Διευκρινίζω
από την αρχή ότι δεν έχω καμιά διάθεση, ούτε βέβαια και τα φόντα, να μειώσω τη
συνολική προσφορά του Θόδωρου Αγγελόπουλου στον παγκόσμιο κινηματογράφο αλλά
και στην ανάδειξη της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας από τη σκοπιά των ηττημένων
του Εμφυλίου, που συνέβαλε σημαντικά στην κοινωνική νομιμοποίηση της Αριστεράς
(επ’ αυτού συνιστώ το ενδιαφέρον άρθρο της Νατάσας Κεφαλληνού «Η κινηματογραφική εκδίκηση των ηττημένων», δημοσιευμένο διαδικτυακά στο
http://www.toperiodiko.gr/αγγελόπουλος-η-κινηματογραφική-εκδί/#.V_ya5Y2a3x9).
Δεν
είναι ωστόσο λίγα τα παραδείγματα στην παγκόσμια ιστορία των ιδεών, όπου
πρωτοπόροι διανοητές και δημιουργοί, από τον Γαλιλαίο μέχρι τον Λούκατς, αντιμετωπίζοντας
ένα καθεστώς πολλαπλών πιέσεων ή απειλών, αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την
πνευματική τους ακεραιότητα, να αποκηρύξουν τον πυρήνα της σκέψης τους, να ευθυγραμμιστούν
με τις επιταγές της εξουσίας ή να θέσουν εαυτόν, έστω και «κριτικά» στην
υπηρεσία των κυρίαρχων αντιλήψεων/αφηγήσεων της εποχής τους.
Για
τον Αγγελόπουλο η στιγμή αυτή ήταν κατά τη γνώμη μου το γύρισμα της ταινίας «το
βλέμμα του Οδυσσέα», που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ των Καννών και στις
κινηματογραφικές οθόνες το 1995, σε μια εποχή δηλαδή καταθλιπτικής κυριαρχίας του
εθνικισμού στην ελληνική κοινωνία και επιθετικής διεκδίκησης από το ελληνικό
κράτος, και φυσικά και το ελληνικό κεφάλαιο, του πρώτου ρόλου στο «Σχέδιο
Ανασυγκρότησης» των Βαλκανίων μετά από την κατάρρευση του
υπαρκτού «σοσιαλισμού».
Λίγα
χρόνια πριν ο σκηνοθέτης είχε ολοκληρώσει το πολιτικά πρωτοπόρο «Μετέωρο βήμα
του πελαργού», που όμως του είχε στοιχίσει έναν αφορισμό από τον γνωστό
Μητροπολίτη Φλώρινας, συλαλητήρια με μαύρες σημαίες κατά τη διάρκεια των
γυρισμάτων στην πόλη και πολλές επικρίσεις. Η ταινία αντιμετώπιζε με
ρηξικέλευθο τρόπο την βαρβαρότητα των συνόρων και τον διαχωρισμό των ανθρώπων απ’
αυτά – και νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα από τη Δυτική
Μακεδονία και την άρνηση του ελληνικού κράτους στους (Σλαβο)μακεδόνες της
γειτονικής χώρας να επισκεφθούν τον τόπο της καταγωγής τους και να συναντήσουν
τους συγγενείς τους της μειονότητας, οπότε μάλλον καλά το είχε ψυλλιαστεί ο Καντιώτης – ενώ η πρώτη σκηνή του φιλμ ήταν επίσης προφητική
για τη γιγάντωση των θαλάσσιων προσφυγικών ροών.
Είναι
εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι περιπέτειες αυτές προβλημάτισαν τον
Αγγελόπουλο και τον οδήγησαν σε προσαρμογές «βλέμματος» σ’ ένα πιο αποδεκτό «εθνικά»
ρόλο στην επόμενη ταινία του. Ο ίδιος φαίνεται πως αυτό τον ρόλο τον αποδέχθηκε
συνειδητά, όπως τουλάχιστον προκύπτει από το κείμενο της ομιλίας του στην
πανελλήνια συνάντηση των κινηματογραφικών λεσχών στην Έδεσσα τον Ιούνιο του 1995,
δύο εβδομάδες μετά από την προβολή του «βλέμματος του Οδυσσέα» στις Κάννες. Το
κείμενο αυτό αναδημοσιεύθηκε στο βραχύβιο, δίγλωσσο – στα ελληνικά και τα αγγλικά
- περιοδικό «Balkan
Review», που
εξέδιδε στη Θεσσαλονίκη το Κέντρο Βαλκανικού Τύπου (Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο χάρτης του Ρήγα Φεραίου», B.R. τ.5, Καλοκαίρι 1995), και αποτελεί ένα σημαντικό
τεκμήριο, αν όχι για τις βαθύτερες σκέψεις του, τουλάχιστον για τις προθέσεις
του στη συγκυρία εκείνη.
Διαβάζουμε
λοιπόν από την περιγραφή του ίδιου του σκηνοθέτη : « Έχω στήσει ένα έργο πάνω στην Ελλάδα σαν ιδέα, που πάει να ενώσει ένα
αιώνιο με ένα επόμενο … ένωσα τα Βαλκάνια μ’ αυτή την ταινία … ήταν σαν κάποιος
να έκανε εξωτερική πολιτική, ένας ιδεατός Παπούλιας, ο οποίος ξαφνικά με
μια γενναιοδωρία ή με μια όποια ιδιοφυία κατάφερνε όλες τις αντιθέσεις να τις
εξομαλύνει … υπάρχει όμως ένα πράγμα που βγαίνει από το νότο, από την καρδιά
της θάλασσας, από τη Μεσόγειο, το Αιγαίο και αυτό λέγεται Όμηρος είτε, καθώς
περνούν τα χρόνια, λέγεται Σεφέρης ή Ελύτης ή Ρίτσος, όλοι αυτοί βγήκαν σαν τα
δελφίνια μέσα από τη θάλασσα, όλη η μεγάλη ποίηση βγήκε στην Ελλάδα,
μέσα από τη θάλασσα …». Με συγχωρείτε αλλά δύσκολα μπορώ να βρω πιο εύστοχη
περιγραφή του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού.
Και
ποιό είναι το σύμβολο, που, κατά τη συνήθειά του, επέλεξε ο σκηνοθέτης για να
υπογραμμίσει τον εκπολιτιστικό ρόλο του Ελληνισμού στη χερσόνησο ; Ένας βλάχος
φωτογράφος και κινηματογραφιστής, ο Γιαννάκης Μανάκια από το χωριό Αβδέλλα των Γρεβενών, που
μαζί με τον αδελφό του Μίλτο υπήρξαν οι πιονέροι της 7ης
τέχνης στα Βαλκάνια, διέτρεξαν όλη τη Χερσόνησο αποτυπώνοντας με το φακό τους
μεγάλα ιστορικά γεγονότα και απλούς ανθρώπους και έμειναν αγνοημένοι επί
δεκαετίες στην Ελλάδα, τιμήθηκαν όμως στη γειτονική Γιουγκοσλαβία, και στη
διάδοχό της ΠΓ Δημοκρατία της Μακεδονίας, με γραμματόσημα, μουσείο και
κινηματογραφικό φεστιβάλ με το όνομά τους στα Μπίτολα (Μοναστήρι), τον τόπο της
κύριας εγκατάστασής τους και του θανάτου του Μίλτου - ο Γιαννάκης πέθανε στη
Θεσσαλονίκη. Ως εδώ καλά, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Αγγελόπουλος
έχει συμβάλει στην αναγνώριση και την υστεροφημία των δύο αδελφών στη χώρα της
καταγωγής τους.
Η
Ιστορία όμως κρύβει τις πονηριές της ! Όπως έχω γράψει από εκείνο τον καιρό
στην εφημερίδα «Εποχή», το «σύμβολο του Ελληνισμού» δεν ήταν ένας ουδέτερος
παρατηρητής των βαλκανικών παθών στις αρχές του 20ου
αιώνα αλλά στρατεύθηκε ενεργά στις τάξεις του ρουμανικού εθνικισμού και ενάντια
σε ό,τι εκπροσωπούσε τότε την Ελλάδα και τον Ελληνισμό. Αφήνοντας κατά μέρος τα
κινηματογραφικά και φωτογραφικά επιτεύγματα των δύο αδελφών, νομίζω πως αξίζει
τον κόπο να αντιγράψω από εκείνο το άρθρο μου (Γιάννη Παπαδημητρίου «Πόσο Έλληνες ήταν οι Μανάκια ;» Εποχή, φ. 317,
12-11-1995) μερικά αποσπάσματα για τα γεγονότα της εποχής.
« .. Η πολιτική δράση του Γιαννάκη Μανάκια,
του διανοούμενου της οικογένειας, συνδέεται κυρίως με την πόλη των Ιωαννίνων
και με τον διορισμό του ως καθηγητή ζωγραφικής και καλλιγραφίας στο Ρουμανικό
Γυμνάσιο της πόλης κατά το 1898-99. Ας μη λησμονούμε ότι η ανάπτυξη
εκπαιδευτικών μηχανισμών ήταν ένα από τα βασικά πεδία αντιπαράθεσης των
βαλκανικών εθνικισμών και ο ίδιος είχε σπουδάσει στο αντίστοιχο γυμνάσιο της
Μπίτολα, πολιτικό κέντρο του ηγέτη των ρουμανιζόντων βλάχων Απόστολου
Μαργαρίτη, όπου και μυήθηκε στο κήρυγμά του. Στα Γιάννενα είχε ήδη σπουδάσει
για λίγο ο μικρότερος αδελφός του Μίλτος, ο οποίος όμως γρήγορα εγκατέλειψε τα
γράμματα. Τα δύο αδέλφια άνοιξαν το 1898 και το πρώτο τους φωτογραφείο.
Είναι τα χρόνια των σκληρών
συγκρούσεων των βαλκανικών εθνικισμών πάνω στο αποσυντιθέμενο σώμα της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στο περιθώριο του κεντρικού μακεδονικού μετώπου, η
Πίνδος συνταράζεται από τις προσπάθειες της ρουμανικής προπαγάνδας να
προσεταιριστεί τους βλάχικους πληθυσμούς και της πλειοψηφούσας ελληνικής να
τους διατηρήσει υπό την επιρροή της. Ο ανταγωνισμός επεκτάθηκε στην Ήπειρο και
κλιμακώθηκε με την ίδρυση του Ρουμανικού προξενείου στα Γιάννενα και την άφιξη
του πρώτου προξένου Μπαντεάνου εν μέσω επεισοδίων (Μάϊος 1904), εκατέρωθεν
δολοφονίες και τον εμπρησμό του ρουμανικού σχολείου της Βωβούσας (Ιούλιος 1905)
και του κάτω μαχαλά της Αβδέλλας (Οκτώβριος 1905) από ελληνικές ανταρτικές
ομάδες. Η όξυνση οδήγησε μάλιστα στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ
Ελλάδας και Ρουμανίας από το 1906 μέχρι το 1911.
Η έντονη συμμετοχή των αδελφών στις
διαμάχες διαφαίνεται από τις ανταποκρίσεις των ελληνικών εφημερίδων, που
εκδιδόταν τότε από Ηπειρώτες μετανάστες στην Αθήνα. Τα ίχνη της παρουσίας του
Γιαννάκη εντοπίζονται σε αρκετά από τα δημοσιεύματά τους, εμπαθή τα περισσότερα,
και έχουν καταγραφεί από τον Χρ. Χριστοδούλου στο βιβλίο «τα φωτογενή Βαλκάνια
των αδελφών Μανάκη» - Σ.Σ.
προσέξτε τον εξελληνισμό του επωνύμου ! Ο
Αβδελλιώτης φωτογράφος μάλιστα θεωρήθηκε ένας από τους ηθικούς αυτουργούς των
επεισοδίων του Πάσχα του 1905 στη Βωβούσα, όταν οι ρουμανίζοντες απαίτησαν να
γίνει λειτουργία στη γλώσσα τους και η εκκλησία μετατράπηκε σε πεδίο σφοδρής
σύγκρουσης, γι’ αυτό και προφυλακίστηκε από τις οθωμανικές αρχές και στη
συνέχεια απελάθηκε από το βιλαέτι των Ιωαννίνων ενώ το σπίτι των Μανάκια κάηκε
κατά την επιδρομή στην Αβδέλλα..».
Σ’
εκείνο μάλιστα το κείμενο είχα παρουσιάσει και ένα υπεράνω πάσης ανθελληνικής υποψίας
τεκμήριο, δημοσιευμένο το 1960 στο περιοδικό «Ηπειρωτική Εστία» (Ευάγγελου Μπόγκα «Η αντίδραση των Ηπειρωτών
στη ρουμανική προπαγάνδα» Η.Ε. τ. 94, Φεβ. 1960, σελ. 112 επ.), όπου ο
Γιαννάκης χαρακτηρίζεται φαινομενικά φωτογράφος αλλά πραγματικά ρουμάνος
προπαγανδιστής και μεταφέρεται ο εξής διάλογος στη διάρκεια επεισοδίου του με
κάποιον Τσεκούρα «Εγώ, αν είχα στη φλέβα
μου και τόσογια ελληνικό αίμα, απάντησε με ιταμότητα ο Μανάκης, θα την έσκιζα
για να το βγάλω».
Μου
φαίνεται πολύ δύσκολο ο Αγγελόπουλος, με την τόσο προσεκτική προετοιμασία των
σεναρίων του - αν και την πατρότητα του συγκεκριμένου την διεκδίκησε κάποια
στιγμή και ο συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός -, να αγνοούσε τα παραπάνω,
τουλάχιστον τα περισσότερα. Υποψία που ενισχύεται από μια σκηνή της ταινίας,
όπου ο αιχμάλωτος Γιαννάκης ανακρίνεται από Βούλγαρους αξιωματικούς στη διάρκεια
του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κάτι που όντως ανταποκρίνεται σ’ ένα συγκεκριμένο
περιστατικό της ζωής του, τη σύλληψή του ως κατασκόπου και την εξορία του στη
Φιλιππούπολη κατά τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής του Μοναστηρίου
(1916-17). Μόνο που ήταν και τότε καθηγητής ρουμανικού γυμνασίου στην πόλη και
προφανώς η σύλληψή του δεν οφείλεται σε «ελληνική» αλλά σε «ρουμανική»
ιδιότητα, που επίσης ήταν φιλική προς το στρατόπεδο της Αντάντ.
Δεν
είναι ότι η ταινία στερούταν πολιτικής ευαισθησίας και μηνυμάτων στην παράλληλη ιστορία, που εκτυλισσόταν στο μετα-σοσιαλιστικό παρόν. Και αν οι
περισσότεροι αριστεροί φίλοι μου εκστασιάστηκαν με την εικόνα του
αποκαθηλωμένου αγάλματος του Λένιν που έπλεε στο Δούναβη, προσωπικά προτιμώ τη
σκηνή στο Σαράγιεβο, όπου οι κάτοικοι της πολιορκημένης πόλης εκμεταλλεύονται
την ομίχλη για να βγουν έξω και να αισθανθούν για λίγο ασφαλείς από τα πυρά των
ελεύθερων σκοπευτών. Ο σκηνοθέτης θεωρούσε ότι ο ανταγωνιστής του στις Κάννες
Εμίρ Κουστουρίτσα, ο οποίος πήρε εκείνη τη χρονιά τον Χρυσό Φοίνικα, προσέγγιζε
το πρόβλημα των βαλκανικών εθνικισμών επιφανειακά και μονοδιάστατα.
Η
βασική ένσταση όμως παραμένει. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε προσχωρήσει, με
πλήρη όπως φαίνεται επίγνωση, στη μίζερη επιχείρηση «ελληνοποίησης» των δύο
αδελφών. Και αν αυτό συνέβη σ’ ένα δημιουργό τέτοιας εμβέλειας, κύρους και
επιρροής στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου, είναι χρήσιμο να
προβληματιζόμαστε για την ισχύ, όχι μόνο εκείνη τη δύσκολη εποχή αλλά
διαχρονικά, ενός φαινομένου, που εξακολουθεί να στραγγαλίζει τα ιστορικά
δεδομένα και να εμποδίζει την αυτογνωσία της ελληνικής κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου