρτας οφείλονται και στην καθυστερημένη αντίδραση των υπευθύνων λειτουργίας του φράγματος Πουρναρίου. Υφίσταται όμως μια πραγματική σύγκρουση χρήσεων με αντικείμενο το ύψος της στάθμης λειτουργίας του ταμιευτήρα και η ΔΕΗ εμφανίζεται απρόθυμη να συνηγορήσει στη μείωσή του. Και αν υπό το καθεστώς της ΔΕΗ υφίσταται ένας υποτυπώδης δημόσιος έλεγχος, στην πολύ πιθανή περίπτωση ιδιωτικοποίησης του Πουρναρίου η διακύμανση της στάθμης του θα εξαρτάται από την επιδίωξη του κέρδους με βάση την χρηματιστηριακή διακύμανση της τιμής της κιλοβατώρας σε ένα διασυνδεδεμένο σύστημα ενεργειακών ροών.
Συνεπώς, η ανάγκη διαχείρισης των κινδύνων πλημμύρας οφείλει να υπερβεί τις αξιωματικές παραδοχές και τα τεχνοκρατικά όρια και να συμπεριλάβει απαραίτητα δύο πολιτικούς στόχους 1. Τη θεσμοθέτηση οργάνων κοινωνικής διαχείρισης και ελέγχου στα υπάρχοντα φράγματα και τη ρύθμιση των χρήσεων του νερού με την αποφασιστική συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και 2. Την αποφυγή στο μέλλον κατασκευής νέων μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων, που διακόπτουν τον υδατικό κύκλο και προκαλούν πολλές καταστροφικές συνέπειες, όχι μόνο στον Άραχθο αλλά σε όλα τα ποτάμια. 

Γιάννενα, 19-20 Οκτωβρίου 2017

Γιάννης Παπαδημητρίου
Εκπρόσωπος Περιβαλλοντικών Οργανώσεων
στο Συμβούλιο Υδάτων Ηπείρου