Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ισλαμικά Μνημεία Ιωαννίνων : Μεταξύ αποδοχής και προκατάληψης


Η υπεράσπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μνημειακού χαρακτήρα της Αγιάς Σοφιάς απέναντι στην επίθεση του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού είναι αυτονόητη στη χώρα μας. Όπως όμως θα διαβάσετε παρακάτω, κάποιων άλλων μνημείων όχι και τόσο .. Το ακόλουθο άρθρο, με τον ίδιο τίτλο και αποτελούμενο από 3 τμήματα, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά τον μακρινό Δεκέμβριο του 1995 στο 1ο φύλλο της «Εφημερίδας για την Ήπειρο». Στη συνέχεια υποβλήθηκε στην ελληνική επιτροπή του βραβείου Ελληνοτουρκικής Φιλίας και Ειρήνης Απντί Ιπεκτσί, στη μνήμη του δολοφονημένου από την ακροδεξιά συμμορία των «Γκρίζων Λύκων» Τούρκου δημοσιογράφου, και ο συγγραφέας του βραβεύθηκε, μαζί με άλλους πολίτες από τις δύο πλευρές του Αιγαίου, τον Ιούνιο του 1997 στην Κωνσταντινούπολη. Το βραβείο Ιπεκτσί μου εξασφάλισε πολλά συγχαρητήρια από γνωστούς και αγνώστους αλλά και κάποια μέτωπα με αποκορύφωμα το υβρεολόγιο μιας ακροδεξιάς εφημερίδας, ο υπεύθυνος της οποίας πάντως υποχρεώθηκε να κάνει δήλωση συγγνώμης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και να τη δημοσιεύσει στην εφημερίδα.

Θεωρώ τη σημερινή συγκυρία απολύτως κατάλληλη για την αναδημοσίευση εκείνου του βραβευμένου άρθρου με τη διευκρίνιση ότι έχω παραλείψει ένα από τα τρία τμήματά του, που αναφερόταν στο νομικό πλαίσιο προστασίας των μνημείων, ενσωματώνοντας μία μόνο πρόταση απ’ αυτό στο βασικό κείμενο. Κατά τα λοιπά το άρθρο διατηρεί το 99,9 % της αρχικής του μορφής.

---

«Κι΄όσο πήγαινε η μέρα σαν το βαπόρι σε καλά νερά

είδα και μιναρέδες κι’ άκουσα τα μπακίρια να βελάζουν»

Μιχάλη Γκανά «Γυάλινα Γιάννενα»

Σε μια πόλη, που έτσι κι’ αλλιώς βαρύνεται με σοβαρές παραλείψεις στην προστασία της ιστορικής και αρχιτεκτονικής της κληρονομιάς, τα ισλαμικά της μνημεία βρέθηκαν συχνά στο στόχαστρο, θεωρούμενα στίγμα και κατηγορούμενα για όλα τα δεινά της τουρκοκρατίας. Από τις πρώτες στιγμές της εισόδου του ελληνικού στρατού στα Γιάννενα μέχρι τις μέρες μας, τα ίχνη του μουσουλμανικού παρελθόντος της πόλης κινδύνεψαν αρκετές φορές με εξαφάνιση ή αλλοίωση.

Όχι βέβαια πως έλειψαν οι αντιστάσεις στην προκατάληψη. Ήδη από το 1923, εν μέσω της ανταλλαγής των πληθυσμών, η εφημερίδα «Ήπειρος» του Γεωργίου Χατζή – Πελλερέν δημοσίευσε εισήγηση υπέρ της διατήρησης των τζαμιών, προβάλλοντας την «ιδιάζουσαν κορμοστασιάν των αραιών μιναρέδων της, που αποτελούν σύνολον ιδιαιτέρας ομορφιάς και διακοσμητικόν στοιχείον το οποίον μόνον χονδροειδής ακαλαισθησία θα έυρισκεν ίσως όχι κομψόν». Τα αισθητικά επιχειρήματα του Χατζή δεν φαίνεται να συγκίνησαν ιδιαίτερα τους εκπροσώπους της εξουσίας, αν κρίνουμε από τη βαθμιαία εξαφάνιση αρκετών από τα 17 τζαμιά και ιδιαίτερα των μιναρέδων τους. Την κατεδάφιση μάλιστα με εκρηκτικές ύλες του μιναρέ του Οσμάν Τσιαούς τζαμιού, στη θέση όπου αργότερα ανεγέρθηκε η Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία, την αποτύπωσε με θαυμαστή ζωντάνια ο φακός του Απόστολου Βερτόδουλου (βλ. λεύκωμα Α. Βερτόδουλου «Τα Γιάννενα στο χώρο και το χρόνο», εκδ. Δωδώνη). Ωστόσο ήταν το ίδιο το ελληνικό κράτος, που κήρυξε έγκαιρα, με Βασιλικό Διάταγμα του 1925 (ΦΕΚ 152/11-6-1925), διατηρητέα τα μνημεία του Κάστρου, σύμφωνα με τη λεπτομερή καταγραφή του τότε Εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Α. Ξυγγόπουλου. Έτσι σώθηκαν δύο από τα σημαντικότερα τζαμιά της πόλης με τους μιναρέδες τους, το τζαμί του Ασλάν Πασά και το Φετιχιέ τζαμί, στις δύο περίοπτες γωνίες του κάστρου.

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, τα τζαμιά επιβίωσαν ως ιδιαιτερότητα, ίσως η πιο χαρακτηριστική της πόλης, όπως μαρτυρούν τα καρτ-ποστάλ και οι τουριστικοί οδηγοί των περασμένων δεκαετιών αλλά και πολλές από τις λογοτεχνικές αναφορές στα Γιάννενα. Όχι όμως πως το πρόβλημα λύθηκε οριστικά. Στις περιόδους έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ιδιαίτερα, δεν σταμάτησε να εμφανίζεται το είδος των εκ του ασφαλούς τουρκοφάγων.

Τον Ιούλιο του 1975 η εφημερίδα «Παρατηρητής» και με τον τίτλο «Απίστευτο – έγινε επίσημη πρόταση να γκρεμιστούν οι μιναρέδες ;», αποκάλυπτε την ύπαρξη επισήμου εγγράφου του τότε Νομάρχη Ιωαννίνων Χανού με ανάλογο περιεχόμενο. Όπως αποκαλύφθηκε σε μεταγενέστερο φύλλο, επρόκειτο για το υπ’ αρ. 19805/5-2-75 έγγραφο (απόρρητο) προς το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ ο φιλόδοξος Νομάρχης πρότεινε να κατεδαφιστούν οι μιναρέδες μέχρι το ύψος του εξώστη (μεκιανέ) και να τοποθετηθούν στη θέση τους «γλυπτά εντόνου τοπικής σημασίας, όπως π.χ. βους, σύμβολον της Ηπειρωτικής ισχύος, ή ο Δικέφαλος Αετός, έμβλημα του Βυζαντινού Ελληνισμού». Η εφημερίδα, αφού χαρακτήρισε την ιδέα αντισυνταγματική, σωβινιστική, εξαμβλωματική και προσβλητική, επικαλέστηκε ακόμη και τη συνηγορία του Κωστή Παλαμά υπέρ των μιναρέδων («Κι’ ο μιναρές που στέκει της ολόμαυρης και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι … όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε, σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα, στην ομορφιά σου ομορφιά απιθώσανε κι’ είναι σα απλάχνα από το δικό σου αίμα …»).

Ας ρίξουμε μια ματιά στο έγγραφο του κ. Χανού : «Εις την παράδοσιν, βεβαίως, δεν δύναται να συγκαταλεχθεί και η ύπαρξις δύο εισέτι ισλαμικών τεμενών … Πάντως η τούτων διατήρησις άχρι σήμερον επέδρασεν δυσμενώς εις την φήμην της πόλεως, καθ’ όσον κατακτήσασα το σχήμα των έργων λαϊκής τέχνης, ήτις τόσον επιτυχώς θεραπεύεται εις τα Ιωάννινα, κατέστησαν συνώνυμα της πορείας των …». Η επιχειρηματολογία αυτή συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την ιδεολογική αντιμετώπιση των μνημείων και το άγχος μπροστά στην ανάμνηση του μουσουλμανικού παρελθόντος της πόλης.

Είναι βέβαια το ίδιο άγχος εξορκισμού των τζαμιών και αναζήτησης «εθνικά καθαρών» μνημείων, που οδήγησε στη, σχετικά πρόσφατη, επιλογή του εμβλήματος της πόλης. Πρόκειται για σύνθεση παραστάσεων εντελώς άσχετων με τη φυσιογνωμία των Ιωαννίνων, όπως το αρχαίο θέατρο της Δωδώνης, που απέχει 30 χιλιόμετρα, και το κεφάλι του Ιουστινιανού από τα ψηφιδωτά της Ραβέννας, που απέχουν πάνω από 1.000. Ακόμη και η πρόταση για επιλογή του ειρηνικού πελαργού μειοψήφησε μπροστά σ’ αυτή τη σύνθεση αρχαίου – βυζαντινού. Πέραν των αισθητικών αντιρρήσεων, ας σημειώσουμε και τις παρεπόμενες συγχύσεις αυτής της επιλογής (βλ. το τμήμα «Ψηφίδες» στη συνέχεια).

Τους τελευταίους μήνες πάντως παρατηρείται αναθέρμανση του προβλήματος και ομοβροντία δημοσιευμάτων κατά των μιναρέδων στον τοπικό Τύπο. Άρκεσαν οι υπερβολές ενός Άγγλου δημοσιογράφου, που επισκέφθηκε τα Γιάννενα, καλύπτοντας το άτυπο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Μάρτιος 1994), και τα χαρακτήρισε νυσταγμένη πόλη, που θυμίζει τουρκοκρατία, για να ενεργοποιηθούν τα πιο αμυντικά αντανακλαστικά της τοπικής κοινωνίας. Περισσότεροι από ένας αρθρογράφοι αναθεμάτισαν τους μιναρέδες ως γάγγραινα και προσβολή για το εθνικό γόητρο ενώ κάποιος διορατικός ανακάλυψε και άλλη πηγή κινδύνων, τους Τούρκους αξιωματικούς του ΝΑΤΟ, που επισκέπτονται τα τζαμιά (!!). Ήταν επομένως φυσιολογική η αναβίωση του εθνικιστικού κιτς, που χαρακτήριζε την πρόταση του Χανού, με κάποιες παραλλαγές στις λεπτομέρειες. Να στηθεί το έμβλημα της πόλης δίπλα στα τζαμιά, σε αρκετό ύψος και ανάλογο μέγεθος, για να περιοριστεί η θέα τους, προτείνει ένας από τους αρθρογράφους. Συγκεντρωμένα πυρά κατευθύνονται επίσης εναντίον της απόφασης να φωτιστούν τα τζαμιά τη νύχτα (άραγε για να μη τα ξεχωρίζουν οι Τούρκοι ταξιδιώτες από το δρόμο του Δρίσκου ;).

Προφανώς δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος από τέτοια δημοσιεύματα. Ας μην υποτιμήσουμε ωστόσο τις συνέπειες στο συλλογικό υποσυνείδητο της πόλης και την καλλιέργεια ενός κλίματος ξενόφοβου και επαρχιώτικου. Η προστασία των μνημείων δεν εξαρτάται μόνο από την ύπαρξη νόμων ή ευαίσθητων υπηρεσιών όσο κυρίως από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τη νοοτροπία της πόλης, τη γνώση και την αναγνώριση του πολυεθνικού της παρελθόντος, στη διάρκεια του οποίου, ας μην το ξεχνάμε, γνώρισε μερικές από τις λαμπρότερες στιγμές της ιστορίας της. Είναι ασφαλώς πρόβλημα διδασκαλίας και πρόσληψης της ιστορίας, που για μια σημαντική μερίδα συμπολιτών μας τα ίχνη αυτά δεν ενεργοποιούν συναισθήματα ιστορικής και αρχιτεκτονικής ευθύνης αλλά συμπλέγματα κατωτερότητας, καθόλου άσχετα με τη διαδικασία κατασκευής της νεοελληνικής ταυτότητας.

Σε μια εποχή, που η επιστημονική έρευνα έχει απορρίψει τους διαχωρισμούς των μνημείων σε «δικά μας» και «ξένα», που η προστασία της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής κληρονομιάς δεν βασίζεται σε επιλεκτικές σκοπιμότητες αλλά στις πραγματικές ανάγκες συντήρησης και ανάδειξης, που στο κάτω-κάτω ο πολιτιστικός τουρισμός εξασφαλίζει πόρους και ευκαιρίες απασχόλησης, η προκατάληψη βλάπτει πάνω απ’ όλα την ίδια την πόλη. Εκτός εάν ορισμένοι εμπνέονται από το παράδειγμα της γειτονικής Γιουγκοσλαβίας, όπου η εθνικιστική βαρβαρότητα δεν περιορίστηκε μόνο στις ανθρώπινες ζωές αλλά επιτέθηκε και στα «αντίπαλα» μνημεία, καταστρέφοντας το δημιουργικό έργο αιώνων του ανθρώπινου πολιτισμού.

Βεβαίως τα φαινόμενα εγκατάλειψης των επιστημονικών κριτηρίων της αρχαιολογικής επιστήμης και επιστροφής στα συμβολικά κριτήρια του εθνικιστικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού δεν λείπουν ούτε στη χώρα μας. Ας θυμηθούμε μονάχα τους λιβέλους εναντίον όσων τόλμησαν να επισημάνουν τις ανακολουθίες της Σουβαλτζή στην έρημο της Σίβα ή τους πρόσφατους βανδαλισμούς ρασοφόρων και ακροδεξιών στη Ροτόντα της Θεσσαλονίκης. Η ανάδειξη επομένως της ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας των μνημείων αποτελεί προτεραιότητα. Όπως λέει και ο προοδευτικός Τούρκος συγγραφέας Ασίζ Νεσίν, ο οποίος επίσης κινδύνευσε να καεί από φανατικούς ισλαμιστές στα γεγονότα της Σεβάστειας το 1993, «η τέχνη είναι αυτή, που θα φέρει κοντά τους δύο λαούς» («Ελευθεροτυπία», 21-11-1995). Ας ακούσουμε τη συμβουλή του, μακαρίτη πια, Νεσίν κι’ ας μιλήσουμε στη φιλική γλώσσα της τέχνης και της επιστήμης και όχι στην επιθετική των συμβόλων.


Ψηφίδες

● Η Ανδαλουσία της Ισπανίας είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική περιοχή της Ευρώπης, που τιμά το μουσουλμανικό της παρελθόν και προσπαθεί να το προστατέψει. Δεν είναι τυχαίο που η Γρανάδα επιλέχθηκε ως τόπος υπογραφής της σύμβασης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης.

● Ιδιαίτερη φροντίδα για την προστασία των ισλαμικών της μνημείων δείχνει και η Κύπρος, όπου έχει εκδοθεί και ειδικός οδηγός γι’ αυτά. Η πολιτική αυτή έχει συμβάλει τόσο στην, πολύτιμη διπλωματικά, καλλιέργεια στενών σχέσεων με τις αραβικές χώρες και στην προσέλκυση Αράβων τουριστών όσο και στην ιδιαίτερα σημαντική δικαστική νίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην υπόθεση των ψηφιδωτών της Παναγίας της Κανακαριάς, που συλήθηκαν από Τούρκους αρχαιοκάπηλους στη διάρκεια της εισβολής και στη συνέχεια πουλήθηκαν στις ΗΠΑ.

● Αντίθετα, το φυλλάδιο του δικού μας ΕΟΤ για τα Γιάννενα δεν αφιερώνει ούτε μία φωτογραφία στην αρχιτεκτονική των ισλαμικών μνημείων της πόλης. Μόνο το τζαμί του Ασλάν συμπεριλαμβάνεται απλώς ως στοιχείο του τοπίου σε 2 φωτογραφίες, ασήμαντο σε μέγεθος ανάμεσα στα νερά της Παμβώτιδας, τα δέντρα του Μώλου και το βουνό Μιτσικέλι.

● Το κλασικό επιχείρημα κατά των μιναρέδων είναι φυσικά η τύχη, που επιφύλαξαν οι Τούρκοι στα βυζαντινά μνημεία της Μικράς Ασίας. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια η τουρκική τουριστική πολιτική προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και προβάλλει αρκετά τα μνημεία από το χριστιανικό παρελθόν της περιοχής (π.χ. τις εκκλησίες της Καππαδοκίας), ενώ έχει αρχίσει και ο σχετικός επιστημονικός διάλογος Ελλήνων και Τούρκων αρχαιολόγων με στόχο την από κοινού αναστήλωση μνημείων. Βεβαίως και εν μέσω αντιδράσεων ισλαμιστών και εθνικιστών.

● Σε χοντρές κοτσάνες οδηγεί ο συνδυασμός της αμάθειας με τη σύγχυση, που δημιουργεί το έμβλημα της πόλης. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσίευμα των «Νέων» της 7-8-1995, αναφερόμενο στην απονομή μεταλλίου στους Μίνωα Βολανάκη και Κώστα Καζάκο από τον Δήμαρχο, όπου ο Ιουστινιανός φέρεται ως ιδρυτής της Δωδώνης !

● Αρκετές λεπτομέρειες για τα τζαμιά και τα υπόλοιπα ισλαμικά μνημεία της πόλης περιέχει το βιβλίο του Γιάννη Κανετάκη «Το Κάστρο – Συμβολή στην πολεοδομική ιστορία των Ιωαννίνων», εκδ. Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, 1994.

● Το τζαμί της Καλούτσιανης, το μοναδικό που ανήκει σε ιδιώτες, ζητήθηκε για να στεγάσει υποκατάστημα τράπεζας, χρήση που απορρίφθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ως απάδουσα με τον χαρακτήρα του ως μνημείου. Άραγε συνάδει η χρήση του ως μανάβικου ή ζαχαροπλαστείου ; Μήπως είναι καιρός να γίνει επιτέλους η απαλλοτρίωση, που έχει ζητήσει εδώ και χρόνια η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ;

● Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα λειτουργικής χρήσης του Φετιχιέ τζαμιού ήταν ασφαλώς η μεταμεσονύκτια συναυλία του Αργύρη Μπακιρτζή και των «Χειμερινών Κολυμβητών» τον Ιούνιο του 1983, στη διάρκεια του πολιτιστικού 9ήμερου, που είχαν συνδιοργανώσει το Υφυπουργείο Νέας Γενιάς και ο Δήμος. Η βραδιά μένει ακόμη ζωντανή στη μνήμη όσων παρακολούθησαν τη συναυλία. Οι εκδηλώσεις εκείνες ήταν οι πρώτες, που ανέδειξαν τις τεράστιες δυνατότητες του χώρου του Ιτς – Καλέ, της εσωτερικής ακρόπολης του Κάστρου
● Τρία μουσεία της πόλης στεγάζονται ή θα στεγαστούν σύντομα σε θρησκευτικά μουσουλμανικά κτίρια : Το Δημοτικό Μουσείο στο τζαμί του Ασλάν Πασά, το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης στον μεντρεσέ του Βελή Πασά (μπροστά στο κτίριο του Πνευματικού Κέντρου), ενώ τμήμα του Βυζαντινού Μουσείου θα αναπτυχθεί στο Φετιχιέ τζαμί.




Τρίτη 28 Απριλίου 2020

Η συνάντηση κόκκινου - πράσινου στις περιοχές Natura




Είναι διπλό το ερέθισμα για τη μικρή σημερινή αναδρομή : Κατά πρώτο και κύριο λόγο οι διατάξεις του "περιβαλλοντικού" νομοσχεδίου Χατζηδάκη και η συρρίκνωση της προστασίας, που επιφυλάσσουν στις προστατευόμενες περιοχές. Με παρακινούν όμως και κάποιες αναθεωρητικές απόψεις, οι οποίες μάλιστα διεκδικούν και οικολογικό πρόσημο, ότι η θεσμοθέτηση των προστατευόμενων περιοχών ήταν και είναι επιλογή του κεφαλαίου με στόχο την εκμετάλλευση του οικοτουρισμού.

Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Natura 2000 και η συναφής Οδηγία της Ε.Ε. για τους οικοτόπους θεσπίστηκαν το 1992, παράλληλα με τη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το περιβάλλον στο Ρίο ντε Τζανέϊρο. Είχε προηγηθεί μια έντονη επιστημονική και κινηματική πίεση με στόχο την προστασία της βιοποικιλότητας και του κλίματος, που κατόρθωσε να υπερνικήσει τις σφοδρές αντιδράσεις των διαφόρων παραγωγικών λόμπυ. Η καταληκτική προθεσμία για την πλήρη συμμόρφωση των κρατών – μελών και την ολοκλήρωση του Δικτύου ήταν το 2004 και η Ελλάδα, βολεμένη μέχρι τότε με ελάχιστες περιοχές προστασίας και, κυρίως, χωρίς μηχανισμούς διαχείρισης, υπήρξε εξαιρετικά απρόθυμη στην εφαρμογή του. Μόλις το 2002, με τον ν. 3044, η Κυβέρνηση Σημίτη ίδρυσε 25 Φορείς Διαχείρισης και προώθησε τις αντίστοιχες Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ) οργάνωσης των προστατευόμενων περιοχών.

Ας έρθουμε τώρα στη μικρή μας αναδρομή : Το Σχέδιο της ΚΥΑ του Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου, που εκτείνεται σε μεγάλα τμήματα των νομών Ιωαννίνων και Γρεβενών, ήρθε για γνωμοδότηση στο Νομαρχιακό Συμβούλιο των Ιωαννίνων το 2003. Σ’ αυτό συμμετείχαν μόνο οι παρατάξεις της ΝΔ (πλειοψηφία) και του ΠΑΣΟΚ. Οι τρεις παρατάξεις της Αριστεράς, η ΝΑΕ (κυρίως διαγραμμένων του ΚΚΕ), η ΝΑΣ (ΚΚΕ + ΔΗΚΚΙ) και η δική μας Κόκκινη - Πράσινη Παρέμβαση (ΣΥΝ + Δίκτυο Οικολογικής Δράσης Ιωαννίνων + ΟΚΔΕ/Σπάρτακος), παρότι αθροιστικά είχαν αποσπάσει ένα ποσοστό γύρω στο 15 %, δεν είχαν εκπροσώπηση στο Συμβούλιο. Παρ’ όλα αυτά είχαν δικαίωμα λόγου και δεν παρέλειψαν να τοποθετηθούν σ’ ένα μείζον ζήτημα της τοπικής επικαιρότητας.

Με μια καταθλιπτική συμφωνία σχεδόν οι πάντες τάχθηκαν εναντίον του συγκεκριμένου Σχεδίου (ακόμα και η κατά τεκμήριο φιλοκυβερνητική παράταξη του ΠΑΣΟΚ …), ευθυγραμμιζόμενοι με το αρνητικό και φορτισμένο κλίμα, που είχαν καλλιεργήσει δημοτικές αρχές, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί κλπ., επιστρατεύοντας ακόμα και οικολογίζοντα επιχειρήματα του τύπου «τη φύση τη βιώνουμε, δεν την αποστειρώνουμε». Εννοείται ότι για τις δύο από τις παρατάξεις της Αριστεράς ένα κεντρικό επιχείρημα ήταν ότι (το Δίκτυο Natura ..) ήταν πολιτική της ΕΕ και του κεφαλαίου ! Μοναδική εξαίρεση η Κόκκινη – Πράσινη Παρέμβαση, που όχι μόνο υποστήριξε το Σχέδιο της ΚΥΑ, χρησιμοποιώντας φυσικά και οικονομικά επιχειρήματα για ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης της ορεινής Ελλάδας, αλλά και κάλεσε την Κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα, χωρίς πολιτικάντικους χειρισμούς και εκπτώσεις και με γενναία χρηματοδότηση του Φορέα Διαχείρισης. Τελικά η ΚΥΑ θεσμοθετήθηκε 2 χρόνια αργότερα από την Κυβέρνηση Καραμανλή, χωρίς να αποφύγει τις κρίσιμες υποχωρήσεις.

Οι προαναφερθείσες απόψεις περί «οικοτουριστικής στρατηγικής του κεφαλαίου» λησμονούν, ή αγνοούν, τον κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων εκείνης της εποχής στη χώρα μας, που, εδώ που τα λέμε, κάθε άλλο παρά προς το καλύτερο έχει αλλάξει σήμερα. Και μπορεί σ’ ένα κόσμο κυριαρχημένο ούτως ή άλλως από το κεφάλαιο να υπάρχουν όντως μερίδες του, κατά κανόνα μικρές και τοπικές, που επενδύουν στον οικοτουρισμό. Το ζήτημα όμως για μας είναι η μάχη για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα - και για τις σημαντικές κιβωτούς της, τις προστατευόμενες περιοχές. Και στη μάχη αυτή, όπως αποδεικνύουν εμφατικά οι διατάξεις του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, οι ισχυρές και κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου κάνουν ηχηρή την παρουσία τους στο στρατόπεδο του περιορισμού της προστασίας.

Παρόμοιος αναθεωρητικός ζήλος εμφανίζεται όμως και σε άλλες περιπτώσεις. Διαβάζω λ.χ. ή ακούω απόψεις ότι τα μικρά υδροηλεκτρικά έργα έχουν περισσότερες αρνητικές συνέπειες (περιβαλλοντικές !) από τα μεγάλα φράγματα. Θα ήμουν από τους τελευταίους σ’ αυτή τη χώρα, που θα υποστήριζαν την κερδοσκοπία των εργολάβων - «επενδυτών» των μικρών υδροηλεκτρικών, που δεν κερδίζουν τόσο από την παραγωγή ενέργειας όσο από τον κύκλο εργασιών της κατασκευής και τις επιδοτήσεις, αλλά κάποια στιγμή πρέπει να επιστρέψουμε στην κοινή αλλά και την επιστημονική λογική και στα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια. Δεν είναι δυνατόν, με μόνο κριτήριο το καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας της ΔΕΗ ή, ακόμα χειρότερα, τις υφιστάμενες ανάγκες πολιτικών συμμαχιών με τα συνδικάτα της ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, να παραβλέψουμε ούτε την καταστροφή, που αυτή έχει προκαλέσει στα ελληνικά ποτάμια, ούτε το καθεστώς αλαζονείας, αδιαφάνειας και απουσίας κοινωνικού ελέγχου, με το οποίο λειτουργούσε και συνεχίζει να λειτουργεί.
   
Εν κατακλείδι, η πολυπόθητη συνάντηση της Αριστεράς με την Οικολογία δεν θα γίνει στο έδαφος της υποταγής ούτε της μιας ούτε της άλλης. Και οι καιροί ου μενετοί !
 











Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Όταν οι αστυνομικοί συγγραφείς γίνονται προφήτες


ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ

Πωλ Τζόνστον «Εγκλήματα πλατωνικής δημοκρατίας το έτος 2020»
(μτφρ. Νατάσας Σκόρδου - εκδ. Περίπλους, 2002)

Έπιασα τυχαία στα χέρια μου αυτό το, παραπεταμένο σε μια γωνιά, βιβλίο, σχεδόν αμέσως μετά από την κορονοαπαγόρευση κυκλοφορίας. Και από τις πρώτες σελίδες του τσιμπήθηκα για να βεβαιωθώ ότι βλέπω καλά ! Σ’ ένα γραμμένο το 1997 αστυνομικό μυθιστόρημα η αφήγηση αρχίζει με τον κεντρικό ήρωα να κινδυνεύει με επιβολή ποινής, επειδή στις 20 Μαρτίου του 2020 (!!) μπήκε σε απαγορευμένη περιοχή παραβιάζοντας τα όρια της άδειας κυκλοφορίας του. Και μόνη αυτή η χρονική προφητεία θα αρκούσε για να γίνουν πολλές επανεκδόσεις του σήμερα.
Ο Σκωτσέζος Πωλ Τζόνστον, που γι’ αυτό το βιβλίο πήρε βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου αστυνομικού συγγραφέα, το εξέδωσε, με τον αγγλικό τίτλο “Body politic”, το 1997, λίγους μήνες πριν από το δημοψήφισμα για την καθιέρωση του σκωτσέζικου κοινοβουλίου. Τοποθετεί την πλοκή στη γενέτειρα πόλη του, το Εδιμβούργο – μα τί έχει αυτή η πόλη και βγάζει συνεχώς σπουδαίους αστυνομικούς συγγραφείς ; -, όπου επινοεί και περιγράφει ένα μελλοντικό πολεοδομικό σκηνικό και κυρίως πολιτικό τοπίο : Στις αρχές του 21ου αιώνα η Μεγάλη Βρετανία διαλύθηκε και το μεγαλύτερο μέρος της κυριαρχείται από εγκληματικές σπείρες. Στην αυτόνομη πόλη - κράτος του Εδιμβούργου όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά, αφού στις εκλογές του 2003 την εξουσία πήρε το κόμμα του Διαφωτισμού και επέβαλε καθεστώς ενάρετης και ορθολογικής διακυβέρνησης με έμπνευση τις αρχές της πλατωνικής πολιτείας.

Την εξουσία ασκεί ένα Συμβούλιο Πανεπιστημιακών Καθηγητών («Επιτρόπων»), που έχει υπό τις διαταγές του μια στρατιά γραφειοκρατών («Επικουρικών») και αστυνομικών («Φρουρών»), οργανωμένων ιεραρχικά σε μονάδες με τα ονόματα των φιλοσόφων του σκωτσέζικου διαφωτισμού, του οποίου το Εδιμβούργο του 18ου αιώνα υπήρξε το βασικό κέντρο. Έτσι το διακριτικό κάθε οργάνου της εξουσίας αποτελείται από το όνομα της μονάδας και τον αύξοντα αριθμό του. Ο υπόλοιπος πληθυσμός έχει εξασφαλισμένη εργασία, στέγη, κοινωνική πρόνοια και εκπαίδευση αλλά και μια εβδομαδιαία «σεξουαλική συνεδρία», με επιλογή συντρόφου από τα αρμόδια όργανα. Στους απλούς πολίτες απαγορεύονται ιδιωτικά αυτοκίνητα, υπολογιστές και κινητά, αλκοόλ και κάπνισμα (άλλη προφητεία αυτή !) ενώ η τηλεόραση και οι ποδοσφαιρικοί αγώνες έχουν καταργηθεί και ορισμένα μουσικά είδη είναι παράνομα. Το Συμβούλιο υπερηφανεύεται ότι, ύστερα από μια σειρά εκκαθαριστικών επιχειρήσεων κατά των συμμοριών, έχει εξαλείψει πλήρως τη βία και το έγκλημα και, πράγματι, η τελευταία ανθρωποκτονία έγινε το 2015.

Η οικονομική επιβίωση του κράτους του Εδιμβούργου στηρίζεται στον τουρισμό και στην προσέλκυση πλούσιων επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο, μεταξύ αυτών και Ελλήνων, για τους οποίους θα μιλήσουμε και στη συνέχεια. Αυτοί κινούνται σε μια μεγάλη οριοθετημένη περιοχή του κέντρου της πόλης, όπου μπορούν να απολαύσουν ό,τι απαγορεύεται στους πολίτες, πρακτικά τα πάντα - από το διευρυμένο χρονικά γνωστό φεστιβάλ μέχρι ξεναγήσεις σε μουσεία και αναπαραστάσεις εκτελέσεων καταδίκων του παρελθόντος και από ιπποδρομίες και καζίνα μέχρι ποτά, ναρκωτικά και κρατικά οργανωμένη πορνεία και σεξ σώου. Το κέντρο εμφανίζει μια άψογη εικόνα αλλά έξω από τη διαχωριστική γραμμή οι ελλείψεις και τα προβλήματα στις υποδομές είναι τεράστια.
  
Στην πραγματικότητα, αυτό το υποκριτικό καθεστώς θεσμοθετημένης επιτήρησης φέρει μέσα του τα στοιχεία του εγκλήματος. Και της κατάχρησης εξουσίας σε βάρος των πολιτών και της παραβίασης των κανόνων ανάλογα με τη θέση στην ιεραρχία και της διαφθοράς, διότι πάντα υπάρχουν αυτοί, που κάνουν business as usual. Είναι επομένως ζήτημα χρόνου να κάνει την εμφάνισή του και το σκληρό έγκλημα με τη μορφή ενός σήριαλ κίλερ.

Σ’ αυτό το δυστοπικό περιβάλλον κινείται ο Κουίντ Ντάλριμπλ - με βαφτιστικό Κουεντιλιανός, όπως αποφάσισε ο λατινιστής πατέρας του, πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου, που όμως απομακρύνθηκε, επειδή υποστήριζε τον χρονικό περιορισμό της θητείας και την εναλλαγή των μελών του. Ο ίδιος ο Κουίντ ήταν στο παρελθόν υψηλόβαθμος αστυνομικός και είχε οργανώσει μάλιστα τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Ήταν όμως και αρκετά ανυπότακτος στην τήρηση των οδηγιών συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να καθαιρεθεί και να καταλήξει εργάτης καθαρισμού πάρκων. Επειδή όμως είναι πραγματικά χρήσιμος, η αστυνομία κάνει τα στραβά μάτια στην απασχόλησή του ως ιδιωτικού ντετέκτιβ στον ελεύθερο χρόνο του. Για τον ίδιο λόγο το Συμβούλιο του αναθέτει τη διερεύνηση των φόνων. Ο Ντάλριμπλ όμως, με την πολύτιμη βοήθεια του όλο και λιγότερο συμβατικού «Χιουμ 253», βάζει βαθειά το μαχαίρι !
Μέσα από μια κλιμακούμενη πλοκή με πολλούς χαρακτήρες ο συγγραφέας πλάθει έναν κεντρικό ήρωα εγκεφαλικό και τρυφερό, επιρρεπή σε πάθη μικρά, όπως το ουίσκυ και το μπλουζ, και μεγάλα, όπως η αμφισβήτηση της αυθεντίας της εξουσίας και ο έρωτας. Και βρίσκει έτσι τον τρόπο να θυμίσει τις αξίες της συναισθηματικής έκφρασης, της ελευθερίας των επιλογών, της δικαιοσύνης και σε τελική ανάλυση της δημοκρατίας.

Ο Κουίντ Ντάριμπλ, ήρωας 5 μυθιστορημάτων, δεν είναι ο μοναδικός, που δημιούργησε ο συγγραφέας. Ακολούθησαν ο Έλληνας ιδιωτικός αστυνομικός Άλεξ Μαύρος με 7, τρία από τα οποία έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, και ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Ματ Γουέλς με 4. Ο Πωλ Τζόνστον, ο οποίος σπούδασε αρχαία και νέα (!) ελληνική φιλολογία στην Οξφόρδη, έχει μεγάλους δεσμούς με τη χώρα μας, αφού ήδη από τα νεανικά του χρόνια εργάστηκε εδώ ως ξεναγός και δάσκαλος αγγλικών. Ζει το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου στην Ελλάδα, με προτίμηση στο Ναύπλιο και την Αντίπαρο, και πλέον αγωνίζεται ενάντια και σε σοβαρά προβλήματα υγείας.  
Η βαθειά γνώση της ελληνικής πραγματικότητας αντικατοπτρίζεται κυρίως στις ιστορίες του Άλεξ Μαύρου. Δεν λείπουν όμως οι αναφορές και σ’ αυτό το πρώτο του έργο : Στις αρχές του 21ου αιώνα η Ελλάδα πλούτισε από την ανακάλυψη μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου στο Αιγαίο και εγκατέλειψε το ευρώ (15 χρόνια αργότερα το ίδιο «οραματίστηκε» και ο Καζάκης του ΕΠΑΜ …). Το αποτέλεσμα, όπως λέει κάποια στιγμή ο ήρωας του βιβλίου, ήταν η Ελλάδα να αποκτήσει όση εγκληματικότητα είχαν το Σικάγο και η Νέα Υόρκη μαζί την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Αυτή η προφητεία είναι η πιο διδακτική απ’ όλες - αν και θέλω να ελπίζω ότι θα τη διαψεύσουμε τελικά.

Κατά την εποχή της κυκλοφορίας του βιβλίου η περιγραφή μιας μελλοντικής, πλατωνικού τύπου, αντιδημοκρατικής δυστοπίας, την οποία επιβάλλουν οι «ειδικοί», έγινε δεκτή με κρίσεις του τύπου «ο Πωλ Τζόνστον μας βάζει να σκεφτούμε το μέλλον». Δυστυχώς, με αιτία αλλά και πρόσχημα τον Covid-19, το μέλλον είναι ήδη εδώ.  

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Η ιστορία των Αυτοδιοικητικών εκλογών στα Γιάννενα


ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ *

«Οι αποστάτες, τα ρέντζελα και οι δήμαρχοι» των Βαρβάρας Αγγέλη και Γιώργου Τσαντίκου

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να πω δυο λόγια για τους συγγραφείς του βιβλίου. Η Βαρβάρα Αγγέλη και ο Γιώργος Τσαντίκος συστήθηκαν στο γιαννιώτικο αναγνωστικό κοινό ως δημοσιογράφοι του τοπικού Τύπου. Μετά από τη διακοπή της συνεργασίας τους αποφάσισαν, μαζί με τον συνάδελφό τους Γιώργο Πατέλη, αντί να ψάξουν για καινούργια δουλειά, να πάρουν τις δημοσιογραφικές τους τύχες στα χέρια τους, ιδρύοντας τη διαδικτυακή σελίδα «Τύπος Ιωαννίνων/typos-i.gr», που έχει πλέον καθιερωθεί ως έγκυρη φωνή παρουσίασης και σχολιασμού της τοπικής επικαιρότητας. Οι φιλοδοξίες της παρέμβασής τους φαίνεται όμως ότι δεν εξαντλούνται εκεί, διότι μας έχουν ήδη παραδώσει δύο πολύ ενδιαφέροντα βιβλία τοπικής ιστορίας.

Το πρώτο με τίτλο "25+1 ρετρό ιστορίες" μας παρουσίασε κτίρια, μνημεία και τοπόσημα των Ιωαννίνων, αφηγούμενο την ιστορία τους και την ιστορία των ανθρώπων, που συνδέθηκαν μ’ αυτά, μ’ ένα τρόπο πρωτότυπο και εύληπτο. Η δουλειά τους πήρε πολύ χρόνο έρευνας σε αρχεία εφημερίδων, βιβλιογραφία και αναμνήσεις ανθρώπων και είχε ως αποτέλεσμα μια μικρή ιστορία της πόλης μέσα από την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία της, αν θέλετε με μια καταβύθιση στο παρελθόν κάθε επιμέρους χώρου, για την οποία πασχίζει η σύγχρονη γενιά τουριστικών οδηγών. 

Ο ίδιος μόχθος διακρίνει και το σημερινό τους βιβλίο, που καταπιάνεται με την ιστορία των δημοτικών εκλογών από το 1925 μέχρι το 2014 στον Δήμο Ιωαννιτών αλλά και των νομαρχιακών από το 1990 στον Νομό Ιωαννίνων και των περιφερειακών από το 2010 στην Περιφέρεια Ηπείρου. Το βιβλίο εκδόθηκε πριν από τις πρόσφατες Αυτοδιοικητικές εκλογές και γι’ αυτό δεν συμπεριλαμβάνει τα αποτελέσματά τους.

Φυσικά υπήρχαν και πριν από το 1925 Δήμαρχοι στην πόλη, στην πραγματικότητα άρχισαν να διορίζονται ήδη από το 1871 ενώ η προσάρτηση των Ιωαννίνων στο ελληνικό κράτος το 1913 δεν άλλαξε το καθεστώς των διορισμών. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο τελευταίος Δήμαρχος της οθωμανικής περιόδου, ο Μουσουλμάνος Γιαγιά Μπέης παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1916.

  Ας αφήσουμε όμως την προϊστορία της Αυτοδιοίκησης και ας μπούμε στην ιστορία της, που αρχίζει με την καθιέρωσή της ως αιρετής εξουσίας. Θεωρώ ότι πρέπει να κατηγοριοποιήσουμε τις 19 (και ήδη 20) εκλογικές αναμετρήσεις σε 3 περιόδους : α) στην προπολεμική περίοδο β) στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τη χούντα των συνταγματαρχών και γ) στο διάστημα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Τα κριτήρια αυτής της περιοδολόγησης είναι :

-       Οι τεράστιες διαφορές στη φυσιογνωμία και το γενικό πολιτικό κλίμα της χώρας

-       Τα μεγάλα χρονικά κενά χωρίς εκλογές λόγω πολεμικών περιπετειών ή αντιδημοκρατικών εκτροπών μεταξύ των περιόδων αυτών

-       Και τέλος και ένα υποκειμενικό στοιχείο, καθώς για την τρίτη περίοδο των τελευταίων 40 χρόνων ένα σημαντικό τμήμα του σημερινού ακροατηρίου έχει προσωπικές αναμνήσεις, ενίοτε έντονες, πράγμα που ισχύει και για τον ομιλούντα.

     Θα προσπαθήσω να συνοψίσω τις ιστορίες, που μας αφηγούνται οι συγγραφείς, σε κάποιους αριθμούς :

-       Από το 1925 μέχρι τον πόλεμο έγιναν 3 εκλογικές αναμετρήσεις, από τις οποίες η Δεξιά κέρδισε την πρώτη, το 1925, με επικεφαλής τον Βασίλειο Πυρσινέλλα και το Κέντρο τις δύο επόμενες, το 1929 και το 1934, και τις δύο με τον Δημήτρη Βλαχλείδη.

-       Μέχρι το 1951 μεσολαβεί ένα κενό 17 χρόνων, το οποίο διακόπτεται μόνο από τις ιδιόρρυθμες εκλογές του 1944, όπου η εκλογή έγινε από τα εργατικά και τα επαγγελματικά σωματεία και είχε ως αποτέλεσμα την επιλογή του Πέτρου Αποστολίδη της Αριστεράς, τη στιγμή που ο ίδιος απουσίαζε από την πόλη όντας όμηρος του ΕΔΕΣ


-       Από το 1951 μέχρι το 1964 έγιναν 4 εκλογικές αναμετρήσεις, από τις οποίες οι δυνάμεις του Κέντρου κέρδισαν τις 3 (το 1951 με τον Θεόδωρο Θεοδωρίδη, το 1954 με τον Γρηγόρη Σακκά και το 1964 με τον Γιώργο Μελανίδη, την τελευταία φορά με τη σύμπραξη της Αριστεράς), και η Δεξιά αυτές του 1959 με έναν προαναφερθέντα, τον Σακκά ! Βλέπουμε ότι ο ίδιος άνθρωπος, ο διαβόητος Γορ – Γορ, το 1954 εμφανίστηκε ως, ιδιόρρυθμος είναι αλήθεια, εκπρόσωπος του Κέντρου και το 1959 της Δεξιάς. Η πορεία του Σακκά, που ξεκίνησε προπολεμικά ως εκδότης σατιρικής εφημερίδας, έχει ούτως ή άλλως να επιδείξει «ευελιξία», αφού κατάφερε να συνδυάσει τον έπαινο στη συνθηκολόγηση της Κυβέρνησης Τσολάκογλου με τη στέγαση πρώην ΕΛΑΣιτών στα ψηφοδέλτιά του και τον χοντροκομμένο λαϊκισμό με το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης.


-       Και τέλος, από το 1975 μέχρι το 2014, οπότε έγιναν 11 εκλογικές αναμετρήσεις στον Δήμο Ιωαννιτών,  ο συνασπισμός του Κέντρου και της Αριστεράς ή κομματιών της κέρδισε 6 νίκες (το 1975 με τον Κώστα Μπέγκα, το 1982 με τον Σπύρο Κατσαδήμα, το 1990 και το 2010 με τον Φίλιππα Φίλιο, το 1994 με τον Λευτέρη Γκλίναβο και το 2014 με τον Θωμά Μπέγκα – η μοναδική περίπτωση οικογενειακής συνέχειας), η Δεξιά 4 (το 1978 με τον Κώστα Φρόντζο, το 1998 με τον Τάσο Παπασταύρο και το 2002 και 2006 με τις 2 συνεχόμενες νίκες του Νίκου Γκόντα) και η Αριστερά 1, το 1986 με τον Φίλιο. Ο τελευταίος, που κατέχει και το ρεκόρ των 3 δημαρχιακών θητειών στην πόλη, το 1986 εκλέχθηκε ως υποψήφιος του ΚΚΕ αλλά τόσο το 1990 όσο και το 2010 ηγήθηκε συνδυασμών, στους οποίους συμμετείχαν δυνάμεις του Κέντρου και της Αριστεράς.

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο κεντροαριστερός προσανατολισμός είναι πλειοψηφικός στα Γιάννενα, με σημαντικότερη εξαίρεση τις 3 συνεχόμενες εκλογικές νίκες της Δεξιάς (ή της Κεντροδεξιάς αν προτιμάτε) από το 1998 μέχρι το 2006. Αυτό βεβαίως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι τα στρατόπεδα είναι αμιγή και εύκολα διακριτά. Πολλές φορές η δυναμική των υποψηφίων διεμβολίζει αντίπαλους χώρους, οι μεταγραφές υποψηφίων συμβούλων δημιουργούν πολυσυλλεκτικά ψηφοδέλτια, οι εσωκομματικές διαμάχες και η παρέμβαση παραγόντων, όπως του βενιζελικού Υπουργού Ναυτικών Μπότσαρη το 1929, δημιουργούν αντίπαλα ψηφοδέλτια από τον ίδιο χώρο πολιτικής αναφοράς, η στάση των τοπικών Μέσων Ενημέρωσης δεν αντιστοιχείται πάντα με τη γενικότερη κατεύθυνσή τους και πολλοί άλλοι αστάθμητοι παράγοντες, για τους οποίους θα διαβάσετε στο βιβλίο, παίζουν τον δικό τους ρόλο στα τελικά αποτελέσματα.

Η επαγγελματική προέλευση των εκλεγμένων Δημάρχων είναι επίσης ενδιαφέρουσα : Στις 19 εκλογικές αναμετρήσεις οι γιατροί διατηρούν την πρώτη θέση με 7 νίκες (8 στις 20, αν προσθέσουμε και την πρόσφατη του Μωϋσή Ελισάφ !), έπονται οι δικηγόροι με 5, οι μηχανικοί με 3 (ο ένας αρχιτέκτονας), οι δημοσιογράφοι με 2 και τον κατάλογο συμπληρώνουν ένας ανώτερος υπάλληλος της Διοίκησης και ένας χημικός - οινολόγος.


Στον δεύτερο βαθμό Αυτοδιοίκησης, που καθιερώθηκε με τη διοικητική μεταρρύθμιση του «Καποδίστρια» το 1994, η συνεργασία ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Νίκο Ζαρμπαλά κέρδισε τις 2 πρώτες νομαρχιακές εκλογές και η Νέα Δημοκρατία με τον μηχανικό Αλέκο Καχριμάνη τις 2 επόμενες, ο οποίος συνέχισε τις νίκες του και στις περιφερειακές εκλογές, που θέσπισε το σχέδιο «Καλλικράτης», επικρατώντας το 2010, το 2014 και ήδη και το 2019 (5 συνεχόμενες εκλογικές νίκες !).

Ο Γιώργος και η Βαρβάρα έχουν καταπιαστεί με και έχουν δαμάσει ένα τεράστιο αρχειακό υλικό, το οποίο αναφέρουν και στο τέλος, προκειμένου να περιφρουρήσουν τον βασικό τους στόχο, που είναι η πυκνή και συνοπτική παρουσίαση. Και ενώ αυτή η επιδίωξη δίνει αναγκαστικά σ’ ένα βιβλίο μόλις 120 σελίδων μια «δημαρχοκεντρική» οπτική, την ίδια ώρα οι συγγραφείς του φροντίζουν να μη παραλείψουν τα ουσιώδη στοιχεία, ώστε να κατανοεί ο αναγνώστης το πλαίσιο. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου, που αντιστοιχεί και σε μια διαφορετική εκλογική αναμέτρηση, συμπεριλαμβάνεται μια παρουσίαση της γενικής πολιτικής κατάστασης στη χώρα, μια σύντομη περιγραφή του εκλογικού συστήματος, που αλλάζει διαρκώς, και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως 2 θάνατοι και 3 παραιτήσεις δημάρχων, οπότε στον σχετικό κατάλογο προστίθενται και οι αντικαταστάτες τους - ο Χριστόφορος Κωσταδήμας το 1964, ο Σπύρος Κατσαδήμας το 1965, ο Αλέκος Σόφης, λίγο πριν από τη σύλληψή του από τη χούντα, το 1967, ο Θεόδωρος Γεωργιάδης το 1980 και ο Χαρίλαος Τόλης το 1984 -, η υπεξαίρεση δημοτικού χρήματος κατά την πρώτη τετραετία, η εκλογή της πρώτης γυναίκας δημοτικού συμβούλου, της Ελευθερίας Σιόμπολα, το 1951 και το περίφημο ντημπέϊτ ενώπιον 1.500 ανθρώπων στο Παλλάδιο το 1986. Τέλος δεν απουσιάζουν οι πινελιές από την οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα των Ιωαννίνων, όπως η έναρξη λειτουργίας του αεροδρομίου το 1933, η ανέγερση του Ξενία στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 και η κατεδάφισή του το 2005, το σκάνδαλο Γούκου το 1986 και το κλείσιμο της ΕΛΒΙΕΞ το 1998.


  Δεν θα παραλείψω και μια προσωπική ανάμνηση, που συνοδεύεται και από μία κριτική παρατήρηση. Ο λόγος είναι για τις πρώτες δημοτικές εκλογές της Μεταπολίτευσης, το 1975, με τη νίκη του Κώστα Μπέγκα απέναντι στον Κώστα Φρόντζο. Η φράση του Φρόντζου, από τα μικρόφωνα της προεκλογικής του συγκέντρωσης, «Αναμεράτε ρέντζελα να διαβούν τα ρούχα» σημάδεψε αναμφίβολα την αναμέτρηση και πρόσθεσε πάθος στον, ούτως ή άλλως έντονο, ριζοσπαστισμό της εποχής. Με την αναγγελία της νίκης του Μπέγκα στον δεύτερο γύρο ένα ανθρώπινο πλήθος ξεχύθηκε στην πλατεία με το σύνθημα «Απόψε μιλάνε τα ρέντζελα !». Η παρατήρησή μου αφορά τον τρίτο συνδυασμό των εκλογών, του Δημήτρη Παπαγιάννη, που κατά τους συγγραφείς αναφερόταν στον χώρο της Αριστεράς. Νομίζω ότι δεν είναι έτσι, αν κρίνει κανείς όχι τόσο από τις αναμνήσεις ενός 16χρονου τότε παιδιού όσο από το γεγονός ότι σημαντικά στελέχη και του ΚΚΕ και του ΚΚΕ Εσωτερικού, που πρωταγωνίστησαν όλα τα επόμενα χρόνια στα πολιτικά πράγματα της πόλης, όπως ο Σόφης, ο Βαμβέτσος, ο Ζώλας, ο Ζαγορίσιος και ο Μάτης, εκλέχθηκαν δημοτικοί σύμβουλοι με το ψηφοδέλτιο του Μπέγκα.

Επιστρέφοντας στο βιβλίο, θεωρώ ότι διαθέτει ένα βασικό προσόν της καλής δημοσιογραφίας, τον γρήγορο ρυθμό, και διαβάζεται απνευστί ειδικά από όσους έχουν εμπλακεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην περιπέτεια των αυτοδιοικητικών εκλογών. Συνιστώ μάλιστα να συμπληρώσετε την ανάγνωση με ένα άρθρο, που έχει γραφτεί στο typos-i, για την ανάμνηση των παλιών δημάρχων στην ονοματοδοσία των δρόμων της πόλης. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται στο εμπορικό κέντρο της πόλης και είναι καθημερινά στο στόμα πολλών, χωρίς να ξέρουν σε ποιους αναφέρονται !  

Την ίδια ώρα αποτελεί ένα, παραπάνω από πολύτιμο, υλικό αναφοράς για την συγγραφή μιας συνολικής ιστορίας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής, της πόλης μας, που έχει πάψει προ πολλού να είναι «μικρή» - για «αθώα» ούτε να το συζητάτε.

* Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου, 16-10-2019 στον πολυχώρο Δ. Χατζής