Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

Η κρυφή γοητεία του ΠΑΣ Γιάννενα


    Χρησιμοποίησα για πρώτη φορά αυτόν τον .. μπουνιουελικό τίτλο σ’ ένα χρονογράφημα, που δημοσίευσα το 1982 στο περιοδικό «Πολίτης της Ηπείρου». Το έκανα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στην Αθήνα, όταν κάποιοι πολιτικοποιημένοι φίλοι μου δυσκολεύονταν να χωνέψουν την αντίφαση, τη μια μέρα να παθιάζομαι με πολιτικές αντιπαραθέσεις και την άλλη να επιστρέφω με κασκόλ του ΠΑΣ Γιάννενα από ένα παιγνίδι του στο λεκανοπέδιο. Ούτως ή άλλως, όπως εξηγούσα και στο χρονογράφημα, ήταν οι βρισιές και οι απειλές στα εκτός έδρας παιγνίδια, που μου προκάλεσαν τα πιο έντονα συναισθήματα τοπικού πατριωτισμού της ζωής μου.

    Μια ιστορία του γιαννιώτικου ποδοσφαίρου δεν μπορεί να παραλείψει τον ανταγωνισμό, με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των δύο μεγαλύτερων ομάδων της πόλης κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μεταξύ δηλαδή του Αβέρωφ, που ήταν η ομάδα της δεξιάς και της καλής κοινωνίας, και του Ατρόμητου, που συσπείρωνε το λαϊκό στοιχείο και τους ηττημένους του εμφυλίου σε μια πόλη με κεντροαριστερές κατά κανόνα πλειοψηφίες. Παρότι ο πρώτος είχε γενικά εμφανέστερη παρουσία στο ελληνικό ποδόσφαιρο και το 1963 έφτασε μέχρι τους ημιτελικούς του Κυπέλλου Ελλάδας, στα τοπικά ντέρμπυ το έργο του ήταν πολύ πιο δύσκολο. Δεν διευκρίνισα ποτέ, εάν οι πράσινες χρωματικές επιλογές του Ατρόμητου έχουν παίξει κάποιο ρόλο στο διαχρονικά μεγάλο ποσοστό των οπαδών του ΠΑΟ στην πόλη.


    Οι δύο ομάδες, και μία μικρότερη, συγχωνεύτηκαν το 1966 και δημιούργησαν τον ΠΑΣ Γιάννενα - για την ακρίβεια Γιάννινα με γιώτα, όπως είναι η ιστορική ονομασία της πόλης -, που κατατάχτηκε στη Β΄ Εθνική. Το 1971 ο Πορτογάλος προπονητής της Γκομέζ ντε Φαρία είχε τη φαεινή ιδέα να φέρει πάμφθηνους λατινοαμερικάνους ποδοσφαιριστές και οι παράγοντες της ομάδας την υλοποίησαν με τη πατέντα της ανακάλυψης ελληνικής «καταγωγής» και πολιτογράφησης, κάτι που μιμήθηκαν σύντομα, αλλά με πολύ ακριβότερες τιμές, όλοι οι μεγάλοι σύλλογοι. Ήρθαν λοιπόν σε δύο δόσεις 6 Αργεντινοί, ο τερματοφύλακας και όλη η επιθετική πεντάδα, που στην αρχή έτριβαν τα μάτια τους βλέποντας τον πρωτόγονο, χωρίς χόρτο, αγωνιστικό χώρο του Εθνικού Σταδίου αλλά και πολλές εκατοντάδες οπαδούς στις προπονήσεις ! Είχαν φυσικά σπουδαία για τα ελληνικά δεδομένα τεχνική κατάρτιση και έβαλαν τα θεμέλια για τον μύθο μιας «διαφορετικής» ομάδας, που πήρε το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», καθώς η ολλανδική ομάδα μεσουρανούσε τότε στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο.

    Πράγματι, ο ΠΑΣ Γιάννενα συσπείρωσε οπαδούς από όλη την Ήπειρο με μία μόνο εξαίρεση. Αυτή της Άρτας, καθώς οι ανελέητοι ξυλοδαρμοί μεταξύ των οπαδών των δύο πόλεων έδιναν τίτλους στις αθλητικές εφημερίδες της εποχής. Διανθισμένοι από τα καυστικά εκατέρωθεν συνθήματα «Άρτα - Ελλάς» (σπόντα για τον αφελληνισμό λόγω Αργεντινών, ίσως και λόγω … τζαμιών) και «Άρτα είσαι γκόμενα». Καθόλου τυχαία ο αριθμός των εισιτηρίων στις αναμετρήσεις του ΠΑΣ με την Αναγέννηση στο γήπεδο των Ιωαννίνων, πολλά χρόνια πριν αυτό επεκταθεί και πάρει το όνομα «Ζωσιμάδες», συναγωνίζεται με τους μεταγενέστερους στα παιγνίδια εναντίον των 3 ισχυρών του ΠΟΚ. Ακόμα πιο εντυπωσιακή ήταν η αποδοχή στην ογκώδη ηπειρωτική διασπορά της Αθήνας, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία ότι οι ταυτότητες συγκροτούνται και ενισχύονται σε αντιπαράθεση με κάποιο «άλλο» περιβάλλον.

    Ο μύθος άρχισε να θεριεύει στη νεολαία των Ιωαννίνων τρεφόμενος διαρκώς από νέα υλικά : ένα παιγνίδι στο Αίγιο, όπου η διαιτησία άφησε τον ΠΑΣ με 9 παίκτες και μετέτρεψε το 0-2 σε 2-2 και ο κόσμος αντέδρασε με το σύνθημα «Ελλάς – Ελλάς, άκουσε και μας» ή τον θρίαμβο επί του Ηλυσιακού στην Αθήνα, που συνοδεύτηκε από μια πορεία 10 χιλιάδων ανθρώπων, την πρώτη που έσπασε την απαγόρευση της χούντας του Ιωαννίδη, καθώς η ομάδα βάδιζε πια προς τον πολυπόθητο στόχο, την άνοδο στην Α΄ Εθνική. Σ’ αυτόν εστίαζε εξάλλου και ο ύμνος της ομάδας, που τραγουδούσε σε δημοτικοφανές ύφος και ρυθμό, διαφορετικό δηλαδή από την αστική μουσική παράδοση των Ιωαννίνων, ο αποκαλούμενος και «αηδόνι της Ηπείρου» Αλέκος Κιτσάκης.


    Η μεταπολίτευση βρήκε την ομάδα πρωταθλήτρια της δεύτερης κατηγορίας και συνέπεσε με μια δεκαετία μεγάλης ακμής : Δύο φορές στην πρώτη πεντάδα και μία στην εξάδα του πρωταθλήματος Α΄ Εθνικής, σπουδαίες εμφανίσεις απέναντι στους μεγάλους του ελληνικού ποδοσφαίρου (νίκη 3-2 με ολική ανατροπή επί του ΠΑΟ μέσα στη Λεωφόρο, 3-0 επί του Ολυμπιακού υπό συνεχή βροχή στα Γιάννενα, διαιτητική κλοπή στο ματς με την ΑΕΚ στο ουδέτερο γήπεδο του Άργους), ακόμα και συμμετοχή στο βαλκανικό κύπελλο, όπου χρειάστηκε ταξίδι δύο ημερών για να φτάσει με καράβι στο κροατικό, τότε γιουγκοσλαβικό, λιμάνι της Ριέκα. Αντιγράφω από εκείνο το χρονογράφημα του 1982, «.. το βροντερό "α – ου – α – ου" – όπως κάθε σοβαροί οπαδοί, που σέβονται τον εαυτό τους, έχουμε και μεις το τελείως ιδιαίτερο και δικό μας σύνθημα – δονεί την ατμόσφαιρα ». Δεν υπήρχε γήπεδο σε όλη την Ελλάδα χωρίς την παρουσία οπαδών του ΠΑΣ, που αγνοούσαν κάθε εμπόδιο, ακόμα και τους προφανείς εκείνη την εποχή κινδύνους από τα ... σουβλάκια στο Ρίο ή στο Μουργκάνι, προκειμένου να δώσουν το παρόν.

    Μύθος χωρίς τραύματα όμως δεν γίνεται ! Τον Ιούνιο του 1984 ο ΠΑΣ έδινε στη Λάρισα αγώνα ζωής και θανάτου για την παραμονή στην πρώτη κατηγορία στο μπαράζ με τον Πανιώνιο. Χιλιάδες οπαδοί του, ακόμα και με τσάρτερ και ναυλωμένο τραίνο από τη Γερμανία, συνέρευσαν στο στάδιο Αλκαζάρ, όπου βίωσαν το δράμα της ήττας με 2-0 στην παράταση. Οι φήμες για παιγνίδι πουλημένο από μερικούς παίκτες οργίασαν και, αν και ουδέποτε αποδείχτηκαν, σφράγισαν με οργή αρχικά και με απογοήτευση και αδιαφορία στη συνέχεια τη διάθεση των φίλων της ομάδας.


    Η οποία μπήκε σε μακροχρόνια αγωνιστική μετριότητα, έπαιξε λίγες μόνο σαιζόν στην πρώτη κατηγορία ενώ έπεσε μέχρι και την τρίτη, και βίωσε αλλεπάλληλες κρίσεις διοικητικής ανυποληψίας. Ένας Πρόεδρος συνελήφθη κάποτε επ’ αυτοφώρω για απόπειρα δωροδοκίας στην Καβάλα και προτάθηκε η «λύση» να αναλάβει ο Δήμος την ομάδα, ώστε να ηγηθεί λαϊκού μετώπου για την αποφυγή της τιμωρίας. Φυσικά η δεξιά αντιπολίτευση στο Δημοτικό Συμβούλιο υπερθεμάτισε, μιλώντας για «ατυχή χειρισμό» του Προέδρου. Στη συνέχεια εμφανίστηκε ως σωτήρας από το πουθενά ένας Γεωργιανός απατεώνας ονόματι Κιγκάνι («Κιγκάνι κι διν κάνει», σχολίασε η λαϊκή σοφία), ο οποίος εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά, ενώ δεν έλειψε και η απαραίτητη δόση προεδρίας Κούγια. Πικραμένοι και αποπροσανατολισμένοι οι οπαδοί του, βρέθηκαν άλλοτε να φωνάζουν «ΠΑΣ γερά, τα λύματα να πέσουν στον Καλαμά» και άλλοτε να αποκλείουν τους δρόμους, επειδή η ομάδα υποβιβαζόταν, δίκαια, λόγω απλήρωτων χρεών. Εννοείται ότι το τοπικό πολιτικό σύστημα αγκάλιασε τις «λαϊκές αντιδράσεις» και συνέχισε να επενδύει πελατειακά στο ποδόσφαιρο.  


    Παρ’ όλα αυτά ο ΠΑΣ Γιάννενα κέρδισε κάποια κρίσιμα μπαράζ ενώ το 2007, επί Κούγια και παίζοντας ακόμα στην Β’ κατηγορία, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Ολυμπιακό σε διπλό αγώνα για το κύπελλο Ελλάδας. Στην παράταση του δεύτερου αγώνα, με διαιτησία παράγκας μέσα σ’ ένα κολασμένο Καραϊσκάκη, ο Κοντογουλίδης έκλεψε τη μπάλα στο κέντρο του γηπέδου και, παρότι φαινόταν να έχει μερικά παραπανίσια κιλά, μετά από μια φρενήρη κούρσα την κάρφωσε στα δίχτυα του αντιπάλου, χαρίζοντας στον ΠΑΣ την πρόκριση. Και σβήνοντας οριστικά, στα μάτια τουλάχιστον μερικών παλιών, τη ντροπή του μπαράζ του 1984, όπως είπα το επόμενο πρωί στον προερχόμενο εκ Γρεβενών πρύτανη της γιαννιώτικης αθλητικογραφίας.

    Η διοικητική αλλαγή του 2008 έφερε σταθεροποίηση, μόνιμη σχεδόν παρουσία στην πρώτη κατηγορία και ήδη σούπερ λιγκ αλλά και τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία της ομάδας, τη συμμετοχή σε ευρωπαϊκή διοργάνωση μετά από μια νίκη μέσα στην Ξάνθη την τελευταία αγωνιστική της περιόδου 2015 - 2016. Ο πρώτος αντίπαλος στο Γιουρόπα Λιγκ ήταν η νορβηγική Οντ, που γνώρισε βαρειά ήττα με 3-0 στα Γιάννενα αλλά οι λιγοστοί φίλαθλοί της σίγουρα καλοπέρασαν, αφού ενώθηκαν με τους Γιαννιώτες στο ολονύκτιο πανηγύρι. Παρά την περιπετειώδη ρεβάνς, ο ΠΑΣ τελικά προκρίθηκε και κληρώθηκε με την ολλανδική Άλκμααρ. Απαραίτητη παρέκβαση για να αντιληφθείτε την επόμενη πρόταση είναι η εξοικείωση με τη γιαννιώτικη ντοπιολαλιά και τη λέξη «ντατσκανάρι», που μεταφράζεται σε χωρικός, αγροίκος, ανόητος κλπ. Στο facebook λοιπόν κυριάρχησε η φράση «dutchκανάρια ερχόμαστε» (Dutch = Ολλανδός), αν και η λαϊκή ευρηματικότητα δεν στάθηκε ικανή να εξασφαλίσει τη συνέχεια στον θεσμό.


    Εξίσου σημαντικά, ένα μεγάλο τμήμα των οργανωμένων οπαδών του εκφράζει με σαφήνεια πολιτικό στίγμα και πρωταγωνιστεί στο αντιφασιστικό κίνημα των γηπέδων. Μάλιστα, ο σύνδεσμος οπαδών Blue Vayeros (με λατινοαμερικάνικο γλωσσικό πρόσχημα αλλά στην πραγματικότητα με .. γιαννιώτικη καταγωγή, από το βαγερμένοι = φευγάτοι) δεν δίστασε να υπερασπιστεί και τον Αλβανό διεθνή ποδοσφαιριστή της ομάδας Άντι Λίλα, στόχο κάποια στιγμή της ενδημικής αλβανοφαγίας.

    Σήμερα ο ΠΑΣ Γιάννενα έχει ανακτήσει το κύρος του στα μάτια της ποδοσφαιρικής Ελλάδας. Συνεχίζει την παράδοση να μη παραδίνεται αμαχητί στους μεγάλους, να κόβει κρίσιμους βαθμούς από διεκδικητές του τίτλου ακόμα και στις τελευταίες αγωνιστικές (0-0 με τον Ολυμπιακό εκτός έδρας το 1982, 0-0 με τον Παναθηναϊκό στα Γιάννενα το 2003) ή να τους φιλοδωρεί ενίοτε με μεγάλα σκορ, όπως μια τεσσάρα το 2010 στον ΠΑΟΚ, οι εκδρομείς του οποίου δεν την άντεξαν και τα έκαναν λίμπα στην πόλη. Φέτος υπέταξε την ΑΕΚ μέσα στη Νέα Φιλαδέλφεια, διέσυρε τον Παναθηναϊκό σε κύπελλο και πρωτάθλημα και παίζει ελκυστικό ποδόσφαιρο υπό την καθοδήγηση ενός προπονητή Έλληνα μεν αλλά με γερμανική κατάρτιση και νοοτροπία.

    Η πρόσφατη κλήρωση των ημιτελικών του κυπέλλου Ελλάδας έφερε τον ΠΑΣ αντιμέτωπο ξανά με τον Ολυμπιακό. Είναι μια άνιση αναμέτρηση με την κατά γενική ομολογία ισχυρότερη ομάδα του φετινού πρωταθλήματος με ένα προϋπολογισμό τουλάχιστον δέκα φορές μεγαλύτερο. Το ξέρουμε φυσικά ότι η ομάδα του Γιαννίκη δεν έχει και πολλές ελπίδες, γι’ αυτό και παραμένουμε επιφυλακτικοί και προσγειωμένοι στις προσδοκίες μας. Την ώρα των αγώνων ωστόσο βαθειά μέσα μας θα προσευχόμαστε να εμφανιστεί κάποιος .. Κοντογουλίδης !  

Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Το περιβαλλοντικό διακύβευμα στα Γιάννενα

 

Οι αυξανόμενοι τα τελευταία χρόνια επισκέπτες, που εκστασιάζονται με το αστικό και φυσικό τοπίο της πόλης και της ορεινής κατά κύριο λόγο ενδοχώρας της, δεν είναι ασφαλώς σε θέση να διαγνώσουν ούτε τις σημερινές πληγές ούτε τις αυριανές απειλές. Το χειρότερο είναι ότι συχνά τις αγνοούν και πολλοί μόνιμοι κάτοικοι, τη στιγμή που οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ σκηνοθετούν την περιοχή ως «μοναδικό προορισμό» : με ολίγη από φυσιολατρία και περιπέτεια και με πολλή από γκουρμεδιάρικες επιλογές και νυχτερινό ξεφάντωμα, μιας και η πόλη, ως εκπαιδευτικό κέντρο, εξακολουθεί να είναι από τις πιο νεανικές και «νυχτερινές» στην Ελλάδα. Όσο κι αν ο κορονοϊός έχει φρενάρει προσωρινά τέτοια ευγενή όνειρα, το φαντασιακό της κατανάλωσης εμπειριών χωρίς τον πονοκέφαλο της γνώσης και του σεβασμού μοιάζει ανίκητο.

    Εννοείται ότι το πολιτικό παρελθόν των Ιωαννίνων παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστο, παρά το γεγονός ότι από τα πρώτα χρόνια της ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος, αλλά και πριν από αυτή, το κοινωνικό σώμα της πόλης το διαπέρασαν πολλές φορές συγκρούσεις και αγώνες. Αν περιορίσουμε την επισκόπηση στα χρόνια μετά από τη Μεταπολίτευση, θα δούμε ότι σχεδόν ποτέ δεν έλειψαν οι κινηματικές πρωτοβουλίες και μάλιστα, τηρουμένων των αναλογιών, με αρκετά ισχυρή την αριστερίστικη, και πλέον την αντιεξουσιαστική, συνιστώσα.

    Οι οικολογικές πρωτοβουλίες έχουν αφήσει το δικό τους αποτύπωμα : αγώνες, όχι σπάνια νικηφόρους, ενάντια σε ρυπογόνες βιομηχανικές δραστηριότητες (ΕΛΒΙΕΞ και Ευρωδέρμ), για την προστασία του νερού και του υδρολογικού κύκλου (ενάντια στη φραγματοποίηση του Αράχθου, την εκτροπή του Αώου και τη ρύπανση του Καλαμά), την υπεράσπιση των μνημείων και του πολιτισμικού τοπίου (κοιλάδα της Δωδώνης και γέφυρα Πλάκας), του δημόσιου χώρου της πόλης (αγώνες για το Ξενία, την Όαση, την κεντρική πλατεία κ.λπ.) και τέλος ενάντια στο σχέδιο εξορύξεων υδρογονανθράκων, καθώς τα Γιάννενα υπήρξαν η κοιτίδα του, πανελλαδικοποιημένου πλέον, κινήματος για την αποτροπή τους. Γι’ αυτό και καλούνται να συνεχίσουν να βρίσκονται σε ετοιμότητα, ανεξάρτητα από το πόσο δύσκολες είναι οι συνθήκες.

    Το όριο των λέξεων δεν επιτρέπει ούτε καν την ονομαστική αναφορά σε όλο το φάσμα των κινδύνων, που απειλούν σήμερα τις οικολογικές ισορροπίες της πόλης και του νομού. Γι’ αυτό και περιορίζομαι σε δύο σημαντικούς:

    Οι εξορύξεις εξακολουθούν να αποτελούν βασικό πρόβλημα, όσο κι αν η διπλή κρίση της πανδημίας και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου έχουν ανακόψει τη φόρα των εταιρειών. Ωστόσο, και ενώ η ανάδοχη κοινοπραξία πήρε παράταση προθεσμίας μέχρι τον Απρίλιο για να αποφασίσει, εάν θα προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο των ερευνών, τις ερευνητικές γεωτρήσεις, η κυβέρνηση της ΝΔ φρόντισε με τον διαβόητο νόμο Χατζηδάκη να παραμερίσει ορισμένα εμπόδια, όπως την υποχρεωτική συναίνεση των ΟΤΑ στην έρευνα και τη διέλευση από δημοτικές εκτάσεις. Αφού όμως μιλάμε για πολιτικές ευθύνες, δεν γίνεται να παραλείψουμε τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προώθησε τις ίδιες εκείνες συμβάσεις παραχώρησης, που το 2012 είχε καταψηφίσει και κατακεραυνώσει στη Βουλή.

    Τα πολλαπλά μέτωπα της λίμνης Παμβώτιδας συνιστούν ακόμη ένα κρίσιμο επίδικο. Διαχρονικά η, ρηχή για τα παγκόσμια δεδομένα και σίγουρα με ευαίσθητες ισορροπίες, λίμνη κλήθηκε να πληρώσει τα εκάστοτε σπασμένα του κυρίαρχου παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου: αναζήτηση αγροτικής γης (αποξήρανση της δίδυμης λίμνης Λαψίστας, αλλά και κατασκευή αναχώματος από τη χούντα), άρδευση καλλιεργειών, αποχέτευση των αστικών και των αγροτικών λυμάτων του λεκανοπεδίου, παραγωγή υπεραξίας (οικοπεδοποίηση περιμετρικών υγρολιβαδικών εκτάσεων) και πλέον, τα τελευταία χρόνια, τουριστική ανάπτυξη (στίβος θαλάσσιου σκι, που διαιωνίζει την αποκοπή από τις πηγές της, «αναπτυξιακά οράματα» για νέα ξενοδοχεία, γήπεδο γκολφ κ.λπ.).

    Η αντιστροφή της τάσης είναι ένα μεγάλο όσο και απαιτητικό καθήκον. Δυστυχώς, για την προβλεπόμενη αλλοίωση του παραλίμνιου τοπίου λόγω κοπής των πλατάνων, που έχουν προσβληθεί από μεταχρωματικό έλκος, δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά.

    Αν ο περιορισμένος χώρος δεν επαρκεί για λεπτομερή παρουσίαση, μπορώ τουλάχιστον να ολοκληρώσω με μία γενίκευση: η συμφωνία όλων ότι το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον είναι αναγκαίο στοιχείο της αναπτυξιακής διαδικασίας δεν πρέπει να κρύψει τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές για τον χαρακτήρα, τους στόχους, τα μέσα, τα υποκείμενα και τους ωφελούμενους απ’ αυτή.

Πρώτη δημοσίευση σε αφιέρωμα της εφημερίδας «Εποχή» στα Γιάννενα (20-21/2/2021) 
https://www.epohi.gr/article/38180/to-diakyveyma-toy-perivallontos

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Ποιός υπερασπίζεται το πολιτισμικό τοπίο ;


Η καλύτερη εισαγωγή είναι το συναίσθημα της θλίψης, το οποίο κατέλαβε πολλούς κατοίκους των Ιωαννίνων με την αναγγελία ότι τα πλατάνια του παραλίμνιου δρόμου τους πάσχουν από μεταχρωματικό έλκος και πρόκειται να κοπούν. Η περιγραφή αυτή ανταποκρίνεται απόλυτα στον ορισμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης της Φλωρεντίας του 2000 για το τοπίο, ότι είναι μια περιοχή, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από τους ανθρώπους, της οποίας ο χαρακτήρας προκύπτει από την δράση και την αλληλεπίδραση φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων, ως σύνθεση δηλαδή ενός αντικειμενικού στοιχείου, της πραγματικότητας, όπως έχει προκύψει από τη συνδυασμένη δράση φύσης και ανθρώπου, αλλά και ενός υποκειμενικού, της πρόσληψής της από τους κατοίκους μιας περιοχής. 

Με αυτή τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης η νομική πρακτική έκανε ένα μεγάλο βήμα προς την κοινωνική ανθρωπολογία και επιχείρησε να ρυθμίσει ένα δικαίωμα, το οποίο συμπεριλαμβάνει και νοητικές κατασκευές και διαπραγματεύεται το δύσκολο ζήτημα της ταυτότητας. Ίσως αυτό να εξηγεί, μέχρι ένα βαθμό, και τις δυσκολίες στην εφαρμογή της Σύμβασης. 

Η σχέση μεταξύ τοπίου και ταυτότητας έχει παραγάγει αρκετές φορές πολιτικά αποτελέσματα - κλασικό παράδειγμα είναι η Ελβετία, η οποία ξεπέρασε την εσωτερική εθνολογική της τριχοτόμηση και κατασκεύασε τη εθνική της ταυτότητα με βάση το ορεινό της τοπίο - και ήταν μοιραίο να μη διαφύγει από τη ρυθμιστική δικαιοδοσία ενός κατ’ εξοχήν κοινωνικού οργανωτή, όπως είναι το δίκαιο. Η πρώτη αναφορά εθνικών νομοθεσιών στο «τοπίο» χρονολογείται από τις αρχές του 20ου αιώνα και συνδέεται με την εισαγωγή μεγάλων υποδομών, οδικών και υδροηλεκτρικών, σε αγροτικά περιβάλλοντα. 

Το Διεθνές Δίκαιο από την πλευρά του, μέχρι τη Φλωρεντία, διήνυσε μακρά απόσταση με κυριότερους σταθμούς : 

- τη Διεθνή Σύμβαση της UNESCO για την προστασία της παγκόσμιας φυσικής & πολιτιστικής κληρονομιάς (Παρίσι, 1972), συμπληρωμένη με την κατηγορία των «πολιτισμικών τοπίων» από τη Σύνοδο του 1992 στη Σάντα Φε, η οποία ωστόσο έχει ελιτίστικο χαρακτήρα και περιορίζεται στα κορυφαία μνημεία της παγκόσμιας κληρονομιάς 

- τη Σύμβαση (πάλι) του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (Γρανάδα, 1985) 

- και διάφορες περιφερειακές συμβάσεις, από τις οποίες μνημονεύω τη Σύμβαση των Άλπεων το 1991 με πρωτόκολλο διαχείρισης του τοπίου. 


Όμως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση του τοπίου αποτελεί τομή. Όχι μόνο επειδή περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της όχι μόνο τα «εξαιρετικά» αλλά και «συνηθισμένα» τοπία, ακόμη και «καταστραμμένα» με την έννοια της αποκατάστασής τους αλλά κυρίως επειδή δίνει τον τόνο στον ανθρώπινο παράγοντα. Τα τοπία αξιολογούνται ως πλαίσιο της ανθρώπινης δραστηριότητας, που υποστηρίζουν όχι μόνο τις συμβολικές αξίες αλλά και την καθημερινή ζωή των τοπικών κοινωνιών. 

Ειδικότερα η Σύμβαση : 

- επιβάλλει στα κράτη την αναγνώριση και αξιολόγηση των τοπίων τους, σύμφωνα με τις αξίες, που έχουν αποδοθεί σε αυτά όχι μόνο από τους ειδικούς αλλά και από τον πληθυσμό, που επηρεάζεται 

- καθιερώνει ευέλικτες και διαφοροποιημένες δράσεις, ανάλογα με τις ανάγκες, αλλού αυστηρή προστασία, αλλού διαχείριση με συντήρηση και ομαλή ένταξη τροποποιήσεων, αλλού αποκατάσταση των καταστραμμένων και αλλού δημιουργία νέων τοπίων 

- και προτείνει νομικά και οικονομικά μέτρα για τη διαμόρφωση συνεκτικών "πολιτικών τοπίου" στο διεθνές, στο εθνικό αλλά κυρίως στο τοπικό επίπεδο, με την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών. 

Η 20ετής εφαρμογή της Σύμβασης χαρακτηρίζεται κυρίως από το τελευταίο καθήκον και την προσπάθεια ενσωμάτωσης του τοπίου σε όλες τις τομεακές πολιτικές, όπως διακήρυξαν και πριν από λίγες μέρες Λωζάνη οι αντιπροσωπείες των κρατών – μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Υπό την έννοια αυτή το τοπίο ξεπερνάει τη συμβολική του λειτουργία και αναδεικνύεται σε κρίσιμο στοιχείο της ποιότητας ζωής, στο σταυροδρόμι της Δημοκρατίας, των Δικαιωμάτων και της Βιώσιμης Ανάπτυξης. 

Η Ελλάδα έχει επικυρώσει όλες τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και τη σύμβαση της Φλωρεντίας, έστω με 10ετή καθυστέρηση, με το ν. 3827/2010. Είναι σημαντικό είναι άρχισε να επεξεργάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο για το τοπίο ήδη από τη δεκαετία του ‘30 ενώ ο, πρωτοποριακός για την εποχή του, ν. 1650/1986 ήδη συμπεριλάμβανε έναν ορισμό του τοπίου, ο οποίος συμπληρώθηκε με τον ν. 3937/2011 για τη βιοποικιλότητα. 

Παρ’ όλα αυτά, και σε αντίθεση με την αυξανόμενη ευαισθησία πολιτών και αρχών για τη φυσική και τη βιολογική κληρονομιά, ακόμη και για την πολιτιστική αλλά μόνο αυτή των «κορυφαίων» μνημείων, η αναγνώριση και η διαχείριση του τοπίου εν πολλοίς δεν έχει κατακτηθεί ούτε από την ελληνική κοινωνία ούτε από την έννομη τάξη της. 

Κάποια βήματα έγιναν με τις ρυθμίσεις στο σύστημα χωρικού σχεδιασμού και ιδιαίτερα στα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια, η αναθεώρηση των οποίων κατά τη διετία 2018-19 συνοδεύτηκε από την σύνταξη μελετών τοπίου και συμπεριέλαβε διατάξεις τόσο στρατηγικής κατεύθυνσης, βάσει των οποίων τα τοπία κατηγοριοποιούνται και ταξινομούνται σε «ζώνες τοπίου», όσο και γενικών όρων για την προστασία και διαχείρισή τους. 

Πρόκειται ωστόσο για ατελή προσπάθεια : 


1) Η αναγνώριση των τοπίων περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση είτε ιδιαίτερης σημασίας είτε υποβαθμισμένων, που χρήζουν αποκατάστασης. Ας πάρουμε για παράδειγμα το αναθεωρημένο Χωροταξικό Πλαίσιο της Ηπείρου, που περιλαμβάνει 3 ζώνες τοπίου διεθνούς αξίας, 6 εθνικής, 4 περιφερειακής και 3 ιδιαίτερα υποβαθμισμένου. Πέραν αυτών των ζωνών δεν υφίσταται τοπίο άξιο διαχείρισης. 

2) Οι περιγραφές των ζωνών είναι γενικόλογες και ως εκ τούτου δύσκολα δεσμευτικές και κατά κανόνα παραπέμπουν στη σύνταξη επιμέρους διαχειριστικών μελετών. 

3) Η γενική ρήτρα «κατά την αδειοδότηση έργων και δράσεων πρέπει να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν το τοπίο και οι συνιστώσες του» δεν εμπνέει φυσικά καμιά εμπιστοσύνη. 

4) Κατά κανόνα οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αφιερώνουν ελάχιστες γραμμές στο τοπίο, διαβεβαιώνοντας συνήθως ότι δεν υπάρχουν άξιες λόγου αλλοιώσεις, ενώ και οι Αποφάσεις Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων ούτε μνημονεύουν τον ν. 3827/2010 (Σύμβαση της Φλωρεντίας) ούτε περιέχουν σαφείς και ειδικούς όρους για το τοπίο. 

5) Απουσιάζει η συγκρότηση ειδικής υπηρεσίας για τη διαχείριση του τοπίου στο κεντρικό επίπεδο του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και πολύ περισσότερο σε αποκεντρωμένο επίπεδο. Ως εκ τούτου η περιβαλλοντική αδειοδότηση διεκπεραιώνεται χωρίς την απαιτούμενη ειδική γνώση. 

6) Στην πράξη, η απουσία δράσεων για την αποκατάσταση τραυματισμένων τοπίων, ο αριθμός των οποίων, όπως έχει καταγραφεί και σε ερευνητικά προγράμματα πανεπιστημίων, διαρκώς αυξάνεται, επιτείνει την εικόνα της κακομεταχείρισης. 

Είναι εντυπωσιακό το αποτέλεσμα της έρευνας σε διαδικτυακή πλατφόρμα νομικών πληροφοριών με λήμμα τον ν. 3827/2010. Υπάρχει μόλις μία παραπομπή σε παράγωγη νομοθεσία, μια Υπουργική Απόφαση του 2020 για τη σύνθεση των Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, και καμιά απολύτως σε δικαστική απόφαση. Η θεσμική αμηχανία είναι προφανής. Η ελληνική έννομη τάξη αντιλαμβάνεται τη Σύμβαση της Φλωρεντίας και τις υποχρεώσεις έναντι του τοπίου ως «έξωθεν» επιβαλλόμενες και προτιμά να τις αγνοεί. 

Σε αντίθεση όμως με τα παραπάνω, είναι σημαντικό ότι στα μάτια των τοπικών κοινωνιών το πολιτισμικό τοπίο είναι αναγνωρισμένο ως σημαντικό επίδικο της βιώσιμης ανάπτυξης. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η αναφορά σε παραδείγματα κοινωνικών αγώνων στην Ήπειρο, που ενσωμάτωσαν στον διεκδικητικό τους λόγο νομική επιχειρηματολογία για το τοπίο, ανεξάρτητα από το αν οι σχετικές υποθέσεις έφτασαν τελικά σε δικαστικές αίθουσες ή αν κρίθηκαν μεν δικαστικά, αλλά σε άλλα κεφάλαια των επίμαχων διοικητικών πράξεων. 


1. ΔΩΔΩΝΗ : Τη δεκαετία του ‘90 η κατασκευή της Εγνατίας οδού απείλησε το μνημειακό σύνολο της αρχαίας Δωδώνης, όχι τον αρχαιολογικό χώρο αυτόν καθ’ αυτόν αλλά το Δωδωναίο τοπίο. Η εκστρατεία, η οποία ξεκίνησε από μια μικρή τοπική πρωτοβουλία, πήρε εθνικές και διεθνείς διαστάσεις και υποχρέωσε την ελληνική κυβέρνηση να τροποποιήσει τη χάραξη της Εγνατίας, αντικαθιστώντας την αρχική σήραγγα με μια άλλη πολύ μεγαλύτερη, που απέφυγε την οπτική επαφή. 


2. ΠΛΑΚΑ : Η μονότοξη γέφυρα της Πλάκας προκάλεσε πανελλήνια συγκίνηση το 2015 με την κατάρρευσή της, οφειλόμενη όχι μόνο στη σφοδρή ορμή του Αράχθου όσο κυρίως στην κακή της συντήρηση - ευτυχώς σήμερα έχει αναστηλωθεί. Πολύ λιγότεροι όμως γνωρίζουν ότι λίγα χρόνια πριν, επί μία ολόκληρη δεκαετία, η ίδια γέφυρα βρέθηκε στο επίκεντρο ενός σκληρού αγώνα ενάντια στο μεγάλο υδροηλεκτρικό φράγμα του Αγίου Νικολάου. 

Ας εμβαθύνουμε λίγο στον χώρο της Πλάκας. Πρόκειται για μια μικρή έκταση αλλά σε εξαιρετική γεωγραφική θέση, εκεί που σβήνει η χαράδρα του Αράχθου αλλά η κοίτη παραμένει στενή και δημιουργεί ένα ομαλό πέρασμα στο δρόμο από τα Γιάννενα στα Τζουμέρκα. Αυτή είναι η φυσική κληρονομιά, η προίκα της Γεωγραφίας, στην οποία ήρθε να προσθέσει όχι μόνο αρχιτεκτονικά στοιχεία αλλά και σημασίες η Ιστορία, το ανθρώπινο χέρι. Ο άνθρωπος ήταν που μετέτρεψε αυτό το φυσικό πέρασμα σε εμπορικό δρόμο, σε πολεμικό διακύβευμα και σε στρατηγικό σύνορο. Γι’ αυτό έγινε θέατρο σκληρών μαχών, φιλοξένησε συνοριακές φρουρές αλλά και διαπραγματεύσεις και φορτίστηκε με τις μνήμες χιλιάδων ανθρώπων, που τη διέσχισαν, μετασχηματίστηκε δηλαδή σε πολιτισμικό τοπίο. 

Τα σχέδια του φράγματος προέβλεπαν αρχικά μεν τη «μεταφορά» του μνημείου, στη δε συνέχεια ταπείνωση της στάθμης του ταμιευτήρα, ώστε να διασωθεί. Καταστρεφόταν όμως το πολιτισμικό τοπίο της Πλάκας, οι διαλεκτικές ενότητες «ποτάμι/γέφυρα» και «πέρασμα/σύνορο». Η γέφυρα προοριζόταν να επιπλέει πάνω στη λάσπη των φερτών υλών, που συγκεντρώνεται στην αρχή κάθε ταμιευτήρα. Οι τοπικές συλλογικότητες, που κέρδισαν τελικά αυτό τον αγώνα, είχαν συνείδηση ότι υπερασπίζονται τη τζουμερκιώτικη ταυτότητα, παλιά και νέα. 


Τα άλλα δύο παραδείγματα αναφέρονται σε πρόσφατες επεμβάσεις και αναδεικνύουν την ανυπαρξία μιας συνεκτικής πολιτικής τοπίου. 3. Η εγκατάσταση δύο αιολικών πάρκων στην κορυφογραμμή του βουνού ΚΑΣΙΔΙΑΡΗΣ είναι μέρος μιας γενικότερης φρενίτιδας σε όλη τη χώρα. Ο ορεινός του όγκος όχι μόνο δεν συμπεριλαμβάνεται στις αναγνωρισμένες Ζώνες τοπίου αλλά, μαζί με άλλους, προτείνεται από το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο Ηπείρου ως κατ’ εξοχήν κατάλληλος για την ανάπτυξη αιολικών εγκαταστάσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Πλαίσιο περιορίζει τις αρνητικές συστάσεις για αιολικά μόνο στους παράκτιους ορεινούς όγκους, που γειτνιάζουν με τις ζώνες εντατικής τουριστικής ανάπτυξης. Προκύπτει ανάγλυφα μια αντίληψη ότι το τοπίο δεν θεωρείται αυτοτελής αξία αλλά μόνο εργαλείο στην υπηρεσία της τουριστικής βιομηχανίας. 

4. Τον μεγαλύτερο όμως κίνδυνο για το αγροτοδασικό και ορεινό τοπίο της Ηπείρου αποτελεί το σχέδιο των ΕΞΟΡΥΞΕΩΝ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ. Ήδη έχει ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο των γεωλογικών ερευνών στο οικόπεδο παραχώρησης «Ιωάννινα», το οποίο μάλιστα από το ΣτΕ κρίθηκε ότι διεξήχθη νόμιμα χωρίς να υπάρχει Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων αλλά ένα υποκατάστατο Περιβαλλοντικό Σχέδιο Δράσης (ΣτΕ 961/2020). Η ανάδοχη κοινοπραξία πραγματοποίησε τις σεισμικές έρευνες προκαλώντας διαδοχικές εκρήξεις σε 15 άξονες σε σχήμα καννάβου και σε συνολικό μήκος 575 χιλιομέτρων, γεγονός που έχει ήδη προκαλέσει αλλοιώσεις του τοπίου στις περιοχές της έρευνας. Σημειωτέον ότι το ΠΣΔ δεν περιείχε κεφάλαιο περιγραφής του τοπίου, των επιπτώσεων σε αυτό και των απαιτούμενων επανορθωτικών μέτρων. 


Η διπλή κρίση του κορωνοϊού και της πτώσης των τιμών του πετρελαίου έχει προς το παρόν διακόψει τη δραστηριότητα των εταιριών, οι οποίες προαναγγέλλουν και μείωση του κύκλου των εργασιών τους, αλλά τίποτε δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Πολλές συλλογικότητες, και της Ηπείρου και ευρύτερα, είναι έτοιμες να συνεχίσουν τη μάχη για τη βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής, που ασφαλώς συμπεριλαμβάνει την προστασία του τοπίου. 

Το καταληκτικό σχόλιο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση από τη μία διευκολύνει με κάθε νομοθετικό και διοικητικό μέσο τη δραστηριότητα των πετρελαϊκών εταιριών και, την ίδια ώρα, από την άλλη προωθεί την υποψηφιότητα του Ζαγορίου για τη λίστα της Unesco. Είναι μια διδακτική αντίστιξη.

Βασισμένο στο κείμενο εισήγησης σε συζήτηση στα πλαίσια του εθνογραφικού κινηματογραφικού φεστιβάλ «Ethnofest» (29 Νοεμβρίου 2020)