Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο τουρισμός αποτελεί έναν από τους κύριους τομείς της οικονομίας στη σύγχρονη εποχή. Εξίσου κοινή είναι η διαπίστωση ότι η Ήπειρος παρά την μακρόχρονη απομόνωση και ερήμωσή της, ή σωστότερα κυρίως εξαιτίας αυτής, έχει να προσφέρει πολλές ομορφιές και εμπειρίες στους επίδοξους επισκέπτες της. Παρ’ όλα αυτά η περιοχή μας συγκριτικά κατάφερε ελάχιστα να ωφεληθεί από την εντυπωσιακή αύξηση το 2014 του τουριστικού ρεύματος, κατά κύριο λόγο διεθνούς μιας και, μετά από 4 χρόνια μνημονίων, η αναζήτηση Ελλήνων τουριστών και ιδιαίτερα εργαζόμενων είναι μάλλον αλυσιτελής. Επομένως είναι αναγκαίος ένας σοβαρός προβληματισμός για την αντιμετώπιση της στασιμότητας.
Ένα πρώτο ερώτημα είναι τί είδους τουριστική ανάπτυξη επιλέγουμε για την Ήπειρο. Θεωρούμε ότι πρέπει να στραφούμε στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού, των “πακέτων” διακοπών του τύπου all inclusive και των μεγάλων ξενοδοχειακών συγκροτημάτων ή ένα εναλλακτικό μοντέλο; Και ποιά μπορεί να είναι τα χαρακτηριστικά του;
Κατά την συνοπτική άποψη του γράφοντος, απαιτείται η αναζήτηση της χρυσής τομής ανάμεσα στην οικονομική μεγέθυνση, την διατήρηση της φέρουσας ικανότητας των φυσικών πόρων και του δομημένου περιβάλλοντος, την ανάδειξη της ιστορικής, πολιτιστικής, αρχαιολογικής και λοιπής κληρονομιάς αλλά και της σύγχρονης τέχνης, την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, την ανάδειξη των τοπικών κοινωνιών και στη λήψη αποφάσεων σχεδιασμού και στον συνδυασμό του τουρισμού με την ανάπτυξη των άλλων παραγωγικών τους κλάδων και, εξίσου σημαντικά, μια αντίληψη, που δεν αντιμετωπίζει τον τουρίστα ως ευκαιριακό πελάτη, τον οποίο θα «ξεζουμίσει» οικονομικά, αλλά ως φιλοξενούμενο επισκέπτη, που πρέπει να τύχει σεβασμού, να διευκολυνθεί με δωρεάν πληροφορίες, οργανωμένες υπηρεσίες και μέσα μαζικής μεταφοράς και να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο συμμέτοχος στην καθημερινή ζωή του τόπου προορισμού του. Είναι φανερό ότι ένας τέτοιος τουρίστας, σε αντίθεση με τον κατευθυνόμενο καταναλωτή του all inclusive, λειτουργεί πολλαπλασιαστικά ως πρεσβευτής και δωρεάν διαφημιστής του τόπου των διακοπών του και συμβάλλει αποφασιστικά στην τουριστική του προβολή. Και ασφαλώς ένα τέτοιο μοντέλο απαιτεί και την οριζόντια συνεργασία των επαγγελματιών του τουρισμού, όσο και αν αυτό το τελευταίο ηχεί περίεργα σε ορισμένα αυτιά, και την ενίσχυση με κρατικές πολιτικές και πόρους και την αποφασιστική εμπλοκή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Αυτή η θεώρηση του τουρισμού, και γενικότερα του ταξιδιού και της μετακίνησης, ως βασικού ανθρώπινου δικαιώματος, που έχει μάλιστα αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, απουσιάζει εμφαντικά στην εφαρμοσμένη πολιτική και στην Ελλάδα γενικά και στην Ήπειρο περισσότερο. Για να περιοριστώ σ’ ένα μικρό παράδειγμα, πού είναι η σύνδεση των σημείων προσπέλασης (σταθμοί λεωφορείων, αεροδρόμια, λιμάνια κλπ.) μεταξύ τους αλλά και με τα κέντρα των πόλεων μ’ ένα πυκνό και αξιόπιστο δίκτυο μέσων μαζικής μεταφοράς ; Η αντιμετώπιση του ταξιδιώτη εξακολουθεί να γίνεται με όρους υποψήφιου θύματος προς εκμετάλλευση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι δικές του ανάγκες και προσδοκίες.
Οι δύο αμέσως προηγούμενες λέξεις είναι τα κλειδιά και για τον σχεδιασμό της τουριστικής προβολής της Ηπείρου. Θεωρώ ότι τόσο η πλειοψηφία των εμπλεκόμενων επιχειρηματιών όσο κυρίως οι έχοντες την ευθύνη των πολιτικών αποφάσεων αδυνατούν να κατανοήσουν ή τουλάχιστον να αντιμετωπίσουν κρίσιμα ζητήματα, που αναφέρονται σ’ αυτό τον περίπλοκο συνδυασμό δημιουργίας προσδοκιών και κάλυψης αναγκών. Είναι ασφαλώς αδύνατο στα πλαίσια ενός άρθρου χιλίων λέξεων να εξαντλήσω το θέμα, γι’ αυτό θα περιοριστώ σε τρεις σύντομες επισημάνσεις για την περιοχή των Ιωαννίνων :
α) Η αχρησία του αεροδρομίου Ιωαννίνων: Είναι αυτονόητο ότι το Άκτιο δεν είναι σε θέση να καλύψει γεωγραφικά το βόρειο τμήμα της Ηπείρου και ότι χωρίς το αεροδρόμιο Ιωαννίνων δεν είναι δυνατό ούτε να σχεδιαστεί ούτε να εφαρμοστεί τουριστική πολιτική για το σύνολο της Περιφέρειας. Είναι καιρός να τελειώνουμε με τον θρασύ εμπαιγμό πολλών δεκαετιών εκ μέρους της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας. Οι αντιφατικές δικαιολογίες της, οι πολλαπλασιαζόμενες φήμες για πολιτικές παρεμβάσεις ενάντια στη δρομολόγηση διεθνών συνδέσεων από αεροπορικές εταιρίες του εξωτερικού αλλά και οι τεχνολογικές εξελίξεις στα συστήματα πλοήγησης, που αφαιρούν και τα τελευταία φύλλα συκής, επιβάλλουν την πολιτική κινητοποίηση για τη λειτουργία του αεροδρομίου Ιωαννίνων ως διεθνούς με προσέλκυση και πτήσεων χαμηλού κόστους – και ασφαλώς και τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του. Ελάχιστοι θυμούνται ότι ακόμη και σε συμβολική κατάληψη του αεροδρομίου προχώρησαν το μακρινό … 1991 οι φορείς της πόλης, προκειμένου να αντιδράσουν στην υποβάθμιση της αεροπορικής της σύνδεσης. Ίσως είναι καιρός να επαναλάβουμε παρόμοιες κινήσεις.
β) Η εγκατάλειψη του Γεωπάρκου Βίκου - Αώου: Η συμμετοχή στις ποικίλες λίστες της UNESCO και η παγκόσμια δημοσιότητα, που αυτή μπορεί να εξασφαλίσει, αποτελεί στις μέρες μας βασική παράμετρο της τουριστικής προβολής ενός τόπου, γι’ αυτό και παρατηρείται συνωστισμός υποψηφιοτήτων για τις λίστες αυτές. Ενώ λοιπόν η Περιφέρεια Ηπείρου υποστηρίζει -σωστά- την ένταξη της Νικόπολης στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, την ίδια στιγμή επιδεικνύει παροιμιώδη αδιαφορία για την ήδη ενταγμένη στο δίκτυο γεωπάρκων της UNESCO γεωλογική κληρονομιά του συμπλέγματος Βίκου – Αώου ! Η είδηση ότι το Γεωπάρκο Βίκου – Αώου κινδυνεύει με απένταξη από τη σχετική λίστα, επειδή η Περιφερειακή Αρχή, των τόσων … γαλαντομιών κατά τα άλλα, δεν μπορεί να βρει 5.000 ευρώ το χρόνο για να καλύψει τις συμβατικές της υποχρεώσεις ανάδειξης, συμμετοχής στο Δίκτυο και πληρωμής συνδρομών αναδεικνύει εμφαντικά τον επαρχιωτισμό και την ανεπάρκεια.
γ) Η υποτίμηση του πολυεθνικού παρελθόντος των Ιωαννίνων: Παρότι θεωρώ ότι η διεκδίκηση, από το Δήμο Ιωαννιτών, της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021 γίνεται καθυστερημένα, όταν άλλες ελληνικές πόλεις π.χ. το Ναύπλιο προετοιμάζονται εδώ και χρόνια, και δεν έχει μεγάλη τύχη, ωστόσο με την ευκαιρία αυτή αξίζει τον κόπο να προβληματιστούμε για τις προτεραιότητες του πολιτιστικού-τουριστικού μάρκετιγκ αυτής της πόλης. Στόχος του θεσμού της πολιτιστικής πρωτεύουσας, και συνεπώς του αυξανόμενου ενδιαφέροντος των επισκεπτών, είναι να αναδειχθεί η προσέγγιση των πολιτών της Ευρώπης μέσα από την πολιτιστική της πολυμορφία, βασική πτυχή της οποίας είναι η συνάντηση, στο παρόν αλλά και στο παρελθόν, διαφορετικών πολιτισμών, εθνικών και θρησκευτικών ομάδων και γενικά ταυτοτήτων. Ε λοιπόν, το πολυεθνικό παρελθόν των Ιωαννίνων, ο ρόλος της πόλης στην ιστορία των Βαλκανίων και οπωσδήποτε η ποικιλομορφία των μνημείων της (όχι μόνο χριστιανικών αλλά και ισλαμικών και εβραϊκών) αποτελούν ισχυρό στοιχείο ταυτότητας, την οποία έχουν χάσει οι περισσότερες ελληνικές πόλεις, με δυνητικά μεγάλο τουριστικό αντίκρυσμα, όχι μόνο στο Ισραήλ και την Τουρκία αλλά και στις αραβικές χώρες και σε όλη τη ν Ευρώπη, όπως αποδεικνύει μια σειρά από τουριστικά success story, από την Κόρντοβα μέχρι το Σαράγιεβο. Για να μπορέσει όμως να προβάλει κάποιος αυτή την πολυεθνική κληρονομιά, θα πρέπει πρώτα να την αναγνωρίσει και να την αποδεχτεί χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας και την ενδημική εθνικιστική μιζέρια.
Πρώτη Δημοσίευση: http://syriza-ioanninon.blogspot.gr, 15/11/2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου