Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Λογοτεχνία και κινηματογράφος εναντίον φραγμάτων


Απ’ ό,τι δείχνει η έρευνα, μόνο τυχαίο δεν είναι το ενδιαφέρον της λογοτεχνίας και του σινεμά για τα μεγάλα φράγματα και τους ταμιευτήρες που αυτά σχηματίζουν. Ακόμα κι’ όταν οι δημιουργοί τους δεν εστιάζουν στις οικολογικές και κλιματικές τους επιπτώσεις αλλά στην επίδραση στις ζωές των ανθρώπων, δεν παύουν να σημαίνουν σήμα κινδύνου και να αναδεικνύουν μια δυστοπία καταστροφής και δυστυχίας ή φόβου και απειλής. Γιατί οι τεχνητές λίμνες των φραγμάτων, είτε έχουν καταβυθίσει ολόκληρες πόλεις και οικισμούς είτε ανακαλούν ένα διαρκή κίνδυνο βίαιης πλημμύρας άλλων που γειτνιάζουν, αποτελούν ένα απτό παράδειγμα της αποτυχίας της κυρίαρχης «αναπτυξιακής» ιδεολογίας και των πολλαπλών αρνητικών συνεπειών της διατάραξης του υδατικού κύκλου της φύσης. Ακολουθεί μια αντιπροσωπευτική παρουσίαση μυθιστορημάτων και ταινιών.
Τις πρώτες σειρές της καταλαμβάνει δικαιωματικά ένα από τα διαμάντια της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το μυθιστόρημα «Το φράγμα» του Σπύρου Πλασκοβίτη (Κέρκυρα 1917 – Αθήνα 2000), δικαστικού στο Συμβούλιο της Επικρατείας το επάγγελμα μέχρι την εκκαθάρισή του από τη χούντα και επίσης βουλευτή και ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της πρώτης ακμής του. Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1960 από την «Εστία», βραβεύθηκε το 1961 με το «βραβείο των 12», το πρώτο λογοτεχνικό στην Ελλάδα, και στη συνέχεια επανεκδόθηκε στη γνωστή σειρά του «Γαλαξία» αλλά και από τον «Κέδρο». Γυρίστηκε μάλιστα και σε ταινία από τον Δημήτρη Μακρή το 1982 με τον Νίκο Κούρκουλο στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η υπόθεση τοποθετείται στη μυθοπλαστική πόλη Γκρίζα, όπου ένα τεράστιο φράγμα συγκρατεί τα νερά του ποταμού και τα χρησιμοποιεί για αρδευτικούς σκοπούς. Όταν φτάνει στην περιοχή ένας, απεσταλμένος της κυβέρνησης, υδρολόγος μηχανικός, διαπιστώνει την ύπαρξη ενός ρήγματος στη βάση του, που απειλεί τη σταθερότητα της κατασκευής. Έρχεται όμως σε αντίθεση με τους κατοίκους, που έχουν βολευτεί από τη λειτουργία του φράγματος, και υφίσταται όλες τις κοινωνικές συνέπειες της σύγκρουσης. Η αμφιβολία, που τον βασανίζει διαρκώς, ανάμεσα στο αν θα αντέξει ή θα καταρρεύσει το φράγμα, τον οδηγεί τελικά στην πρόταση να το καταστρέψουν οι ίδιοι οι υπεύθυνοι.
Το μυθιστόρημα είναι βεβαίως συμβολικό, με το φράγμα να συμβολίζει μια σαθρή κοινωνία, η οποία είναι η ίδια φθαρμένη και παγιδευμένη στο πλαστό όνειρο της ευημερίας. Όπως γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο, της έκδοσης τουλάχιστον του «Γαλαξία», που έχω στη βιβλιοθήκη μου, «το στίγμα του φράγματος βρίσκεται αρκετά κοντά μας, ώστε να μας αποκλείει τη ρομαντική διάθεση της φυγής, και πάλι αρκετά μακριά, ώστε να μην επιτρέπει ένα απλό κι’ ανώδυνο προς τα εκεί ταξίδι». Ο υπαρξιακός προβληματισμός του μηχανικού, που θυμίζει σελίδες Καμύ και Κάφκα, μετασχηματίζεται σε μια ρηξικέλευθη πρόταση για τον ριζικό αναπροσανατολισμό της ζωής και των αξιών της, όσο ακόμη υπάρχει χρόνος !
Το άλλο βιβλίο, που έχω υπόψη ότι κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά, είναι το μυθιστόρημα του Γάλλου αιγυπτιολόγου Κριστιάν Ζακ «Φράγμα στο Νείλο», που εκδόθηκε στη χώρα του το 1995 και στην Ελλάδα το 1998 από τις εκδόσεις «Τροπικός» σε μετάφραση της Αναστασίας Καραστάθη. Πρόκειται κατά βάση για ένα πολιτικό θρίλερ, με το οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ανώμαλης πολιτικής ζωής της σύγχρονης Αιγύπτου, σε σημείο που μερικές φορές νομίζεις ότι γράφτηκε στις μέρες μας. Συνδυάζει ασφαλώς τα ειδικά επιστημονικά του ενδιαφέροντα μα πάνω απ’ όλα αναλύει τις καταστροφικές συνέπειες του φράγματος του Ασουάν όχι μόνο για τα μνημεία αλλά για ολόκληρο τον κύκλο της ζωής στην κοιλάδα του Νείλου, πράγμα που οδηγεί και στην άνοδο της ισλαμικής τρομοκρατίας,  και περιγράφει το, φανταστικό βεβαίως, τέλος του.
Δυστυχώς τα υπόλοιπα βιβλία δεν έχουν μεταφραστεί για την ελληνική αγορά. Από μια πλούσια συγκομιδή δεκάδων τίτλων μνημονεύω ενδεικτικά :
-        το «Haweswater» της Σάρα Χωλ εμπνέεται από την κατασκευή του ομώνυμου φράγματος το 1929 στην περιοχή των λιμνών (Lake district) της Βορειοδυτικής Αγγλίας και αφηγείται την απειλή για τον αγροτικό παράδεισο της περιοχής και τη σταδιακή συναισθηματική εμπλοκή του αρχιμηχανικού του έργου
-        το «Drowning Day» (= μέρα πνιγμού) του Άλαν Ντίπερ περιγράφει τον αγώνα των κατοίκων μιας ουαλικής πόλης εναντίον του πολιτικού και επιχειρηματικού σχεδίου για πλημμύρισμα της κοιλάδας τους και της εισαγόμενης βίας
-        το «After the dam» (= μετά από το φράγμα) της Άμυ Χάσινγκερ, τοποθετημένο στην πολιτεία του Ουίσκονσιν των ΗΠΑ, εξιστορεί τις συνέπειες, πραγματικές και μεταφορικές, από τη διακοπή της ροής και τη νέκρωση ενός ποταμού
-        ενώ στο «Swift dam», από το όνομα του φράγματος στην περιοχή των Ινδιάνων Μαυροπόδαρων στη Μοντάνα, που καταστράφηκε από πλημμύρες το 1964 και προκάλεσε καταστροφές και θανάτους, με αφορμή αυτό το πραγματικό γεγονός, ο Σιντ Γκούσταφσον γράφει 3 ιστορίες και προειδοποιεί για τις αυταπάτες της σύγχρονης τεχνολογίας και τις συνέπειες στη ζωή των ανθρώπων. 
Ακόμα πιο πολυάριθμη είναι η αστυνομική λογοτεχνική παραγωγή σχετικά με το θέμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καναδός αστυνομικός συγγραφέας Πήτερ Ρόμπινσον έχει εισαγάγει τον όρο «Reservoir Noir» (= αστυνομικό μυθιστόρημα των ταμιευτήρων), προκειμένου να περιγράψει αυτή την έλξη για σύνδεση εγκλημάτων με την ακινησία και τα μυστικά, που έκρυψε η δημιουργία των τεχνητών λιμνών, αλλά και με τα κατασκευαστικά σχέδια. Από τα βιβλία, που η φιλολογική έρευνα έχει κατατάξει στο reservoir noir, θα αναφέρω, επίσης ενδεικτικά, το μυθιστόρημα του ίδιου του Ρόμπινσον «In a Dry Season» (= σε μια εποχή ξηρασίας), αυτό του Ρέτζιναλντ Χιλ «On Beulah Height» (= στα ύψη του Μπούλα), τοποθετημένα και τα δύο στην περιοχή του αγγλικού Γιορκσάϊρ, το «Dragon Bones» (= τα οστά του δράκου) της Λίζα Σi, που πραγματεύεται φόνους και αρχαιοκαπηλεία στη διάρκεια της κατασκευής του γιγαντιαίου φράγματος των 3 φαραγγιών στην Κίνα και τέλος το «Drowned Hopes» (= πνιγμένες ελπίδες) του κατά τα λοιπά αρκετά γνωστού Αμερικανού συγγραφέα Ντόναλντ Γουεστλέϊκ, που σχετίζεται με τη λειτουργία του υδρευτικού συστήματος της Νέας Υόρκης.
         Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και κόμικ έχει εκδοθεί ενάντια στην κατασκευή φραγμάτων ! Πρόκειται για το «The River of stories» (= ο ποταμός των ιστοριών), ο Ινδός σχεδιαστής του οποίου Όρτζιτ Σεν συμμετείχε ενεργά στην πολιτική μάχη για την αποτροπή της φραγματοποίησης του ποταμού Ναρμάντα στην Κεντρική Ινδία και το εξέδωσε το 1994.
Αρκετά από τα βιβλία αυτά έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο, η διερεύνηση όμως, ποιά, και με ποιό τίτλο, προβλήθηκαν στις ελληνικές αίθουσες, απαιτεί προδιαγραφές διδακτορικής διατριβής. Γι’ αυτό και θα περιοριστώ σε δύο μονάχα κινηματογραφικές αναφορές, που εξάλλου δεν βασίζονται σε προηγούμενα μυθιστορήματα.
Η πρώτη ταινία με τίτλο «Vajont - La diga del disonore » (= Βαγιόν - το φράγμα της ατιμίας) γυρίστηκε το 2001 από τον Ιταλό σκηνοθέτη Ρέντσο Μαρτινέλι για να υπενθυμίσει τη μεγάλη οικολογική καταστροφή και τους 1.917 νεκρούς, που προκάλεσε το φράγμα Vajont στον ομώνυμο παραπόταμο του Πιάβε στη Βόρεια Ιταλία. Η συνεχής βροχόπτωση και οι κατολισθήσεις που αυτή προκάλεσε, δημιούργησαν ένα τεράστιο κύμα νερού που υπερπήδησε τη στέψη του φράγματος και σάρωσε τα κατάντη χωριά της κοιλάδας. Νομίζω ότι δεν έχει προβληθεί στη χώρα μας.
Η δεύτερη είναι η βραβευμένη με τον χρυσό λέοντα του φεστιβάλ της Βενετίας του 2006 «Still life » (= νεκρή φύση, αν και στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Ακίνητες ζωές») του Κινέζου Ζια Ζαγκ Κε. Το φιλμ αποτυπώνει, με χαμηλούς τόνους και τρόπο ποιητικό, αλλά την ίδια στιγμή και αμείλικτο, τις συνέπειες από την κατασκευή του προαναφερθέντος φράγματος των 3 φαραγγιών και τη βύθιση μιας ολόκληρης πόλης, η οποία μεταφέρεται ψηλότερα. Ο κινηματογραφικός φακός συλλαμβάνει όχι μόνο περιβαλλοντικές συνέπειες, τη μουντή ατμόσφαιρα και τη μόνιμη σχεδόν ομίχλη, αλλά κυρίως τις κοινωνικές επιπτώσεις της «προόδου»: την απώλεια εργασίας, ταυτότητας και μνήμης, την επιδειξιομανία και τον καταναλωτισμό, τον παρασιτισμό και την πορνεία, τον χουλιγκανισμό και τους πολέμους συμμοριών.
Η λογοτεχνία και το σινεμά συμπληρώνουν την επιστημονική έρευνα και φωτίζουν τον πολιτικό δρόμο.

   

 

Παρασκευή 7 Απριλίου 2017

Τί έχει να μας πει σήμερα ο Μίλοβαν Τζίλας


Καθώς πλησιάζει η επέτειος του θανάτου του Μίλοβαν Τζίλας, στις 20 Απριλίου 1995 στο Βελιγράδι, βρίσκω χρήσιμο να υπενθυμίσω ένα παλιό βιβλίο του με τίτλο «Συνομιλίες με τον Στάλιν», που γράφτηκε το 1961 και κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά και στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις Καμαρινόπουλου, με μετάφραση και εισαγωγή του Γιώργου Μανιατάκου (η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι από επανέκδοση του 1962). Γραμμένο - και μεταφρασμένο - ασφαλώς με τη γλώσσα μιας μακρινής εποχής, αποκαλύπτει ωστόσο κρίσιμες λεπτομέρειες και για τη χώρα μας και μπορεί να συμβάλει στην ιστορική αυτογνωσία.
Δύο λόγια κατ’ αρχήν για τον συγγραφέα. Γεννημένος το 1911 στο εσωτερικό, ορεινό τμήμα του Μαυροβουνίου, ο Μίλοβαν Τζίλας, υπήρξε από τα νιάτα του κομμουνιστής με φυλακίσεις και στη συνέχεια μέλος της ιστορικής τετράδας στην ηγεσία του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (με επικεφαλής τον Τίτο και μαζί με τους Καρντέλι και Ράνκοβιτς), δραστήριος και στο παρτιζάνικο κίνημα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα χρόνια της σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Εξελίχθηκε σε ένα από τους μεγάλους αιρετικούς και αντιφρονούντες του κομμουνιστικού κινήματος, πράγμα που επίσης του στοίχισε κάμποσα χρόνια φυλάκισης για διάφορες αιτίες. Βίωσε με μεγάλο πνευματικό θάρρος τα γεγονότα μιας δραματικής εποχής, μίλησε πολύ νωρίς και χωρίς περιστροφές και υπέρ της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956 και για τη σφαγή του Κατίν, προβλέποντας την κατάρρευση του «υπαρκτού», ενώ, παράλληλα με τα πολιτικά του κείμενα, δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με τη λογοτεχνία. Υπήρξε εξίσου προφητικός και για το τέλος της Γιουγκοσλαβίας, δηλώνοντας σε μια συνέντευξη στον Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη, τον Ιούλιο του 1990 ότι «δεν θα ήταν μεγάλη τραγωδία αν διαλυόταν η Γιουγκοσλαβία αλλά με ειρηνικό τρόπο ! Η τραγωδία της είναι ότι δεν μπορεί να διαλυθεί χωρίς αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, που σημαίνει γενοκτονία άμαχου πληθυσμού. Εγώ είμαι υπέρ της Γιουγκοσλαβίας και θα είμαι ακόμα και αν διαλυθεί ..».
Στα πλαίσια των εκάστοτε ρόλων του στην ηγεσία του γιουγκοσλαβικού ΚΚ, ο Τζίλας επισκέφθηκε 3 φορές, από το 1944 μέχρι το 1948, τη Σοβιετική Ένωση, είχε συνομιλίες με τον Στάλιν και τον ηγετικό του κύκλο και γνώρισε από πρώτο χέρι τα παρασκήνια της σοβιετικής εξουσίας. Εξίσου σημαντικές είναι οι αρετές του στον στοχασμό και το γράψιμο και, όπως επισημαίνει ο μεταφραστής του, «αν ο Στάλιν ήξερε πόσο δυνατός ήταν ο Τζίλας σαν συγγραφέας δεν θα το δεχόταν ποτέ ασφαλώς». Οι 3 διαδοχικές επισκέψεις, όπως τις ορίζει ανάλογα με την εξέλιξη των συναισθημάτων του ο συγγραφέας, ήταν αυτή των «εκστάσεων» (Μάρτιος 1944), των «αμφιβολιών» (Απρίλιος 1945) και των «απογοητεύσεων» (Ιανουάριος 1948, λίγους μήνες πριν από την οριστική διάσταση στις σχέσεις Μόσχας - Βελιγραδίου, την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ με τις γνωστές καταγγελίες περί «προδοσίας του Τίτο», «πισώπλατου χτυπήματος στο ΚΚΕ» κλπ.).
Ο Τζίλας αναπλάθει μια εποχή πλουσιοπάροχων γευμάτων - και κυρίως ολονύκτιου αλκοόλ, που ξένιζε τους γιουγκοσλάβους κομμουνιστές - στη βίλα του Στάλιν και ταυτόχρονα εποχή, προοδευτικά κλιμακούμενου, ζόφου, κυριαρχίας των μυστικών υπηρεσιών, φόβου και καχυποψίας, στην οποία δεσπόζει μια προσωπικότητα, που, συμπληρωμένη από την ψυχρή μεθοδικότητα του Μολότοφ, ξέρει να χειρίζεται τους ανθρώπους, να δημιουργεί κλίμα ανασφάλειας ή εμπιστοσύνης "μεταξύ κατεργαραίων" και να γίνεται κυνικός ακόμα και ανοιχτά προσβλητικός, όπως όταν, στη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψης, χλευάζει μπροστά στον Τίτο τη μαχητικότητα του παρτιζάνικου στρατού του ενώ αντίθετα επαινεί τον βουλγαρικό, που είχε πολεμήσει στο πλευρό του Άξονα και διατηρήθηκε αυτούσιος με κάποιες εκκαθαρίσεις. Και παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε μετά από την αποσταλινοποίηση, η κυκλοφορία του απαγορεύθηκε και στη Σοβιετική Ένωση και στην Αλβανία, την οποία επίσης αφορά, ενώ ο συγγραφέας τιμήθηκε στην πατρίδα του και με ακόμη 4 χρόνια φυλάκισης (1962 - 1966) μέχρι την αμνήστευσή του.

Ελληνικός εμφύλιος και βαλκανική ομοσπονδία
Αυτό όμως, που για μας μετράει περισσότερο, είναι οι μαρτυρίες του Τζίλας για κρίσιμα γεγονότα της ελληνικής και της βαλκανικής ιστορίας. Πιο σημαντική λοιπόν είναι η τρίτη του επίσκεψη στη Μόσχα και η συμμετοχή του στην περιβόητη κοινή σύσκεψη στο Κρεμλίνο, στις 10 Φεβρουαρίου του 1948, αντιπροσωπειών 3 κομμουνιστικών κομμάτων, του σοβιετικού, του γιουγκοσλαβικού και του βουλγάρικου.
Η πρώτη μαρτυρία αφορά στον ελληνικό εμφύλιο, που βρισκόταν τότε σε πλήρη εξέλιξη, και πρόκειται για τη συνομιλία μεταξύ του Στάλιν και του Καρντέλι. Μεταφέρω τα κύρια σημεία του διαλόγου « Στάλιν : Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να κλείσει … Εσείς πιστεύετε στην επιτυχία της ; Καρντέλι : Αν η ξενική επέμβαση δεν αυξηθεί και αν δεν γίνουν σοβαρά πολιτικά και στρατιωτικά λάθη Στάλιν : Όχι δεν έχει καμιά προοπτική να πετύχει … Η εξέγερση στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει. Και όσο το δυνατόν ταχύτερα».
Σήμερα, και υπό το φως της δημοσίευσης πολλών ευρημάτων της έρευνας, μας φαίνεται ίσως αυτονόητη ως ιστορική αλήθεια (εννοείται ακόμα όχι σε όλους και σίγουρα όχι στο ΚΚΕ) η θυσία του αντάρτικου ελληνικού κινήματος στο βωμό της συμφωνίας της Γιάλτας αλλά και της προηγηθείσας περιβόητης «συμφωνίας της χαρτοπετσέτας» για τα ποσοστά επιρροής μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944, με την οποία ο τελευταίος πήρε μια γενναία μερίδα ανταλλαγμάτων στην Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Θυμίζω και ένα σχετικά πρόσφατο άρθρο του Γιώργου Μιχαηλίδη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (http://prin.gr/?p=12787), που έφερε στη δημοσιότητα τα γιουγκοσλαβικά αρχεία για τη συνάντηση Τίτο - ΚΚΕ το Νοέμβριο του 1944, ένα μήνα δηλαδή μετά από τη «συμφωνία της χαρτοπετσέτας», από τα οποία προκύπτει η σοβαρή διαφορά εκτιμήσεων για τις ελληνικές εξελίξεις μεταξύ ενός αποφασιστικού Τίτο και ενός «συγκρατημένου» ΚΚΕ. Ο Τζίλας όμως γράφει το βιβλίο του το 1961 και η αξία των αποκαλύψεων για τη στάση του Στάλιν είναι για την εποχή τους μεγάλη, όπως και η, πλην λίγων εξαιρέσεων, αποσιώπησή τους από τον αριστερό διάλογο επί δεκαετίες, που δεν μπορεί παρά να γεννά πικρές σκέψεις για τα όριά του. 
Στη φυλακή το 1933
Θεωρώ ωστόσο εξίσου σημαντική και τη δεύτερη μαρτυρία, που αναφέρεται στη στάση του Στάλιν απέναντι στην προοπτική μιας βαλκανικής ομοσπονδίας. Είναι η εποχή, που οι σχετικές συζητήσεις μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Αλβανίας ωριμάζουν, που 2 γιουγκοσλαβικές μεραρχίες προσκαλούνται στην Αλβανία για να αποτρέψουν πιθανή εισβολή των ελληνικών κυβερνητικών δυνάμεων, που επίσης ο Τίτο και ο Δημητρώφ με τη συμφωνία του Μπλεντ, τον Αύγουστο του 1947, έχουν δρομολογήσει μια ανάλογη διαδικασία προϊούσας ομοσπονδιοποίησης μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, που τέλος ο δεύτερος έχει κάνει και δημόσιες δηλώσεις στο Βουκουρέστι υπέρ μιας Ομοσπονδίας της Ανατολικής Ευρώπης, στην οποία, αν ήθελε, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η Λαϊκή Δημοκρατία της Ελλάδας. Ο Στάλιν, εξοργισμένος από την ανάληψη πρωτοβουλιών χωρίς τον έλεγχό του και από τη δυναμική δημιουργίας ενός ισχυρού βαλκανικού κομμουνιστικού κέντρου, επιπλήττει με σκαιότητα και τον Δημητρώφ, την επιστροφή του οποίου στη Βουλγαρία είχε παλιότερα απαγορεύσει για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να μειώσει την ακτινοβολία του, αλλά και τους γιουγκοσλάβους για την προσέγγιση με την Αλβανία - τη στιγμή που, κατά την προηγούμενη επίσκεψή του, είχε πει στον κατάπληκτο Τζίλας, ωστόσο μάλλον για να τον παγιδεύσει με την σύνταξη εγγράφου αιτήματος, ότι «συμφωνούμε να καταβροχθίσει (!) η Γιουγκοσλαβία την Αλβανία».
Αυτή η υπονόμευση κάθε προσπάθειας για βαλκανική ομοσπονδία και η «εθνικοποίηση» του κομμουνισμού στα όρια των εθνών - κρατών δεν οφείλεται σε τίποτε ιδεολογικές εμμονές του Στάλιν. Σε κάποιο σημείο των συζητήσεων ο ίδιος αναφέρεται υποτιμητικά στην έννοια του έθνους, το χαρακτηρίζει «προϊόν του καπιταλισμού με δεδομένα χαρακτηριστικά» και το αντιπαραβάλλει με το λαό, δηλαδή τους εργαζόμενους που έχουν την ίδια γλώσσα και τον ίδιο πολιτισμό. Προκύπτει δηλαδή ότι αυτή η εθνικοποίηση ανταποκρινόταν απλά και μόνο στην προσπάθεια διατήρησης σιδηρού ελέγχου επί όλων των κομμουνιστικών κομμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι ύστερα από λίγους μήνες ο Δημητρώφ θα «ξεχάσει» το πρόσφατο παρελθόν του και θα ευθυγραμμιστεί στην καταγγελία του Τίτο και της Γιουγκοσλαβίας.
Διδακτικές ιστορίες ακόμα και σήμερα - ίσως κυρίως σήμερα, που γινόμαστε μάρτυρες ενός νέου ρεύματος σταλινολατρείας. Ίσως θάπρεπε να προσέξουμε λίγο περισσότερο τί έχει γράψει ο Μίλοβαν Τζίλας !