ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
(μτφρ.
Νατάσας Σκόρδου - εκδ. Περίπλους, 2002)
Ο
Σκωτσέζος Πωλ Τζόνστον, που γι’ αυτό το βιβλίο πήρε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου
αστυνομικού συγγραφέα, το εξέδωσε, με τον αγγλικό τίτλο “Body politic”, το 1997, λίγους μήνες
πριν από το δημοψήφισμα για την καθιέρωση του σκωτσέζικου κοινοβουλίου. Τοποθετεί
την πλοκή στη γενέτειρα πόλη του, το Εδιμβούργο – μα τί έχει αυτή η πόλη και
βγάζει συνεχώς σπουδαίους αστυνομικούς συγγραφείς ; -, όπου επινοεί και
περιγράφει ένα μελλοντικό πολεοδομικό σκηνικό και κυρίως πολιτικό τοπίο : Στις
αρχές του 21ου αιώνα η Μεγάλη Βρετανία διαλύθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της
κυριαρχείται από εγκληματικές σπείρες. Στην αυτόνομη πόλη - κράτος του
Εδιμβούργου όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, αφού στις εκλογές του
2003 την εξουσία πήρε το κόμμα του Διαφωτισμού και επέβαλε καθεστώς ενάρετης και
ορθολογικής διακυβέρνησης με έμπνευση τις αρχές της πλατωνικής πολιτείας.
Στην πραγματικότητα, αυτό το υποκριτικό καθεστώς θεσμοθετημένης επιτήρησης φέρει μέσα του τα στοιχεία του εγκλήματος. Και της κατάχρησης εξουσίας σε βάρος των πολιτών και της παραβίασης των κανόνων ανάλογα με τη θέση στην ιεραρχία και της διαφθοράς, διότι πάντα υπάρχουν αυτοί, που κάνουν business as usual. Είναι επομένως ζήτημα χρόνου να κάνει την εμφάνισή του και το σκληρό έγκλημα με τη μορφή ενός σήριαλ κίλερ.
Σ’
αυτό το δυστοπικό περιβάλλον κινείται ο Κουίντ Ντάλριμπλ - με βαφτιστικό
Κουεντιλιανός, όπως αποφάσισε ο λατινιστής πατέρας του, πρώην Πρόεδρος του
Συμβουλίου, που όμως απομακρύνθηκε, επειδή υποστήριζε τον χρονικό περιορισμό
της θητείας και την εναλλαγή των μελών του. Ο ίδιος ο Κουίντ ήταν στο παρελθόν υψηλόβαθμος
αστυνομικός και είχε οργανώσει μάλιστα τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ήταν όμως
και αρκετά ανυπότακτος στην τήρηση των οδηγιών συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να
καθαιρεθεί και να καταλήξει εργάτης καθαρισμού πάρκων. Επειδή όμως είναι
πραγματικά χρήσιμος, η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια στην απασχόλησή του ως
ιδιωτικού ντετέκτιβ στον ελεύθερο χρόνο του. Για τον ίδιο λόγο το Συμβούλιο του
αναθέτει τη διερεύνηση των φόνων. Ο Ντάλριμπλ όμως, με την πολύτιμη βοήθεια του
όλο και λιγότερο συμβατικού «Χιουμ 253», βάζει βαθειά το μαχαίρι !
Μέσα
από μια κλιμακούμενη πλοκή με πολλούς χαρακτήρες ο συγγραφέας πλάθει έναν κεντρικό
ήρωα εγκεφαλικό και τρυφερό, επιρρεπή σε πάθη μικρά, όπως το ουίσκυ και το
μπλουζ, και μεγάλα, όπως η αμφισβήτηση της αυθεντίας της εξουσίας και ο έρωτας.
Και βρίσκει έτσι τον τρόπο να θυμίσει τις αξίες της συναισθηματικής έκφρασης, της
ελευθερίας των επιλογών, της δικαιοσύνης και σε τελική ανάλυση της δημοκρατίας.
Ο
Κουίντ Ντάριμπλ, ήρωας 5 μυθιστορημάτων, δεν είναι ο μοναδικός, που δημιούργησε
ο συγγραφέας. Ακολούθησαν ο Έλληνας ιδιωτικός αστυνομικός Άλεξ Μαύρος με 7, τρία
από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, και ο συγγραφέας αστυνομικών
μυθιστορημάτων Ματ Γουέλς με 4. Ο Πωλ Τζόνστον, ο οποίος σπούδασε αρχαία και νέα
(!) ελληνική φιλολογία στην Οξφόρδη, έχει μεγάλους δεσμούς με τη χώρα μας, αφού
ήδη από τα νεανικά του χρόνια εργάστηκε εδώ ως ξεναγός και δάσκαλος αγγλικών.
Ζει το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου στην Ελλάδα, με προτίμηση στο Ναύπλιο και
την Αντίπαρο, και πλέον αγωνίζεται ενάντια και σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Η
βαθειά γνώση της ελληνικής πραγματικότητας αντικατοπτρίζεται κυρίως στις ιστορίες
του Άλεξ Μαύρου. Δεν λείπουν όμως οι αναφορές και σ’ αυτό το πρώτο του έργο : Στις
αρχές του 21ου αιώνα η Ελλάδα πλούτισε από την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων
πετρελαίου στο Αιγαίο και εγκατέλειψε το ευρώ (15 χρόνια αργότερα το ίδιο «οραματίστηκε»
και ο Καζάκης του ΕΠΑΜ …). Το αποτέλεσμα, όπως λέει κάποια στιγμή ο ήρωας του
βιβλίου, ήταν η Ελλάδα να αποκτήσει όση εγκληματικότητα είχαν το Σικάγο και η
Νέα Υόρκη μαζί την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Αυτή η προφητεία είναι η πιο
διδακτική απ’ όλες - αν και θέλω να ελπίζω ότι θα τη διαψεύσουμε τελικά.
Κατά
την εποχή της κυκλοφορίας του βιβλίου η περιγραφή μιας μελλοντικής, πλατωνικού
τύπου, αντιδημοκρατικής δυστοπίας, την οποία επιβάλλουν οι «ειδικοί», έγινε
δεκτή με κρίσεις του τύπου «ο Πωλ Τζόνστον μας βάζει να σκεφτούμε το μέλλον».
Δυστυχώς, με αιτία αλλά και πρόσχημα τον Covid-19, το μέλλον είναι ήδη εδώ.