Κωνσταντινούπολη
/ Ιστανμπούλ, περιβαλλοντικές αξίες και απειλές
Συνεχίζουμε το ταξίδι μας, ακολουθώντας και μεις τον δρόμο των ψαριών προς τα νότια και φτάνουμε στη
μοναδική έξοδο της θάλασσας, τον Βόσπορο, που ήδη από τον 17ο αιώνα
ο Ιταλός ναυτικός Μαρσίλι απέδειξε ότι διαπερνάται από δύο και όχι ένα θαλάσσια
ρεύματα : ένα επιφανειακό και ελαφρύτερο από τη Μαύρη θάλασσα προς το Μαρμαρά
και τη Μεσόγειο και ένα αλμυρότερο και βαθύτερο προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Είναι ωστόσο η συνάντηση όχι των θαλάσσιων αλλά των ανθρώπινων ρευμάτων
στο Βόσπορο, που καθόρισε την ιστορική του μοίρα. Κανένα ταξίδι στη Μαύρη
Θάλασσα δεν είναι πλήρες χωρίς μια στάση στη μεγαλύτερη και σπουδαιότερη πόλη
της, την διαχρονικά ηγεμονική Κωνσταντινούπολη / Ιστανμπούλ, που κυριαρχεί στα
εγχειρίδια ιστορίας και στη συλλογική μνήμη όλων των λαών της περιοχής και όχι
μόνο.
Ό,τι και να πούμε για τη γοητεία, που η πολυεθνική μητρόπολη άσκησε και
εξακολουθεί να ασκεί στους συγγραφείς, είναι λίγο. Η λογοτεχνική της απεικόνιση
εκτείνεται σε πολλές εκατοντάδες αν όχι χιλιάδες έργα : κάποια εντελώς
ξεχασμένα, όπως η καταλανική ιπποτική μυθιστορία του 15ου αιώνα «Ο
Τιράν ο λευκός» ή οι εντυπώσεις του Αβαλισβίλι και των άλλων Γεωργιανών
ταξιδευτών του 17ου και 18ου αιώνα, κάποια πολυδιαβασμένα
μέχρι σήμερα, όπως τα αστυνομικά μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι και του
Γκράχαμ Γκρην, που εκτυλίσσονται πάνω στο Οριάν Εξπρές, και κάποια συνδεδεμένα
με ισχυρές βιωματικές εντυπώσεις, όπως αυτές του Πιέρ Λοτί, θαμώνα του
καφενείου στον Κεράτιο κόλπο, στα οριενταλιστικά μυθιστορήματα του οποίου
πάντως δεν απηχούνται αποικιοκρατικές αντιλήψεις. Και ασφαλώς το φαντασμαγορικό
και μαζί χαοτικό αστικό τοπίο της Ιστανμπούλ είναι ο αγαπημένος μυθοπλαστικός
τόπος της τουρκικής λογοτεχνικής παραγωγής, που πολύ συχνά αρέσκεται να
διερευνά τις πολλαπλές ταυτότητες της πόλης.
Εμβληματικό είναι ασφαλώς το «Μαύρο Βιβλίο» του νομπελίστα πλέον Ορχάν Παμούκ, που μας έχει παραδώσει και ένα νοσταλγικό χρονικό της Πόλης από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μυθιστόρημα και ως αυτοβιογραφία, ως τουριστικός οδηγός και δοκίμιο. Ο κατάλογος όμως των συγγραφέων είναι μεγάλος : Οι παλιότεροι Γιαχιά Κεμάλ και Αχμέτ Τάνπιναρ, οι νεότεροι Ντενίμ Γκιουρσέλ και Φεριντέ Τσιτσέκογλου, από τους σύγχρονους η Ελίφ Σαφάκ με τους προβληματισμούς για τη γυναικεία ταυτότητα και ο Τουνά Κιρεμιτσί, κι’ ακόμα ο Αχμέτ Ουμίτ και η Εσμαχάν Αϊκόλ, που χρησιμοποιούν συχνά τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Εξάλλου και ο κορυφαίος Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης κουβαλάει μέσα του την Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων.
Εμβληματικό είναι ασφαλώς το «Μαύρο Βιβλίο» του νομπελίστα πλέον Ορχάν Παμούκ, που μας έχει παραδώσει και ένα νοσταλγικό χρονικό της Πόλης από τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως μυθιστόρημα και ως αυτοβιογραφία, ως τουριστικός οδηγός και δοκίμιο. Ο κατάλογος όμως των συγγραφέων είναι μεγάλος : Οι παλιότεροι Γιαχιά Κεμάλ και Αχμέτ Τάνπιναρ, οι νεότεροι Ντενίμ Γκιουρσέλ και Φεριντέ Τσιτσέκογλου, από τους σύγχρονους η Ελίφ Σαφάκ με τους προβληματισμούς για τη γυναικεία ταυτότητα και ο Τουνά Κιρεμιτσί, κι’ ακόμα ο Αχμέτ Ουμίτ και η Εσμαχάν Αϊκόλ, που χρησιμοποιούν συχνά τη φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος. Εξάλλου και ο κορυφαίος Έλληνας αστυνομικός συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης κουβαλάει μέσα του την Κωνσταντινούπολη των παιδικών του χρόνων.
Σ’ αυτό το ταξίδι θα αφουγκραστούμε κυρίως τη φωνή ενός άλλου υποψήφιου
για το βραβείο Νόμπελ, μια φωνή που έχει κουρδική καταγωγή αλλά σκέφτεται και
γράφει στην τουρκική γλώσσα. Ο Γιασάρ Κεμάλ, γεννημένος στην Τσουκούροβα (την
Κιλικία) αλλά εγκαταστημένος από νωρίς στην Πόλη, έχει μεταφρασθεί σε δεκάδες
γλώσσες, έχει αποσπάσει πολλά βραβεία και έχει εξασφαλίσει ακόμα περισσότερες
διώξεις και φυλακίσεις εξαιτίας των αγώνων του για δημοκρατία και ανθρώπινα
δικαιώματα. Το όνομά του είναι στην πραγματικότητα ψευδώνυμο, που άρχισε να
χρησιμοποιεί όταν εργαζόταν κρυφά ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Τζουμχουριέτ.
Παλιότερα είχε αποκτήσει και το προσωνύμιο Ομέρογλου (= γυιός του Όμηρου) και
είναι αλήθεια ότι στη νεανική του ηλικία αγαπούσε το μοντέλο του περιπλανώμενου
στα χωριά ραψωδού, που απαγγέλλει ποιήματα και ιστορίες. Το καλύτερο ίσως
πιστοποιητικό της απήχησής του στην τουρκική κοινωνία είναι ένα περιστατικό του
1971, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις στρατιωτικές φυλακές, όταν οι
δεσμοφύλακες βρήκαν τα κατασχεμένα βιβλία του και τα πήραν μαζί τους στη φυλακή
για να τους τα υπογράψει !
Το μυθιστόρημα του Γιασάρ Κεμάλ «Η θυμωμένη θάλασσα», που εκδόθηκε το
1978, αποτελεί πρώιμη τομή στον παγκόσμιο οικολογικό προβληματισμό, σε μια
εποχή που ο όρος «οικολογία» ήταν σχεδόν άγνωστος. Είναι μια ελεγεία και
ταυτόχρονα προειδοποίηση για την καταστροφή του περιβάλλοντος και τις
επιπτώσεις της στη ζωή των ανθρώπων. Δεν είναι τυχαίο που μία από τις
φυλακίσεις του συγγραφέα οφείλεται στη μαχητική του αρθρογραφία ενάντια σ’ ένα
νομοσχέδιο για τα δάση της τότε κυβέρνησης Ντεμιρέλ.
Ο Κεμάλ τοποθετεί στο κέντρο της αφήγησής του τη θάλασσα, ή ακριβέστερα
τις τρεις θάλασσες της Πόλης, του Μαρμαρά, τον Βόσπορο και τον εσωτερικό
Κεράτιο κόλπο, και υμνεί τη σχέση της με τη ζωή των ανθρώπων. Ο λόγος του είναι
συμβολικός και γεμάτος αλληγορίες, από τις οποίες ας συγκρατήσουμε το εύρημα
των «νοτιατζήδων», των ανθρώπων δηλαδή που μετά από τους ισχυρούς νοτιάδες
συνηθίζουν να ψάχνουν στο βυθό της θάλασσας και να ανακαλύπτουν πολύτιμα
πετράδια και χρυσό, βυζαντινό, οθωμανικό ή ρωσικό. Είναι κι’ αυτός ένας από
τους τρόπους του συγγραφέα να μιλήσει όχι μόνο για το αυτοκρατορικό μεγαλείο
του παρελθόντος μα και για τις ελπίδες, που γεννάει η θάλασσα στο παρόν.
Οι δύο βασικοί ήρωες του μυθιστορήματος, ξεριζωμένοι μετανάστες της
ενδοχώρας αμφότεροι και μ’ ένα εσωτερικό κενό που μεγαλώνει συνεχώς καθώς
μετακινούνται στη γιγαντιαία πόλη, είναι ο κακοποιός Ζεϋνέλ, ένας φτωχοδιάβολος
Ρομπέν των Δασών, στον οποίο η λαϊκή φαντασία και τα ταμπλόϊντ έχουν δώσει
διαστάσεις αρχι-γκάγκστερ και επικίνδυνου δολοφόνου, και ο ονειροπόλος ψαράς
Σελίμ, που συνεννοείται καλύτερα όχι με τους ανθρώπους αλλά με τη θάλασσα και
τα δελφίνια, τα οποία σημειωτέον αποτελούν θύματα συστηματικής αλίευσης τα
τελευταία 60 χρόνια. Και κοντά σ’ αυτούς βέβαια η φιγούρα του πρώην λαθρέμπορου
και ήδη μεγαλοεργολάβου ως υπόμνηση της διπλής σχέσης του πλούτου και της
άρχουσας τάξης αφενός μεν με τον υπόκοσμο αφετέρου δε με μια διεφθαρμένη
αστυνομία. Ο συγγραφέας περιγράφει με ζωντάνια όχι μόνο τον βιασμό της φύσης
αλλά και τα τραύματα που προκαλεί στον ψυχισμό των ανθρώπων, τον φόβο του
Ζεϋνέλ μπροστά στο φλεγόμενο τάνκερ στο Βόσπορο ή την οργή του Σελίμ στη θέα
των δολοφονημένων δελφινιών.
Το συμπέρασμα είναι προφανές αλλά αμείλικτο. Εάν η Μαύρη Θάλασσα χάσει
τις περιβαλλοντικές της αξίες, εάν εκφυλιστεί σε νεκροταφείο ή υπόνομο, τι
νόημα έχει άραγε η οικονομική και ή όποια άλλη πρόοδος των κοινωνιών γύρω απ’
αυτήν ;
Επίλογος
Το ταξίδι της
λογοτεχνίας είναι ασφαλώς ανεξάντλητο. Και υπάρχουν πολλοί ακόμα τόποι σ’ αυτές
τις ακτές, που μπορούν να συνδυάσουν τη γοητεία της ανάγνωσης με τη γνώση για
το παρελθόν και τον προβληματισμό για το μέλλον. Εξάλλου κατά τον Ζακ Λακαριέρ
«έκσταση και δοκιμασία είναι τα δύο άκρα κάθε αληθινού ταξιδιού». Ελπίζω το δικό
μας, αν και νοερό, να προκάλεσε ερεθίσματα και να αποτέλεσε μια μικρή μαθητεία
στην πολυφωνία των ιδεών, το κλειδί δηλαδή για μια γόνιμη συνεργασία στη Μαύρη
Θάλασσα !