Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Ποιός υπερασπίζεται το πολιτισμικό τοπίο ;


Η καλύτερη εισαγωγή είναι το συναίσθημα της θλίψης, το οποίο κατέλαβε πολλούς κατοίκους των Ιωαννίνων με την αναγγελία ότι τα πλατάνια του παραλίμνιου δρόμου τους πάσχουν από μεταχρωματικό έλκος και πρόκειται να κοπούν. Η περιγραφή αυτή ανταποκρίνεται απόλυτα στον ορισμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Φλωρεντίας του 2000 για το τοπίο, ότι είναι μια περιοχή, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους, της οποίας ο χαρακτήρας προκύπτει από την δράση και την αλληλεπίδραση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, ως σύνθεση δηλαδή ενός αντικειμενικού στοιχείου, της πραγματικότητας, όπως έχει προκύψει από τη συνδυασμένη δράση φύσης και ανθρώπου, αλλά και ενός υποκειμενικού, της πρόσληψής της από τους κατοίκους μιας περιοχής. 

Με αυτή τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης η νομική πρακτική έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την κοινωνική ανθρωπολογία και επιχείρησε να ρυθμίσει ένα δικαίωμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει και νοητικές κατασκευές και διαπραγματεύεται το δύσκολο ζήτημα της ταυτότητας. Ίσως αυτό να εξηγεί, μέχρι ένα βαθμό, και τις δυσκολίες στην εφαρμογή της Σύμβασης. 

Η σχέση μεταξύ τοπίου και ταυτότητας έχει παραγάγει αρκετές φορές πολιτικά αποτελέσματα - κλασικό παράδειγμα είναι η Ελβετία, η οποία ξεπέρασε την εσωτερική εθνολογική της τριχοτόμηση και κατασκεύασε τη εθνική της ταυτότητα με βάση το ορεινό της τοπίο - και ήταν μοιραίο να μη διαφύγει από τη ρυθμιστική δικαιοδοσία ενός κατ’ εξοχήν κοινωνικού οργανωτή, όπως είναι το δίκαιο. Η πρώτη αναφορά εθνικών νομοθεσιών στο «τοπίο» χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και συνδέεται με την εισαγωγή μεγάλων υποδομών, οδικών και υδροηλεκτρικών, σε αγροτικά περιβάλλοντα. 

Το Διεθνές Δίκαιο από την πλευρά του, μέχρι τη Φλωρεντία, διήνυσε μακρά απόσταση με κυριότερους σταθμούς : 

- τη Διεθνή Σύμβαση της UNESCO για την προστασία της παγκόσμιας φυσικής & πολιτιστικής κληρονομιάς (Παρίσι, 1972), συμπληρωμένη με την κατηγορία των «πολιτισμικών τοπίων» από τη Σύνοδο του 1992 στη Σάντα Φε, η οποία ωστόσο έχει ελιτίστικο χαρακτήρα και περιορίζεται στα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς 

- τη Σύμβαση (πάλι) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (Γρανάδα, 1985) 

- και διάφορες περιφερειακές συμβάσεις, από τις οποίες μνημονεύω τη Σύμβαση των Άλπεων το 1991 με πρωτόκολλο διαχείρισης του τοπίου. 


Όμως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του τοπίου αποτελεί τομή. Όχι μόνο επειδή περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της όχι μόνο τα «εξαιρετικά» αλλά και «συνηθισμένα» τοπία, ακόμη και «καταστραμμένα» με την έννοια της αποκατάστασής τους αλλά κυρίως επειδή δίνει τον τόνο στον ανθρώπινο παράγοντα. Τα τοπία αξιολογούνται ως πλαίσιο της ανθρώπινης δραστηριότητας, που υποστηρίζουν όχι μόνο τις συμβολικές αξίες αλλά και την καθημερινή ζωή των τοπικών κοινωνιών. 

Ειδικότερα η Σύμβαση : 

- επιβάλλει στα κράτη την αναγνώριση και αξιολόγηση των τοπίων τους, σύμφωνα με τις αξίες, που έχουν αποδοθεί σε αυτά όχι μόνο από τους ειδικούς αλλά και από τον πληθυσμό, που επηρεάζεται 

- καθιερώνει ευέλικτες και διαφοροποιημένες δράσεις, ανάλογα με τις ανάγκες, αλλού αυστηρή προστασία, αλλού διαχείριση με συντήρηση και ομαλή ένταξη τροποποιήσεων, αλλού αποκατάσταση των καταστραμμένων και αλλού δημιουργία νέων τοπίων 

- και προτείνει νομικά και οικονομικά μέτρα για τη διαμόρφωση συνεκτικών "πολιτικών τοπίου" στο διεθνές, στο εθνικό αλλά κυρίως στο τοπικό επίπεδο, με την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών. 

Η 20ετής εφαρμογή της Σύμβασης χαρακτηρίζεται κυρίως από το τελευταίο καθήκον και την προσπάθεια ενσωμάτωσης του τοπίου σε όλες τις τομεακές πολιτικές, όπως διακήρυξαν και πριν από λίγες μέρες Λωζάνη οι αντιπροσωπείες των κρατών – μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή το τοπίο ξεπερνάει τη συμβολική του λειτουργία και αναδεικνύεται σε κρίσιμο στοιχείο της ποιότητας ζωής, στο σταυροδρόμι της Δημοκρατίας, των Δικαιωμάτων και της Βιώσιμης Ανάπτυξης. 

Η Ελλάδα έχει επικυρώσει όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και τη σύμβαση της Φλωρεντίας, έστω με 10ετή καθυστέρηση, με το ν. 3827/2010. Είναι σημαντικό είναι άρχισε να επεξεργάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο για το τοπίο ήδη από τη δεκαετία του ‘30 ενώ ο, πρωτοποριακός για την εποχή του, ν. 1650/1986 ήδη συμπεριλάμβανε έναν ορισμό του τοπίου, ο οποίος συμπληρώθηκε με τον ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα. 

Παρ’ όλα αυτά, και σε αντίθεση με την αυξανόμενη ευαισθησία πολιτών και αρχών για τη φυσική και τη βιολογική κληρονομιά, ακόμη και για την πολιτιστική αλλά μόνο αυτή των «κορυφαίων» μνημείων, η αναγνώριση και η διαχείριση του τοπίου εν πολλοίς δεν έχει κατακτηθεί ούτε από την ελληνική κοινωνία ούτε από την έννομη τάξη της. 

Κάποια βήματα έγιναν με τις ρυθμίσεις στο σύστημα χωρικού σχεδιασμού και ιδιαίτερα στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, η αναθεώρηση των οποίων κατά τη διετία 2018-19 συνοδεύτηκε από την σύνταξη μελετών τοπίου και συμπεριέλαβε διατάξεις τόσο στρατηγικής κατεύθυνσης, βάσει των οποίων τα τοπία κατηγοριοποιούνται και ταξινομούνται σε «ζώνες τοπίου», όσο και γενικών όρων για την προστασία και διαχείρισή τους. 

Πρόκειται ωστόσο για ατελή προσπάθεια : 


1) Η αναγνώριση των τοπίων περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση είτε ιδιαίτερης σημασίας είτε υποβαθμισμένων, που χρήζουν αποκατάστασης. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναθεωρημένο Χωροταξικό Πλαίσιο της Ηπείρου, που περιλαμβάνει 3 ζώνες τοπίου διεθνούς αξίας, 6 εθνικής, 4 περιφερειακής και 3 ιδιαίτερα υποβαθμισμένου. Πέραν αυτών των ζωνών δεν υφίσταται τοπίο άξιο διαχείρισης. 

2) Οι περιγραφές των ζωνών είναι γενικόλογες και ως εκ τούτου δύσκολα δεσμευτικές και κατά κανόνα παραπέμπουν στη σύνταξη επιμέρους διαχειριστικών μελετών. 

3) Η γενική ρήτρα «κατά την αδειοδότηση έργων και δράσεων πρέπει να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν το τοπίο και οι συνιστώσες του» δεν εμπνέει φυσικά καμιά εμπιστοσύνη. 

4) Κατά κανόνα οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αφιερώνουν ελάχιστες γραμμές στο τοπίο, διαβεβαιώνοντας συνήθως ότι δεν υπάρχουν άξιες λόγου αλλοιώσεις, ενώ και οι Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ούτε μνημονεύουν τον ν. 3827/2010 (Σύμβαση της Φλωρεντίας) ούτε περιέχουν σαφείς και ειδικούς όρους για το τοπίο. 

5) Απουσιάζει η συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας για τη διαχείριση του τοπίου στο κεντρικό επίπεδο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και πολύ περισσότερο σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Ως εκ τούτου η περιβαλλοντική αδειοδότηση διεκπεραιώνεται χωρίς την απαιτούμενη ειδική γνώση. 

6) Στην πράξη, η απουσία δράσεων για την αποκατάσταση τραυματισμένων τοπίων, ο αριθμός των οποίων, όπως έχει καταγραφεί και σε ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων, διαρκώς αυξάνεται, επιτείνει την εικόνα της κακομεταχείρισης. 

Είναι εντυπωσιακό το αποτέλεσμα της έρευνας σε διαδικτυακή πλατφόρμα νομικών πληροφοριών με λήμμα τον ν. 3827/2010. Υπάρχει μόλις μία παραπομπή σε παράγωγη νομοθεσία, μια Υπουργική Απόφαση του 2020 για τη σύνθεση των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, και καμιά απολύτως σε δικαστική απόφαση. Η θεσμική αμηχανία είναι προφανής. Η ελληνική έννομη τάξη αντιλαμβάνεται τη Σύμβαση της Φλωρεντίας και τις υποχρεώσεις έναντι του τοπίου ως «έξωθεν» επιβαλλόμενες και προτιμά να τις αγνοεί. 

Σε αντίθεση όμως με τα παραπάνω, είναι σημαντικό ότι στα μάτια των τοπικών κοινωνιών το πολιτισμικό τοπίο είναι αναγνωρισμένο ως σημαντικό επίδικο της βιώσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η αναφορά σε παραδείγματα κοινωνικών αγώνων στην Ήπειρο, που ενσωμάτωσαν στον διεκδικητικό τους λόγο νομική επιχειρηματολογία για το τοπίο, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές υποθέσεις έφτασαν τελικά σε δικαστικές αίθουσες ή αν κρίθηκαν μεν δικαστικά, αλλά σε άλλα κεφάλαια των επίμαχων διοικητικών πράξεων. 


1. ΔΩΔΩΝΗ : Τη δεκαετία του ‘90 η κατασκευή της Εγνατίας οδού απείλησε το μνημειακό σύνολο της αρχαίας Δωδώνης, όχι τον αρχαιολογικό χώρο αυτόν καθ’ αυτόν αλλά το Δωδωναίο τοπίο. Η εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε από μια μικρή τοπική πρωτοβουλία, πήρε εθνικές και διεθνείς διαστάσεις και υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να τροποποιήσει τη χάραξη της Εγνατίας, αντικαθιστώντας την αρχική σήραγγα με μια άλλη πολύ μεγαλύτερη, που απέφυγε την οπτική επαφή. 


2. ΠΛΑΚΑ : Η μονότοξη γέφυρα της Πλάκας προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση το 2015 με την κατάρρευσή της, οφειλόμενη όχι μόνο στη σφοδρή ορμή του Αράχθου όσο κυρίως στην κακή της συντήρηση - ευτυχώς σήμερα έχει αναστηλωθεί. Πολύ λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι λίγα χρόνια πριν, επί μία ολόκληρη δεκαετία, η ίδια γέφυρα βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σκληρού αγώνα ενάντια στο μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα του Αγίου Νικολάου. 

Ας εμβαθύνουμε λίγο στον χώρο της Πλάκας. Πρόκειται για μια μικρή έκταση αλλά σε εξαιρετική γεωγραφική θέση, εκεί που σβήνει η χαράδρα του Αράχθου αλλά η κοίτη παραμένει στενή και δημιουργεί ένα ομαλό πέρασμα στο δρόμο από τα Γιάννενα στα Τζουμέρκα. Αυτή είναι η φυσική κληρονομιά, η προίκα της Γεωγραφίας, στην οποία ήρθε να προσθέσει όχι μόνο αρχιτεκτονικά στοιχεία αλλά και σημασίες η Ιστορία, το ανθρώπινο χέρι. Ο άνθρωπος ήταν που μετέτρεψε αυτό το φυσικό πέρασμα σε εμπορικό δρόμο, σε πολεμικό διακύβευμα και σε στρατηγικό σύνορο. Γι’ αυτό έγινε θέατρο σκληρών μαχών, φιλοξένησε συνοριακές φρουρές αλλά και διαπραγματεύσεις και φορτίστηκε με τις μνήμες χιλιάδων ανθρώπων, που τη διέσχισαν, μετασχηματίστηκε δηλαδή σε πολιτισμικό τοπίο. 

Τα σχέδια του φράγματος προέβλεπαν αρχικά μεν τη «μεταφορά» του μνημείου, στη δε συνέχεια ταπείνωση της στάθμης του ταμιευτήρα, ώστε να διασωθεί. Καταστρεφόταν όμως το πολιτισμικό τοπίο της Πλάκας, οι διαλεκτικές ενότητες «ποτάμι/γέφυρα» και «πέρασμα/σύνορο». Η γέφυρα προοριζόταν να επιπλέει πάνω στη λάσπη των φερτών υλών, που συγκεντρώνεται στην αρχή κάθε ταμιευτήρα. Οι τοπικές συλλογικότητες, που κέρδισαν τελικά αυτό τον αγώνα, είχαν συνείδηση ότι υπερασπίζονται τη τζουμερκιώτικη ταυτότητα, παλιά και νέα. 


Τα άλλα δύο παραδείγματα αναφέρονται σε πρόσφατες επεμβάσεις και αναδεικνύουν την ανυπαρξία μιας συνεκτικής πολιτικής τοπίου. 3. Η εγκατάσταση δύο αιολικών πάρκων στην κορυφογραμμή του βουνού ΚΑΣΙΔΙΑΡΗΣ είναι μέρος μιας γενικότερης φρενίτιδας σε όλη τη χώρα. Ο ορεινός του όγκος όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνεται στις αναγνωρισμένες Ζώνες τοπίου αλλά, μαζί με άλλους, προτείνεται από το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Ηπείρου ως κατ’ εξοχήν κατάλληλος για την ανάπτυξη αιολικών εγκαταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Πλαίσιο περιορίζει τις αρνητικές συστάσεις για αιολικά μόνο στους παράκτιους ορεινούς όγκους, που γειτνιάζουν με τις ζώνες εντατικής τουριστικής ανάπτυξης. Προκύπτει ανάγλυφα μια αντίληψη ότι το τοπίο δεν θεωρείται αυτοτελής αξία αλλά μόνο εργαλείο στην υπηρεσία της τουριστικής βιομηχανίας. 

4. Τον μεγαλύτερο όμως κίνδυνο για το αγροτοδασικό και ορεινό τοπίο της Ηπείρου αποτελεί το σχέδιο των ΕΞΟΡΥΞΕΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ. Ήδη έχει ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο των γεωλογικών ερευνών στο οικόπεδο παραχώρησης «Ιωάννινα», το οποίο μάλιστα από το ΣτΕ κρίθηκε ότι διεξήχθη νόμιμα χωρίς να υπάρχει Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων αλλά ένα υποκατάστατο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (ΣτΕ 961/2020). Η ανάδοχη κοινοπραξία πραγματοποίησε τις σεισμικές έρευνες προκαλώντας διαδοχικές εκρήξεις σε 15 άξονες σε σχήμα καννάβου και σε συνολικό μήκος 575 χιλιομέτρων, γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει αλλοιώσεις του τοπίου στις περιοχές της έρευνας. Σημειωτέον ότι το ΠΣΔ δεν περιείχε κεφάλαιο περιγραφής του τοπίου, των επιπτώσεων σε αυτό και των απαιτούμενων επανορθωτικών μέτρων. 


Η διπλή κρίση του κορωνοϊού και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου έχει προς το παρόν διακόψει τη δραστηριότητα των εταιριών, οι οποίες προαναγγέλλουν και μείωση του κύκλου των εργασιών τους, αλλά τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Πολλές συλλογικότητες, και της Ηπείρου και ευρύτερα, είναι έτοιμες να συνεχίσουν τη μάχη για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής, που ασφαλώς συμπεριλαμβάνει την προστασία του τοπίου. 

Το καταληκτικό σχόλιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση από τη μία διευκολύνει με κάθε νομοθετικό και διοικητικό μέσο τη δραστηριότητα των πετρελαϊκών εταιριών και, την ίδια ώρα, από την άλλη προωθεί την υποψηφιότητα του Ζαγορίου για τη λίστα της Unesco. Είναι μια διδακτική αντίστιξη.

Βασισμένο στο κείμενο εισήγησης σε συζήτηση στα πλαίσια του εθνογραφικού κινηματογραφικού φεστιβάλ «Ethnofest» (29 Νοεμβρίου 2020)

 

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020

Τα παλιόπαιδα τα ατίθασα

    
Μια φορά κι’ ένα καιρό, στα χρόνια της Φίνος Φιλμς, ζούσε μια παρέα τεντυμπόηδων. Πήγαιναν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου (δεν υπήρχαν ακόμα λύκεια εξυπνάκηδες !) αλλά τα βράδια επιδίδονταν σε διαρρήξεις, κλοπές και κάθε είδους κομπίνες. Ας γνωρίσουμε από κοντά τους πρωταγωνιστές : 
    - Ο Χάρνταλ ήταν ο παράτολμος αρχηγός των νυχτερινών επιχειρήσεων. Μπορεί τα βράδια να έσπαγε τζάμια με σφεντόνες αλλά τα πρωινά στο σχολείο ήταν τύπος και υπογραμμός. Κυκλοφορούσε με εικονίτσες της Παναγίας και σήκωνε πρώτος το χέρι για να πει την προσευχή ενώ έχωνε βαθειά τη μύτη του στο βιβλίο για να δείξει την προσήλωσή του σ’ αυτό. 
   - Πολύτιμο στήριγμα είχε τον Ευκίλιε, ένα λιγομίλητο σωματαρά, που κουβαλούσε τη σκάλα και τα άλλα σύνεργα των διαρρήξεων. Ήταν άγρια τσιμπημένος με το όμορφο Τζενάκι, γι’ αυτό οι υπόλοιποι του επέτρεπαν που και που να κρατάει κάποιο κόσμημα για να της το κάνει δώρο. 
    - Ο Πετσόκωφ ήταν ο τσιλιαδόρος της ομάδας. Κυκλοφορούσε με μια παλιά μηχανή φλορέτα και είχε πάντα λαδωμένο και πανάθλια κουρεμένο το μαλλ(ι)ί. Στο μάθημα ερχόταν σταθερά άσχετος. 
    - Κρίσιμος ήταν ο ρόλος του Αμβρούτσιου. Σύχναζε σε μνημόσυνα και κηδείες και συστηνόταν σε ηλικιωμένες κυρίες, τις οποίες στη συνέχεια βοηθούσε να κουβαλήσουν τα ψώνια στο σπίτι. Έτσι όμως μάθαινε, πού κρύβουν τα τιμαλφή και τα λεφτά της σύνταξης. 
    - Στις εξορμήσεις συμμετείχε συχνά και ο ευέξαπτος Κακαδωνίξ, αν και συνήθως εκστόμιζε κοτσάνες, γι’ αυτό και η παρέα του φίμωνε το στόμα. Τον ανεχόταν όμως επειδή αυτός είχε γερό δόντι και συγκεκριμένα τον προηγούμενο αρχηγό, για τον οποίο θα μιλήσουμε και στη συνέχεια. 
    - Ο Τσιόντρ ήταν ο καλός μαθητής της συντροφιάς. Πήγαινε νωρίς στο σπίτι για διάβασμα και δεν συμμετείχε στις βραδινές επιχειρήσεις. Ήταν όμως απαραίτητος, γιατί βοηθούσε τους υπόλοιπους να αντιγράψουν στις εξετάσεις. 

- Αρχηγός της παρέας ήταν ο Μητρολάκ, περισσότερο γνωστός με το παρατσούκλι «cool». Αυτός σχεδίαζε «επιτελικά» τις εξορμήσεις αλλά κρατούσε αποστάσεις και δεν έπαιρνε μέρος στο επιχειρησιακό κομμάτι. Περίμενε να γυρίσουν οι υπόλοιποι, πίνοντας ουϊσκάκια στο μπαρ «Μαζί-μου», ενώ διαπραγματευόταν με τους διάφορους κλεπταποδόχους τη διάθεση των κλοπιμαίων. Είχε διαδεχτεί στην αρχηγία τον τελειόφοιτο Σαμαρκάντ, ο οποίος, αν και είχε συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να αντιγράφει στις εξετάσεις, πήρε τελικά απολυτήριο, επειδή ήταν πρώτης γραμμής εθνικόφρων και είχε ζωγραφίσει στον τοίχο του σχολείου τον Αλέξανδρο με τον Βουκεφάλα. 
 
    Το κείμενο αυτό, που σε μια πρώτη μορφή γράφτηκε στη διάρκεια της καραντίνας του Απριλίου και δημοσιεύθηκε σε ειδικό αφιέρωμα της ιστοσελίδας Τύπος – i των Ιωαννίνων με τίτλο «Μια φορά κι’ ένα καιρό» (βλ. σύνδεσμο στο τέλος), είναι ένα λαμπρό παράδειγμα των μυθοπλαστικών ικανοτήτων, που απελευθέρωσε ο κορονοϊός. Το ξέρω βέβαια ότι δεν πάω και για βραβείο σεναρίου, νοιώθω όμως μια σιγουριά ότι τάχω καταφέρει λίγο καλύτερα και από την κατάρτιση των επιστημόνων ελεύθερων επαγγελματιών και από τα μεγέθη της μάσκας για τους μαθητές. Από την άλλη όμως πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η διαχείριση της πανδημίας συνέβαλε καίρια στον εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας με την έκφραση «Σκόιλ ελικικού» και τα παράγωγά της (π.χ. «Μασκόιλ ελικικού») ! 
 
Πρώτη δημοσίευση : 

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ισλαμικά Μνημεία Ιωαννίνων : Μεταξύ αποδοχής και προκατάληψης


Η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μνημειακού χαρακτήρα της Αγιάς Σοφιάς απέναντι στην επίθεση του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού είναι αυτονόητη στη χώρα μας. Όπως όμως θα διαβάσετε παρακάτω, κάποιων άλλων μνημείων όχι και τόσο .. Το ακόλουθο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο και αποτελούμενο από 3 τμήματα, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον μακρινό Δεκέμβριο του 1995 στο 1ο φύλλο της «Εφημερίδας για την Ήπειρο». Στη συνέχεια υποβλήθηκε στην ελληνική επιτροπή του βραβείου Ελληνοτουρκικής Φιλίας και Ειρήνης Απντί Ιπεκτσί, στη μνήμη του δολοφονημένου από την ακροδεξιά συμμορία των «Γκρίζων Λύκων» Τούρκου δημοσιογράφου, και ο συγγραφέας του βραβεύθηκε, μαζί με άλλους πολίτες από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, τον Ιούνιο του 1997 στην Κωνσταντινούπολη. Το βραβείο Ιπεκτσί μου εξασφάλισε πολλά συγχαρητήρια από γνωστούς και αγνώστους αλλά και κάποια μέτωπα με αποκορύφωμα το υβρεολόγιο μιας ακροδεξιάς εφημερίδας, ο υπεύθυνος της οποίας πάντως υποχρεώθηκε να κάνει δήλωση συγγνώμης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και να τη δημοσιεύσει στην εφημερίδα.

Θεωρώ τη σημερινή συγκυρία απολύτως κατάλληλη για την αναδημοσίευση εκείνου του βραβευμένου άρθρου με τη διευκρίνιση ότι έχω παραλείψει ένα από τα τρία τμήματά του, που αναφερόταν στο νομικό πλαίσιο προστασίας των μνημείων, ενσωματώνοντας μία μόνο πρόταση απ’ αυτό στο βασικό κείμενο. Κατά τα λοιπά το άρθρο διατηρεί το 99,9 % της αρχικής του μορφής.

---

«Κι΄όσο πήγαινε η μέρα σαν το βαπόρι σε καλά νερά

είδα και μιναρέδες κι’ άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν»

Μιχάλη Γκανά «Γυάλινα Γιάννενα»

Σε μια πόλη, που έτσι κι’ αλλιώς βαρύνεται με σοβαρές παραλείψεις στην προστασία της ιστορικής και αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς, τα ισλαμικά της μνημεία βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο, θεωρούμενα στίγμα και κατηγορούμενα για όλα τα δεινά της τουρκοκρατίας. Από τις πρώτες στιγμές της εισόδου του ελληνικού στρατού στα Γιάννενα μέχρι τις μέρες μας, τα ίχνη του μουσουλμανικού παρελθόντος της πόλης κινδύνεψαν αρκετές φορές με εξαφάνιση ή αλλοίωση.

Όχι βέβαια πως έλειψαν οι αντιστάσεις στην προκατάληψη. Ήδη από το 1923, εν μέσω της ανταλλαγής των πληθυσμών, η εφημερίδα «Ήπειρος» του Γεωργίου Χατζή – Πελλερέν δημοσίευσε εισήγηση υπέρ της διατήρησης των τζαμιών, προβάλλοντας την «ιδιάζουσαν κορμοστασιάν των αραιών μιναρέδων της, που αποτελούν σύνολον ιδιαιτέρας ομορφιάς και διακοσμητικόν στοιχείον το οποίον μόνον χονδροειδής ακαλαισθησία θα έυρισκεν ίσως όχι κομψόν». Τα αισθητικά επιχειρήματα του Χατζή δεν φαίνεται να συγκίνησαν ιδιαίτερα τους εκπροσώπους της εξουσίας, αν κρίνουμε από τη βαθμιαία εξαφάνιση αρκετών από τα 17 τζαμιά και ιδιαίτερα των μιναρέδων τους. Την κατεδάφιση μάλιστα με εκρηκτικές ύλες του μιναρέ του Οσμάν Τσιαούς τζαμιού, στη θέση όπου αργότερα ανεγέρθηκε η Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, την αποτύπωσε με θαυμαστή ζωντάνια ο φακός του Απόστολου Βερτόδουλου (βλ. λεύκωμα Α. Βερτόδουλου «Τα Γιάννενα στο χώρο και το χρόνο», εκδ. Δωδώνη). Ωστόσο ήταν το ίδιο το ελληνικό κράτος, που κήρυξε έγκαιρα, με Βασιλικό Διάταγμα του 1925 (ΦΕΚ 152/11-6-1925), διατηρητέα τα μνημεία του Κάστρου, σύμφωνα με τη λεπτομερή καταγραφή του τότε Εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Α. Ξυγγόπουλου. Έτσι σώθηκαν δύο από τα σημαντικότερα τζαμιά της πόλης με τους μιναρέδες τους, το τζαμί του Ασλάν Πασά και το Φετιχιέ τζαμί, στις δύο περίοπτες γωνίες του κάστρου.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, τα τζαμιά επιβίωσαν ως ιδιαιτερότητα, ίσως η πιο χαρακτηριστική της πόλης, όπως μαρτυρούν τα καρτ-ποστάλ και οι τουριστικοί οδηγοί των περασμένων δεκαετιών αλλά και πολλές από τις λογοτεχνικές αναφορές στα Γιάννενα. Όχι όμως πως το πρόβλημα λύθηκε οριστικά. Στις περιόδους έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ιδιαίτερα, δεν σταμάτησε να εμφανίζεται το είδος των εκ του ασφαλούς τουρκοφάγων.

Τον Ιούλιο του 1975 η εφημερίδα «Παρατηρητής» και με τον τίτλο «Απίστευτο – έγινε επίσημη πρόταση να γκρεμιστούν οι μιναρέδες ;», αποκάλυπτε την ύπαρξη επισήμου εγγράφου του τότε Νομάρχη Ιωαννίνων Χανού με ανάλογο περιεχόμενο. Όπως αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερο φύλλο, επρόκειτο για το υπ’ αρ. 19805/5-2-75 έγγραφο (απόρρητο) προς το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο φιλόδοξος Νομάρχης πρότεινε να κατεδαφιστούν οι μιναρέδες μέχρι το ύψος του εξώστη (μεκιανέ) και να τοποθετηθούν στη θέση τους «γλυπτά εντόνου τοπικής σημασίας, όπως π.χ. βους, σύμβολον της Ηπειρωτικής ισχύος, ή ο Δικέφαλος Αετός, έμβλημα του Βυζαντινού Ελληνισμού». Η εφημερίδα, αφού χαρακτήρισε την ιδέα αντισυνταγματική, σωβινιστική, εξαμβλωματική και προσβλητική, επικαλέστηκε ακόμη και τη συνηγορία του Κωστή Παλαμά υπέρ των μιναρέδων («Κι’ ο μιναρές που στέκει της ολόμαυρης και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι … όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε, σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα, στην ομορφιά σου ομορφιά απιθώσανε κι’ είναι σα απλάχνα από το δικό σου αίμα …»).

Ας ρίξουμε μια ματιά στο έγγραφο του κ. Χανού : «Εις την παράδοσιν, βεβαίως, δεν δύναται να συγκαταλεχθεί και η ύπαρξις δύο εισέτι ισλαμικών τεμενών … Πάντως η τούτων διατήρησις άχρι σήμερον επέδρασεν δυσμενώς εις την φήμην της πόλεως, καθ’ όσον κατακτήσασα το σχήμα των έργων λαϊκής τέχνης, ήτις τόσον επιτυχώς θεραπεύεται εις τα Ιωάννινα, κατέστησαν συνώνυμα της πορείας των …». Η επιχειρηματολογία αυτή συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την ιδεολογική αντιμετώπιση των μνημείων και το άγχος μπροστά στην ανάμνηση του μουσουλμανικού παρελθόντος της πόλης.

Είναι βέβαια το ίδιο άγχος εξορκισμού των τζαμιών και αναζήτησης «εθνικά καθαρών» μνημείων, που οδήγησε στη, σχετικά πρόσφατη, επιλογή του εμβλήματος της πόλης. Πρόκειται για σύνθεση παραστάσεων εντελώς άσχετων με τη φυσιογνωμία των Ιωαννίνων, όπως το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, που απέχει 30 χιλιόμετρα, και το κεφάλι του Ιουστινιανού από τα ψηφιδωτά της Ραβέννας, που απέχουν πάνω από 1.000. Ακόμη και η πρόταση για επιλογή του ειρηνικού πελαργού μειοψήφησε μπροστά σ’ αυτή τη σύνθεση αρχαίου – βυζαντινού. Πέραν των αισθητικών αντιρρήσεων, ας σημειώσουμε και τις παρεπόμενες συγχύσεις αυτής της επιλογής (βλ. το τμήμα «Ψηφίδες» στη συνέχεια).

Τους τελευταίους μήνες πάντως παρατηρείται αναθέρμανση του προβλήματος και ομοβροντία δημοσιευμάτων κατά των μιναρέδων στον τοπικό Τύπο. Άρκεσαν οι υπερβολές ενός Άγγλου δημοσιογράφου, που επισκέφθηκε τα Γιάννενα, καλύπτοντας το άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μάρτιος 1994), και τα χαρακτήρισε νυσταγμένη πόλη, που θυμίζει τουρκοκρατία, για να ενεργοποιηθούν τα πιο αμυντικά αντανακλαστικά της τοπικής κοινωνίας. Περισσότεροι από ένας αρθρογράφοι αναθεμάτισαν τους μιναρέδες ως γάγγραινα και προσβολή για το εθνικό γόητρο ενώ κάποιος διορατικός ανακάλυψε και άλλη πηγή κινδύνων, τους Τούρκους αξιωματικούς του ΝΑΤΟ, που επισκέπτονται τα τζαμιά (!!). Ήταν επομένως φυσιολογική η αναβίωση του εθνικιστικού κιτς, που χαρακτήριζε την πρόταση του Χανού, με κάποιες παραλλαγές στις λεπτομέρειες. Να στηθεί το έμβλημα της πόλης δίπλα στα τζαμιά, σε αρκετό ύψος και ανάλογο μέγεθος, για να περιοριστεί η θέα τους, προτείνει ένας από τους αρθρογράφους. Συγκεντρωμένα πυρά κατευθύνονται επίσης εναντίον της απόφασης να φωτιστούν τα τζαμιά τη νύχτα (άραγε για να μη τα ξεχωρίζουν οι Τούρκοι ταξιδιώτες από το δρόμο του Δρίσκου ;).

Προφανώς δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από τέτοια δημοσιεύματα. Ας μην υποτιμήσουμε ωστόσο τις συνέπειες στο συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης και την καλλιέργεια ενός κλίματος ξενόφοβου και επαρχιώτικου. Η προστασία των μνημείων δεν εξαρτάται μόνο από την ύπαρξη νόμων ή ευαίσθητων υπηρεσιών όσο κυρίως από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τη νοοτροπία της πόλης, τη γνώση και την αναγνώριση του πολυεθνικού της παρελθόντος, στη διάρκεια του οποίου, ας μην το ξεχνάμε, γνώρισε μερικές από τις λαμπρότερες στιγμές της ιστορίας της. Είναι ασφαλώς πρόβλημα διδασκαλίας και πρόσληψης της ιστορίας, που για μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας τα ίχνη αυτά δεν ενεργοποιούν συναισθήματα ιστορικής και αρχιτεκτονικής ευθύνης αλλά συμπλέγματα κατωτερότητας, καθόλου άσχετα με τη διαδικασία κατασκευής της νεοελληνικής ταυτότητας.

Σε μια εποχή, που η επιστημονική έρευνα έχει απορρίψει τους διαχωρισμούς των μνημείων σε «δικά μας» και «ξένα», που η προστασία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς δεν βασίζεται σε επιλεκτικές σκοπιμότητες αλλά στις πραγματικές ανάγκες συντήρησης και ανάδειξης, που στο κάτω-κάτω ο πολιτιστικός τουρισμός εξασφαλίζει πόρους και ευκαιρίες απασχόλησης, η προκατάληψη βλάπτει πάνω απ’ όλα την ίδια την πόλη. Εκτός εάν ορισμένοι εμπνέονται από το παράδειγμα της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας, όπου η εθνικιστική βαρβαρότητα δεν περιορίστηκε μόνο στις ανθρώπινες ζωές αλλά επιτέθηκε και στα «αντίπαλα» μνημεία, καταστρέφοντας το δημιουργικό έργο αιώνων του ανθρώπινου πολιτισμού.

Βεβαίως τα φαινόμενα εγκατάλειψης των επιστημονικών κριτηρίων της αρχαιολογικής επιστήμης και επιστροφής στα συμβολικά κριτήρια του εθνικιστικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού δεν λείπουν ούτε στη χώρα μας. Ας θυμηθούμε μονάχα τους λιβέλους εναντίον όσων τόλμησαν να επισημάνουν τις ανακολουθίες της Σουβαλτζή στην έρημο της Σίβα ή τους πρόσφατους βανδαλισμούς ρασοφόρων και ακροδεξιών στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Η ανάδειξη επομένως της ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας των μνημείων αποτελεί προτεραιότητα. Όπως λέει και ο προοδευτικός Τούρκος συγγραφέας Ασίζ Νεσίν, ο οποίος επίσης κινδύνευσε να καεί από φανατικούς ισλαμιστές στα γεγονότα της Σεβάστειας το 1993, «η τέχνη είναι αυτή, που θα φέρει κοντά τους δύο λαούς» («Ελευθεροτυπία», 21-11-1995). Ας ακούσουμε τη συμβουλή του, μακαρίτη πια, Νεσίν κι’ ας μιλήσουμε στη φιλική γλώσσα της τέχνης και της επιστήμης και όχι στην επιθετική των συμβόλων.


Ψηφίδες

● Η Ανδαλουσία της Ισπανίας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περιοχή της Ευρώπης, που τιμά το μουσουλμανικό της παρελθόν και προσπαθεί να το προστατέψει. Δεν είναι τυχαίο που η Γρανάδα επιλέχθηκε ως τόπος υπογραφής της σύμβασης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης.

● Ιδιαίτερη φροντίδα για την προστασία των ισλαμικών της μνημείων δείχνει και η Κύπρος, όπου έχει εκδοθεί και ειδικός οδηγός γι’ αυτά. Η πολιτική αυτή έχει συμβάλει τόσο στην, πολύτιμη διπλωματικά, καλλιέργεια στενών σχέσεων με τις αραβικές χώρες και στην προσέλκυση Αράβων τουριστών όσο και στην ιδιαίτερα σημαντική δικαστική νίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση των ψηφιδωτών της Παναγίας της Κανακαριάς, που συλήθηκαν από Τούρκους αρχαιοκάπηλους στη διάρκεια της εισβολής και στη συνέχεια πουλήθηκαν στις ΗΠΑ.

● Αντίθετα, το φυλλάδιο του δικού μας ΕΟΤ για τα Γιάννενα δεν αφιερώνει ούτε μία φωτογραφία στην αρχιτεκτονική των ισλαμικών μνημείων της πόλης. Μόνο το τζαμί του Ασλάν συμπεριλαμβάνεται απλώς ως στοιχείο του τοπίου σε 2 φωτογραφίες, ασήμαντο σε μέγεθος ανάμεσα στα νερά της Παμβώτιδας, τα δέντρα του Μώλου και το βουνό Μιτσικέλι.

● Το κλασικό επιχείρημα κατά των μιναρέδων είναι φυσικά η τύχη, που επιφύλαξαν οι Τούρκοι στα βυζαντινά μνημεία της Μικράς Ασίας. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η τουρκική τουριστική πολιτική προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και προβάλλει αρκετά τα μνημεία από το χριστιανικό παρελθόν της περιοχής (π.χ. τις εκκλησίες της Καππαδοκίας), ενώ έχει αρχίσει και ο σχετικός επιστημονικός διάλογος Ελλήνων και Τούρκων αρχαιολόγων με στόχο την από κοινού αναστήλωση μνημείων. Βεβαίως και εν μέσω αντιδράσεων ισλαμιστών και εθνικιστών.

● Σε χοντρές κοτσάνες οδηγεί ο συνδυασμός της αμάθειας με τη σύγχυση, που δημιουργεί το έμβλημα της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα των «Νέων» της 7-8-1995, αναφερόμενο στην απονομή μεταλλίου στους Μίνωα Βολανάκη και Κώστα Καζάκο από τον Δήμαρχο, όπου ο Ιουστινιανός φέρεται ως ιδρυτής της Δωδώνης !

● Αρκετές λεπτομέρειες για τα τζαμιά και τα υπόλοιπα ισλαμικά μνημεία της πόλης περιέχει το βιβλίο του Γιάννη Κανετάκη «Το Κάστρο – Συμβολή στην πολεοδομική ιστορία των Ιωαννίνων», εκδ. Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, 1994.

● Το τζαμί της Καλούτσιανης, το μοναδικό που ανήκει σε ιδιώτες, ζητήθηκε για να στεγάσει υποκατάστημα τράπεζας, χρήση που απορρίφθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ως απάδουσα με τον χαρακτήρα του ως μνημείου. Άραγε συνάδει η χρήση του ως μανάβικου ή ζαχαροπλαστείου ; Μήπως είναι καιρός να γίνει επιτέλους η απαλλοτρίωση, που έχει ζητήσει εδώ και χρόνια η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ;

● Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα λειτουργικής χρήσης του Φετιχιέ τζαμιού ήταν ασφαλώς η μεταμεσονύκτια συναυλία του Αργύρη Μπακιρτζή και των «Χειμερινών Κολυμβητών» τον Ιούνιο του 1983, στη διάρκεια του πολιτιστικού 9ήμερου, που είχαν συνδιοργανώσει το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και ο Δήμος. Η βραδιά μένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη όσων παρακολούθησαν τη συναυλία. Οι εκδηλώσεις εκείνες ήταν οι πρώτες, που ανέδειξαν τις τεράστιες δυνατότητες του χώρου του Ιτς – Καλέ, της εσωτερικής ακρόπολης του Κάστρου
● Τρία μουσεία της πόλης στεγάζονται ή θα στεγαστούν σύντομα σε θρησκευτικά μουσουλμανικά κτίρια : Το Δημοτικό Μουσείο στο τζαμί του Ασλάν Πασά, το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στον μεντρεσέ του Βελή Πασά (μπροστά στο κτίριο του Πνευματικού Κέντρου), ενώ τμήμα του Βυζαντινού Μουσείου θα αναπτυχθεί στο Φετιχιέ τζαμί.




Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Η συνάντηση κόκκινου - πράσινου στις περιοχές Natura




Είναι διπλό το ερέθισμα για τη μικρή σημερινή αναδρομή : Κατά πρώτο και κύριο λόγο οι διατάξεις του "περιβαλλοντικού" νομοσχεδίου Χατζηδάκη και η συρρίκνωση της προστασίας, που επιφυλάσσουν στις προστατευόμενες περιοχές. Με παρακινούν όμως και κάποιες αναθεωρητικές απόψεις, οι οποίες μάλιστα διεκδικούν και οικολογικό πρόσημο, ότι η θεσμοθέτηση των προστατευόμενων περιοχών ήταν και είναι επιλογή του κεφαλαίου με στόχο την εκμετάλλευση του οικοτουρισμού.

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 και η συναφής Οδηγία της Ε.Ε. για τους οικοτόπους θεσπίστηκαν το 1992, παράλληλα με τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Είχε προηγηθεί μια έντονη επιστημονική και κινηματική πίεση με στόχο την προστασία της βιοποικιλότητας και του κλίματος, που κατόρθωσε να υπερνικήσει τις σφοδρές αντιδράσεις των διαφόρων παραγωγικών λόμπυ. Η καταληκτική προθεσμία για την πλήρη συμμόρφωση των κρατών – μελών και την ολοκλήρωση του Δικτύου ήταν το 2004 και η Ελλάδα, βολεμένη μέχρι τότε με ελάχιστες περιοχές προστασίας και, κυρίως, χωρίς μηχανισμούς διαχείρισης, υπήρξε εξαιρετικά απρόθυμη στην εφαρμογή του. Μόλις το 2002, με τον ν. 3044, η Κυβέρνηση Σημίτη ίδρυσε 25 Φορείς Διαχείρισης και προώθησε τις αντίστοιχες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ) οργάνωσης των προστατευόμενων περιοχών.

Ας έρθουμε τώρα στη μικρή μας αναδρομή : Το Σχέδιο της ΚΥΑ του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, που εκτείνεται σε μεγάλα τμήματα των νομών Ιωαννίνων και Γρεβενών, ήρθε για γνωμοδότηση στο Νομαρχιακό Συμβούλιο των Ιωαννίνων το 2003. Σ’ αυτό συμμετείχαν μόνο οι παρατάξεις της ΝΔ (πλειοψηφία) και του ΠΑΣΟΚ. Οι τρεις παρατάξεις της Αριστεράς, η ΝΑΕ (κυρίως διαγραμμένων του ΚΚΕ), η ΝΑΣ (ΚΚΕ + ΔΗΚΚΙ) και η δική μας Κόκκινη - Πράσινη Παρέμβαση (ΣΥΝ + Δίκτυο Οικολογικής Δράσης Ιωαννίνων + ΟΚΔΕ/Σπάρτακος), παρότι αθροιστικά είχαν αποσπάσει ένα ποσοστό γύρω στο 15 %, δεν είχαν εκπροσώπηση στο Συμβούλιο. Παρ’ όλα αυτά είχαν δικαίωμα λόγου και δεν παρέλειψαν να τοποθετηθούν σ’ ένα μείζον ζήτημα της τοπικής επικαιρότητας.

Με μια καταθλιπτική συμφωνία σχεδόν οι πάντες τάχθηκαν εναντίον του συγκεκριμένου Σχεδίου (ακόμα και η κατά τεκμήριο φιλοκυβερνητική παράταξη του ΠΑΣΟΚ …), ευθυγραμμιζόμενοι με το αρνητικό και φορτισμένο κλίμα, που είχαν καλλιεργήσει δημοτικές αρχές, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί κλπ., επιστρατεύοντας ακόμα και οικολογίζοντα επιχειρήματα του τύπου «τη φύση τη βιώνουμε, δεν την αποστειρώνουμε». Εννοείται ότι για τις δύο από τις παρατάξεις της Αριστεράς ένα κεντρικό επιχείρημα ήταν ότι (το Δίκτυο Natura ..) ήταν πολιτική της ΕΕ και του κεφαλαίου ! Μοναδική εξαίρεση η Κόκκινη – Πράσινη Παρέμβαση, που όχι μόνο υποστήριξε το Σχέδιο της ΚΥΑ, χρησιμοποιώντας φυσικά και οικονομικά επιχειρήματα για ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης της ορεινής Ελλάδας, αλλά και κάλεσε την Κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα, χωρίς πολιτικάντικους χειρισμούς και εκπτώσεις και με γενναία χρηματοδότηση του Φορέα Διαχείρισης. Τελικά η ΚΥΑ θεσμοθετήθηκε 2 χρόνια αργότερα από την Κυβέρνηση Καραμανλή, χωρίς να αποφύγει τις κρίσιμες υποχωρήσεις.

Οι προαναφερθείσες απόψεις περί «οικοτουριστικής στρατηγικής του κεφαλαίου» λησμονούν, ή αγνοούν, τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων εκείνης της εποχής στη χώρα μας, που, εδώ που τα λέμε, κάθε άλλο παρά προς το καλύτερο έχει αλλάξει σήμερα. Και μπορεί σ’ ένα κόσμο κυριαρχημένο ούτως ή άλλως από το κεφάλαιο να υπάρχουν όντως μερίδες του, κατά κανόνα μικρές και τοπικές, που επενδύουν στον οικοτουρισμό. Το ζήτημα όμως για μας είναι η μάχη για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα - και για τις σημαντικές κιβωτούς της, τις προστατευόμενες περιοχές. Και στη μάχη αυτή, όπως αποδεικνύουν εμφατικά οι διατάξεις του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, οι ισχυρές και κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου κάνουν ηχηρή την παρουσία τους στο στρατόπεδο του περιορισμού της προστασίας.

Παρόμοιος αναθεωρητικός ζήλος εμφανίζεται όμως και σε άλλες περιπτώσεις. Διαβάζω λ.χ. ή ακούω απόψεις ότι τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα έχουν περισσότερες αρνητικές συνέπειες (περιβαλλοντικές !) από τα μεγάλα φράγματα. Θα ήμουν από τους τελευταίους σ’ αυτή τη χώρα, που θα υποστήριζαν την κερδοσκοπία των εργολάβων - «επενδυτών» των μικρών υδροηλεκτρικών, που δεν κερδίζουν τόσο από την παραγωγή ενέργειας όσο από τον κύκλο εργασιών της κατασκευής και τις επιδοτήσεις, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψουμε στην κοινή αλλά και την επιστημονική λογική και στα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Δεν είναι δυνατόν, με μόνο κριτήριο το καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας της ΔΕΗ ή, ακόμα χειρότερα, τις υφιστάμενες ανάγκες πολιτικών συμμαχιών με τα συνδικάτα της ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, να παραβλέψουμε ούτε την καταστροφή, που αυτή έχει προκαλέσει στα ελληνικά ποτάμια, ούτε το καθεστώς αλαζονείας, αδιαφάνειας και απουσίας κοινωνικού ελέγχου, με το οποίο λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί.
   
Εν κατακλείδι, η πολυπόθητη συνάντηση της Αριστεράς με την Οικολογία δεν θα γίνει στο έδαφος της υποταγής ούτε της μιας ούτε της άλλης. Και οι καιροί ου μενετοί !