Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Η μεταγραφή της χρονιάς !

 
  Ορισμένες, ψύχραιμες θέλω να ελπίζω, σκέψεις με αφορμή την ανακοίνωση της ενσωμάτωσης της βασικής ομάδας συντελεστών του περιοδικού Unfollow στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», της "ευρύτερης" ιδιοκτησίας Β. Μαρινάκη :
  Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνεργασία αυτή συνοδεύεται από συμφωνίες απόλυτης ανεξαρτησίας των συνεργατών του Unfollow, όχι μόνο στη μορφή (ξεχωριστό ένθετο) αλλά κυρίως στο περιεχόμενο. Είναι το μοντέλο, που εφαρμόσθηκε στη συνεργασία του «Ιού» με την Ελευθεροτυπία του Τεγόπουλου. Παρόλο που ο «Ιός» έσωσε πολλές φορές την τιμή της ελληνικής δημοσιογραφίας, δεν έλειψαν οι ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις, που η έρευνά τους κόπηκε στο τυπογραφείο. Οι ίδιοι οι συνεργάτες του δημοσιοποίησαν εκ των υστέρων τα κομμένα κείμενα – θυμάμαι πρόχειρα ένα για την Πετρόλα του Λάτση.
  Ο Μαρινάκης είναι σίγουρα πολύ πιο «δύσκολη» περίπτωση από τον Τεγόπουλο. Και λόγω προσωπικότητας και κυρίως επειδή φέρεται μπλεγμένος σε πλείστες όσες όχι και τόσο καθαρές ιστορίες. Στην πραγματικότητα ενδιαφέρεται, σε συνθήκες στριμώγματος, να αγοράσει «κύρος» με οποιοδήποτε τίμημα. Συνεπώς, ακόμα κι’ αν βραχυπρόθεσμα αποδειχθεί κύριος στις δεσμεύσεις του, ακόμα κι’ αν δώσει καλά λεφτά (τα ίδια δεν έκανε και ο Κοσκωτάς στην εφημερίδα του, «24 Ώρες» νομίζω πως την έλεγαν, στις δύσκολες εποχές  ;), προοπτικά δεν πιστεύω ότι μια μαχητική – αποκαλυπτική δημοσιογραφία μπορεί να ασκηθεί αλά καρτ. Πιθανότατα λ.χ. θα είναι ευπρόσδεκτα τα κείμενα για τα πετρέλαια του Μελισσανίδη όχι όμως και για τα στημένα παιγνίδια του Ολυμπιακού.
  Η συνεργασία είναι ένα κλασικό deal στα σημερινά ασφυκτικά πλαίσια, που ορίζουν η δημοσιογραφική ανεργία, ο δυσμενέστατος συσχετισμός μεταξύ των δυνάμεων κεφαλαίου και εργασίας σε βάρος της δεύτερης και κυρίως ο μαφιόζικος καπιταλισμός της κρίσης. Γι’ αυτό και είναι αναπόφευκτα ετεροβαρές. Συνεπώς δεν ταιριάζει ούτε «ιερή αγανάκτηση» σε βάρος των συνεργατών του Unfollow (ο αναμάρτητος τον λίθον βαλέτω !) αλλά ούτε και οι εύκολες αντεπιθέσεις ορισμένων απολογητών σε βάρος των «οικόσιτων» (πόσοι αλήθεια από όσους/ες διατηρούν επαγγελματική σχέση με τον «ευρύτερο» ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούν, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, με την πολιτική του αλλά ταυτόχρονα αγωνιούν και για την επιβίωσή τους !).  
  Προσωπικά θεωρώ πως οι συνεργάτες του Unfollow θα κληθούν, συντομότερα ίσως απ’ ό,τι σήμερα φαντάζονται, να τοποθετήσουν οι ίδιοι τον πήχυ της επαγγελματικής και προσωπικής τους αξιοπρέπειας. Τους εύχομαι να είναι ψηλά !

 



 

 


Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2016

Το χέρι του Θεού

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ  

Φίλιπ Κερ "Το χέρι του Θεού"

(μτφρ. Γιώργου Μαραγκού - εκδ. Κέδρος)


  Η στενή σχέση του σημερινού, πλήρως εμπορευματοποιημένου, ποδοσφαίρου με διάφορες μορφές εγκληματικότητας, παραδοσιακές και καινοτόμες, είναι ασφαλώς κοινό μυστικό. Παρ’ όλα αυτά η αστυνομική λογοτεχνία δεν φαίνεται, τουλάχιστον προς το παρόν, να έχει αξιοποιήσει σε επαρκή βαθμό αυτό το λαμπρό πεδίο δόξας. Αν εξαιρέσω τον μεγάλο Καταλανό Μανουέλ Βάθκεθ Μονταμπλάν («Ο σέντερ φορ δολοφονήθηκε το σούρουπο») και τον Τούρκο Τζελίλ Οκέρ («Το πτώμα με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια»), δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει άλλα δείγματα αυτού του υπο-είδους, που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «αθλητικό» αστυνομικό μυθιστόρημα.

  Το κενό έρχεται να καλύψει ο χαρισματικός Σκωτσέζος συγγραφέας (και αρθρογράφος και νομικός) Φίλιπ Κερ, που, αφού χάρισε στο αναγνωστικό κοινό τη φιγούρα του ιδιωτικού ντεντέκτιβ Μπέρνι Γκούντερ, ασχολούμενου με την εξιχνίαση εγκλημάτων στη ναζιστοκρατούμενη Ευρώπη υπό συνθήκες επικίνδυνες και για την αξιοπρέπεια και για τη ζωή του, δημιουργεί ένα νέο, σύγχρονο αυτή τη φορά μυθιστορηματικό ήρωα. Ο Σκοτ Μάνσον λοιπόν κινείται στο χώρο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, αφού είναι ο προπονητής της, ανύπαρκτης στην πραγματικότητα, Λόντον Σίτυ με έδρα το ανατολικό Λονδίνο, που αγωνίζεται στην πρώτη κατηγορία της Αγγλίας αλλά και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Η μοίρα το φέρνει, ώστε ο Μάνσον, πέρα από τα προπονητικά του καθήκοντα, να μετατρέπεται, εκών - άκων στην αρχή αλλά παθιασμένα στη συνέχεια, σε ερασιτέχνη ντεντέκτιβ και να ερευνά ύποπτους θανάτους / πιθανές δολοφονίες στον άμεσο περίγυρο, ανθρώπινο και χωροταξικό, της ομάδας, καθώς οι ερευνητικές ικανότητες της εκάστοτε Αστυνομίας αποδεικνύονται μάλλον ανεπαρκείς. Σταδιακά λοιπόν ο ήρωας βυθίζεται σ’ ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι παράλληλων εγκληματικών δραστηριοτήτων, που αναπτύσσονται στα παρασκήνια του, λαμπερού όσο και σάπιου, ποδοσφαιρικού σύμπαντος.


  Τα δύο μέχρι σήμερα βιβλία της σειράς, τα δικαιώματα της οποίας για την Ελλάδα έχουν εξασφαλίσει οι εκδόσεις «Κέδρος», έχουν τίτλους, που παραπέμπουν σε πασίγνωστες ποδοσφαιρικές εκφράσεις ή ατάκες. Στο πρώτο απ’ αυτά («Ένας ξαφνικός θάνατος») ο Μάνσον καλείται να επιλύσει το μυστήριο του θανάτου του διάσημου Πορτογάλου προπονητή της ομάδας Ζοάο Ζάρκο, του οποίου μέχρι τότε ήταν βοηθός, κάτω από τις κερκίδες του γηπέδου ενώ στο δεύτερο («Το χέρι του Θεού») ο θάνατος επέρχεται στη διάρκεια του αγώνα, αφού το αστέρι της ομάδας, ο Ρώσος, τουρκικής καταγωγής, επιθετικός Μπεκίμ Ντεβελί σωριάζεται ξαφνικά νεκρός στον αγωνιστικό χώρο. Το συναρπαστικό είναι ότι πρόκειται για το Στάδιο Καραϊσκάκη, όπου η Λόντον Σίτυ αντιμετωπίζει τον Ολυμπιακό στα προκριματικά του Γιουρόπα Ληγκ !


  Είναι λοιπόν ευνόητο ότι το αντικείμενο της πλοκής είναι η πραγματικότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου στο ευρύτερο πλαίσιο της μνημονιακής, οικονομικής και κοινωνικής, καταστροφής της ελληνικής κοινωνίας. Ο Κερ, που έγραψε το βιβλίο το 2014, περιφέρει τον ήρωά του στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Βουλιαγμένη και την Πάρο και, αν εξαιρέσουμε ορισμένα ασήμαντα πραγματολογικά λάθη, όπως το ότι περιγράφει τις νεραντζιές της πρωτεύουσας ως πορτοκαλιές, αποδεικνύει βαθειά γνώση των στεκιών και των ρυθμών της καθημερινής ποδοσφαιρικής -και όχι μόνο- Αθήνας.


  Θα μπορούσε ίσως κάποιος να κατηγορήσει το βιβλίο ότι αναπαράγει τα γνωστά στερεότυπα του ξένου Τύπου για τις ελληνικές παθογένειες : τεμπελιά, διπλή δουλειά, μαύρα χρήματα, διαφθορά, ανεξέλεγκτη βία, συνεχείς απεργίες. Νομίζω όμως ότι ο συγγραφέας αφενός αναδεικνύει το ρόλο της ιδιωτικής και δημόσιας φτώχειας στη γιγάντωση των φαινομένων αυτών και αφετέρου δεν χαρίζεται ούτε σε κείνους που προσπαθούν να κάνουν business as usual στις πλάτες του ελληνικού λαού. Και όσοι επιμένουν ότι ο Κερ είναι αρνητικά προκατειλημμένος απέναντι στην Ελλάδα, ας μπουν στον κόπο να διαβάσουν και το πρώτο του βιβλίο, που εκτυλίσσεται αποκλειστικά στο Λονδίνο και στον αστραφτερό κόσμο της Πρέμιερ Ληγκ. Στο κάτω-κάτω μιλάμε πάντα για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα.


  Εκείνο όμως που με εντυπωσίασε, είναι η γνώση της καθημερινότητας του ελληνικού ποδοσφαίρου από τον συγγραφέα, ο οποίος θα μπορούσε άνετα να πάρει μέρος στη «Δίκη στον Σκάϊ». Ούτε λίγο ούτε πολύ στο «Χέρι του Θεού» καταγράφονται :
 - η ύπαρξη της παράγκας και των στημένων παιγνιδιών, εξαιτίας των οποίων έχει μάλιστα αφαιρεθεί από τον Ολυμπιακό ο τίτλος του πρωταθλητή κατά την προηγούμενη αγωνιστική σαιζόν. Εδώ ο Κερ όντως συλλαμβάνεται αιθεροβάμων !
 - το στημένο στοίχημα και το ποντάρισμα μεγάλων ποσών σε ελληνικές ομάδες σε γραφεία του εξωτερικού, το οποίο αποδεικνύεται τελικά και το μεγάλο κίνητρο για την εξουδετέρωση του επιθετικού της Λόντον Σίτυ
 - η έξαρση του χουλιγκανισμού μέσα και έξω από τα γήπεδα - ακόμα και με συνεχή κορναρίσματα όλο το βράδι έξω από το ξενοδοχείο των αντιπάλων - , για την οποία όμως δεν ευθύνονται μόνο οι συμμορίες των οπαδών και η ατιμωρησία των ομάδων αλλά και οι Πρόεδροί τους προσωπικά. Το μυθιστόρημα αναφέρεται ονομαστικά στον Βαγγέλη Μαρινάκη και στην παλιότερη επίθεση των «συνοδών» του εναντίον του Σισέ
 - η κινητοποίηση μπράβων, που τρομοκρατούν με δολοφονικές επιθέσεις τολμηρούς δημοσιογράφους
 - η ύπαρξη πυρήνων της Χρυσής Αυγής στα αθλητικά σωματεία  - φυσικά και στα ανώτατα κλιμάκια της ελληνικής Αστυνομίας .. Ο συγγραφέας, για να μην τα ρίξει όλα στη μία πλευρά, τοποθετεί τον Χρυσαυγίτη στο περιβάλλον του Παναθηναϊκού, αν και γνωρίζουμε όλοι ότι αλλού βρίσκεται η πιο ζεστή φωλιά …
 - η χρήση κάθε είδους αθέμιτων μέσων όπως δωροδοκίες, δηλητηριασμένες τροφές - ας θυμηθούμε εμείς τα νερά της ΤΣΣΚΑ - αλλά και οι υπηρεσίες συνοδών - πορνών πολυτελείας, που, αποτελώντας έτσι κι αλλιώς τον αστραφτερό περίγυρο ποδοσφαιριστών, προπονητών και παραγόντων, χρησιμοποιούνται για να επηρεάσουν διοικητικές και διαιτητικές αποφάσεις
 - μια σειρά από οικονομικά εγκλήματα, παράνομες συναλλαγές, φοροδιαφυγή, ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ο ληστρικός ρόλος των μεσαζόντων κλπ., που γίνονται ακόμα πιο προκλητικά σε αντίστιξη με την ένδεια της ελληνικής κοινωνίας
 - και τέλος η άθλια κατάσταση των ελληνικών γηπέδων, που, για να θυμόμαστε και την πρόσφατη εξορία του ΠΑΣ Γιάννενα, ελάχιστα ανταποκρίνονται στις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Στο βιβλίο είναι ζοφερή η περιγραφή των αποδυτηρίων της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

  Ευτυχώς πάντως που το γράψιμο του βιβλίου δεν πρόλαβε ούτε το «ορφανό» βαπόρι με την ηρωίνη ούτε την πρόσφατη δημοπρασία για τις τηλεοπτικές άδειες. Θα γινόταν τεράστιο !


  Πέρα απ’ αυτά, ο συγγραφέας, οπαδός της Άρσεναλ από παλιά, κατέχει από ποδόσφαιρο και από αγωνιστικές τακτικές και δείχνει, όπως και ο ήρωάς του, που τσιτάρει την ιστορική φράση του Μπιλ Σάνκλι «το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου αλλά κάτι ακόμα πιο σοβαρό» να το λατρεύει. Ο Σκοτ Μάνσον, με αίμα σκωτσέζικο, γερμανικό αλλά και αφρικανικό, είναι και μορφωμένος και πολύγλωσσος και φιλότεχνος αλλά ταυτόχρονα και σκληροτράχηλος, αποτέλεσμα και της - άδικης όπως αποδείχτηκε τελικά - παραμονής του για 18 μήνες στη φυλακή, που διέκοψε πρόωρα την ποδοσφαιρική του καριέρα και τον έκανε πιο σοφό αλλά κυρίως πιο καχύποπτο απέναντι στην Αστυνομία. Παρότι γνωρίζει και αποδέχεται ότι το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος και η νίκη είναι το παν, τα καταφέρνει να διατηρεί ένα παλιομοδίτικο προσωπικό κώδικα αξιών, που συχνά τον φέρνει σε αντίθεση με τα ήθη και τα έθιμα του χώρου. Και παρότι ασκεί ένα από τα πιο αγχώδη και επισφαλή επαγγέλματα του κόσμου και γνωρίζει ότι η επαγγελματική του επιβίωση δεν εξαρτάται από τον ίδιο αλλά κατά βάση από μια πολυεθνική συντροφιά νεαρών παιδιών, θαμπωμένων από το χρήμα, τη δόξα και την γυναικεία αποδοχή αλλά ταυτόχρονα εύθραυστων και ανασφαλών. Γι’ αυτό και φροντίζει να εμψυχώσει και να στηρίξει τους ποδοσφαιριστές του με κάθε τρόπο και κυρίως με τις εμπνευσμένες ομιλίες του. Εξίσου καλά φαίνεται να τα καταφέρνει με την τακτική, τόσο την ποδοσφαιρική όσο και την εξω-αγωνιστική. Όταν στον πρώτο αγώνα η Λόντον Σίτυ ηττάται με βαρύ σκορ από τον Ολυμπιακό και ενώ η αποστολή της καθηλώνεται στην Αθήνα, προκειμένου οι παίκτες να περάσουν από ανάκριση για το θάνατο μιας κοπέλας, και είναι αδύνατο να γίνει η ρεβάνς στο Λονδίνο, ο Μάνσον κάνει την ευφυή επιλογή να εκμεταλλευθεί την ιστορική αντιπαλότητα Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού και να δηλώσει ως έδρα το γήπεδο του τελευταίου, όπου και παίρνει θριαμβευτική ρεβάνς, ενώ ταυτόχρονα στηρίζεται στα αισθήματα πράσινων οπαδών (και ενός κόκκινου) για να βρει πολύτιμη βοήθεια στην αστυνομική του έρευνα.


  Δίπλα στον βασικό ήρωα ο Κερ, δεξιοτέχνης της πλοκής, αναπτύσσει μια σειρά από δευτερεύοντες χαρακτήρες, του Ουκρανού ιδιοκτήτη της Λόντον Σίτυ, ενός κυνικού ολιγάρχη, στου οποίου το πολυτελές γιωτ με το κιτς όνομα «Lady Ruslana» κλείνονται συμφωνίες με το ελληνικό κράτος για το ξεπούλημα νησιών και τη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών, του ναρκισσευόμενου νεαρού Αφρικανού ποδοσφαιριστή, που ο Μάνσον δεν διστάζει να τον βουτήξει στη θάλασσα της Σαλαμίνας για να του διδάξει τί σημαίνει συλλογική μάχη και αλληλεγγύη, της ρωσίδας γλύπτριας με τη βαθειά καλλιτεχνική παιδεία, που ζει στην Ελλάδα και με την έξαρση της οικονομικής κρίσης αναγκάζεται να καταφύγει στην πορνεία και πολλών ακόμα.


  Η μετάφραση του Γιώργου Μαραγκού είναι και στα δύο βιβλία εξαιρετική και περιμένω με ανυπομονησία τον επόμενο γύρο των κατορθωμάτων του Σκοτ Μάνσον στα ελληνικά.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

Όχι μετά Χριστόν προφήτες

Καθώς κάθε τετραετία αναζωπυρώνεται η συζήτηση για το οικονομικό και
περιβαλλοντικό κόστος των Ολυμπιακών Αγώνων ενώ στην Ελλάδα διαρκώς πληθαίνουν οι πρώην φανατικοί υπέρμαχοι, που εκ των υστέρων ξιφουλκούν εναντίον της διοργάνωσης του 2004, έχει σίγουρα σημασία να θυμόμαστε τις διάσπαρτες, μικρές αλλά μαχητικές, κοινωνικές αντιστάσεις ενάντια στην Ολυμπιάδα.
Η ανακοίνωση του Δικτύου Οικολογικής Δράσης Ιωαννίνων μοιράστηκε, σε εμφανώς εχθρικό κλίμα, τον Μάϊο του 2000 στην κεντρική πλατεία της πόλης, κατά την περιφορά της Ολυμπιακής φλόγας ανά την επικράτεια ενόψει των αγώνων του Σίδνεϋ, σε μια περίοδο που είχαν εκφραστεί αμφιβολίες για την ικανότητα της Ελλάδας.
 

ΝΑ  ΜΑΤΑΙΩΘΕΙ  Η  ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ  ΤΟΥ  2004  !
 
Η πομπώδης ανά την επικράτεια περιφορά της Ολυμπιακής φλόγας ενόψει των Ολυμπιακών του Σίδνεϋ συμπίπτει χρονικά με την αναζωπύρωση του δημόσιου ενδιαφέροντος για την Ολυμπιάδα του 2004, ύστερα από τις γνωστές δηλώσεις του Προέδρου της ΔΟΕ κ. Σάμαρανκ ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει στην προετοιμασία των αγώνων.
Είναι φανερό πως οι δηλώσεις αυτές, εάν δεν έγιναν επί τούτου, αξιοποιούνται κατάλληλα από την κυβέρνηση, τα διαπλεγμένα μέσα ενημέρωσης και τα κατασκευαστικά τραστ, προκειμένου να δημιουργηθεί κατάσταση "εθνικής" έκτακτης ανάγκης και να εφαρμοστούν, χωρίς αντιδράσεις, συνοπτικές και αδιαφανείς διαδικασίες για την ανάθεση και κατασκευή των έργων.
            Ωστόσο, τα δυόμισι χρόνια που πέρασαν από την ανάθεση των Αγώνων στην Αθήνα, παρέχουν επαρκή δείγματα γραφής για τα περιβαλλοντικά και οικονομικά ερείπια, που θ' αφήσει πίσω του το μεγάλο φαγοπότι του 2004 και έχουν ήδη δικαιώσει τη μειοψηφία, που αντιτάχθηκε τότε στη διοργάνωση (χωρίς δυστυχώς τη βοήθεια των ηγεσιών του ΚΚΕ και του Συνασπισμού).
Αυτή την ενοχλητική συζήτηση η ελληνική αστική τάξη θέλει να τη σταματήσει και γι' αυτό επιδιώκει να καλλιεργήσει κλίμα "εθνικής ομοψυχίας" για το 2004, που θα αποκλείει κάθε αντίλογο και θα στιγματίζει όσους επιμένουν να αντιδρούν ή απλώς να θέτουν ερωτήματα. Το ίδιο κλίμα εξάλλου τροφοδοτούν τόσο η επιλογή της κ. Δασκαλάκη ως Προέδρου της Οργανωτικής Επιτροπής με την ομόθυμη στήριξη της Ν.Δ. όσο και οι διάφορες, χαζοχαρούμενες κατά τα άλλα, εκδηλώσεις, που διοργανώνουν Δήμοι, κατά μήκος της διαδρομής της φλόγας.
            Ένας από αυτούς και ο Δήμος Ιωαννιτών, που δεν παραλείπει να συνδέσει την εκδήλωσή του με το αίτημα για τη διοργάνωση των κωπηλατικών αγωνισμάτων της Ολυμπιάδας του 2004 στη λίμνη Παμβώτιδα. Πρόκειται όχι μόνο για υποκριτική δημαγωγία (αφού είναι γνωστό ότι τους Ολυμπιακούς αγώνες διοργανώνουν πόλεις και όχι χώρες) αλλά για πρωτοφανή ανευθυνότητα απέναντι στην Παμβώτιδα. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι το υπό διαρκή ταλαιπωρία οικοσύστημα της λίμνης δεν αντέχει τη γιγαντιαία διοργάνωση με εκατοντάδες αθλητές, μηχανοκίνητα σκάφη συνοδείας, χιλιάδες διαπιστευμένους και θεατές, τόνους από σκουπίδια κλπ. Είναι εξάλλου συνήθης πρακτική να κατασκευάζονται τεχνητοί στίβοι κωπηλασίας, κλειστοί και από τις 4 πλευρές, και πάντως σε ικανή απόσταση από αστικά κέντρα (στο Σίδνεϋ λ.χ. διατέθηκε έρημη έκταση χιλιάδων στρεμμάτων)
            ¨Οσο αφορά εμάς, εξακολουθούμε να είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι στη διοργάνωση των αγώνων του 2004 επειδή α) είναι βέβαιο ότι το οικονομικό ισοζύγιο θα είναι αρνητικό και οι Έλληνες πολίτες θα κληθούν να πληρώσουν τη σπατάλη μιάς εφήμερης γιορτής, από την οποία θα πλουτίσουν οργανωμένα συμφέροντα  και ολιγάριθμες ομάδες
β) η διασπάθιση του δημόσιου χρήματος θα ανατρέψει τα ήδη προβληματικά σχέδια περιφερειακής ανάπτυξης της χώρας και θα επηρεάσει το συσχετισμό των επενδύσεων υπέρ της Αθήνας
            γ) θα επιταθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος στην Αττική με την οικοπεδοποίηση δασών, την τσιμεντοποίηση της παραλίας και την καταστροφή του Σχοινιά
            δ) αντί των κοινωνικά χρήσιμων χώρων άθλησης σ' όλη την Ελλάδα θα κατασκευαστούν τεράστιες εγκαταστάσεις για παθητικούς θεατές μόνο στην Αθήνα - πολλές απ' αυτές αχρείαστες μετά από τη λήξη των Αγώνων
            ε) οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες ελάχιστη σχέση έχουν με το περιβόητο "Ολυμπιακό πνεύμα" αλλά αντίθετα αποτελούν μια στυγνή οικονομική επιχείρηση υπό τον έλεγχο της ΔΟΕ, που συναλλάσσεται με διάφορες πολυεθνικές
            στ) ο εμπορικός πρωταθλητισμός δεν βασίζεται τόσο στο ατομικό ταλέντο των αθλητών όσο στην αθλητική υποδομή, την εξαντλητική προπόνηση και το οικονομικό και χημικό ντοπάρισμα, των Ελλήνων αθλητών εννοείται μη εξαιρουμένων
            ζ) ο ανταγωνισμός των κρατών για περισσότερα μετάλλια παίρνει τη μορφή συμβολικής σύγκρουσης για "εθνική υπερηφάνεια" και εκτρέφει τον εθνικισμό και ρατσισμό.
            Τις ερχόμενες εβδομάδες θα μας προτρέψουν αρκετές φορές να προσπαθήσουμε, ώστε ν' αποφύγουμε την "εθνική ήττα" της ματαίωσης της Ολυμπιάδας. Εμείς ήττα θεωρούμε την πληρωμή του οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους. Και νίκη την αντίσταση στη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και την καταστροφή του περιβάλλοντος. 
 
Γιάννενα, 11-5-2000
                 ΔΙΚΤΥΟ  ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ  ΔΡΑΣΗΣ  ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

 

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Η 28η Δεκέμβρη του 1944 στη δημόσια μνήμη των Ιωαννίνων


Η επέτειος της επίσημης εισόδου του ΕΛΑΣ στα Γιάννενα, στις 28 του Δεκέμβρη του 1944, είναι σε γενικές γραμμές ξεχασμένη και απωθημένη από τη δημόσια μνήμη της πόλης. Όχι μόνο λόγω της πανελλήνιας ιστορικής λοβοτομής μετά από την επικράτηση της Δεξιάς στον εμφύλιο αλλά και, επιπλέον ίσως, επειδή και για την ηττημένη Αριστερά  των μεταγενέστερων δεκαετιών αυτό καθεαυτό το γεγονός δεν προσφερόταν ως διαπιστευτήριο «εθνικής» αντίστασης, καθώς ο εκδιωχθείς εχθρός δεν ήταν οι Γερμανοί αλλά ο ΕΔΕΣ. Κι’ όμως το εαμικό διάλειμμα των Ιωαννίνων, παρότι βραχύβιο, αφού ύστερα από 47 μέρες υπογράφτηκε η συνθήκη της Βάρκιζας, συνοδεύτηκε από μια μεγάλη έκρηξη λαϊκού ενθουσιασμού και αισιοδοξίας, για την οποία μάλιστα έχουμε την τύχη να διαθέτουμε μια πληρέστατη φωτογραφική τεκμηρίωση.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή : Με τη συμφωνία της Πλάκας, στις 29 Φλεβάρη 1944, καθορίστηκαν τα όρια της δικαιοδοσίας των αντιστασιακών οργανώσεων και η Ήπειρος παραχωρήθηκε στον ΕΔΕΣ, που με την αποχώρηση των Γερμανών μπήκε στα Γιάννενα. Μετά από τα Δεκεμβριανά και τη σταδιακή κλιμάκωση των συγκρούσεων και υπό τον ασφυκτικό έλεγχο από τις βρετανικές δυνάμεις και κυρίως την αεροπορία κάθε μαζικής μετακίνησης στρατιωτικών δυνάμεων στην Αθήνα, ο κύριος όγκος του ΕΛΑΣ στη Βόρεια Ελλάδα αρχίζει να επιδίδεται σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις (διάλυση των τμημάτων του Τσαούς Αντών, αφοπλισμός μικρών βρετανικών αποσπασμάτων και κυρίως επιχειρήσεις στην Ήπειρο). Η επίθεση κατά των δυνάμεων του Ζέρβα σχεδιάζεται από το στρατηγείο στο Μέτσοβο, εκδηλώνεται στις 21 Δεκέμβρη και μέσα σε δύο μέρες έχει πετύχει τους αντικειμενικούς της στόχους «Δεν περιμέναμε τόσο γρήγορη διάλυση του ΕΔΕΣ, υπολογίζαμε τουλάχιστον 10 μέρες για την υπόθεση αυτή», εξομολογείται ο Στρατιωτικός Αρχηγός του ΕΛΑΣ Στέφανος Σαράφης στο βιβλίο του «Ο ΕΛΑΣ» (εκδ. 1946, ανατύπωση 1999 εκδ. «Επικαιρότητα»), που θα αποτελέσει και στη συνέχεια τη βασική πηγή μας για το κλίμα και τα γεγονότα των Ιωαννίνων. Τα υπολείμματα του ΕΔΕΣ διαπεραιώνονται από τους Βρετανούς στην Κέρκυρα, αφού έχουν πρώτα φροντίσει να πάρουν 1.000 πολίτες ομήρους, 600 μόνο από τα Γιάννενα, κι’ ανάμεσά τους όσα στελέχη του ΕΑΜ μπόρεσαν να εντοπίσουν, τα οποία βεβαίως τράβηξαν όχι και λίγα.
Τα ίδια τα Γιάννενα καταλαμβάνονται στις 23 Δεκέμβρη και ένα από τα πρώτα τμήματα, που μπαίνουν στην πόλη, είναι ο λόχος των κοριτσιών της ΙΧ Μεραρχίας ύστερα από τη μάχη στο Μπισδούνι. Η ηγεσία όμως της επιχείρησης με επικεφαλής τον Γενικό Καπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη και τον Σαράφη ξεκινάει από το Μέτσοβο για την πόλη στις 28 του μηνός. Από δω και κάτω η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται από την πένα του στρατηγού Σαράφη : « Χιόνιζε πάντα κ’ έκανε κρύο. Δεν είχαμε ειδοποιήσει κανένα. Στις 4 το απόγεμα μπήκαμε στην πόλη και όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά λόγω της εορτής. Πήγαμε στην πλατεία και ζητήσαμε το μέραρχο στα γραφεία του. Ο κόσμος αντιλήφθηκε την άφιξή μας και σε λίγα λεπτά η πλατεία γέμισε. Μιλήσαμε κ’ εγώ και ο Άρης. Μου έκανε εντύπωση ότι οι εκδηλώσεις του κόσμου ήταν περισσότερο ζωηρές από τις εκδηλώσεις στις εαμικές περιοχές. Μας εξήγησαν ότι αυτοί τώρα κατάλαβαν λευτεριά. Με τα τμήματα του Ζέρβα υπέφεραν, δεν είχαν καμιά ελευθερία, υπήρχε στρατιωτικός νόμος, απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις καθώς και η κυκλοφορία πέραν από ορισμένη ώρα. Ήταν η ίδια κατάσταση που ήταν πρωτήτερα με τους γερμανούς. Ενώ τώρα ήταν απόλυτα ελεύθεροι να κυκλοφορούν όλη νύχτα, να συγκεντρώνονται, να γιορτάζουν και ήταν ενθουσιασμένοι … 


.. Τις μέρες των Χριστουγέννων δεν έμεινε κανένας αντάρτης στο στρατώνα. Οι γιαννιώτες, παρ’ όλη τη δυστυχία τους και τη στενοχώρια τους για τους ομήρους, πήραν τους αντάρτες στα σπίτια τους και τους φιλοξένησαν. Αν δεν εύρισκαν αντάρτες να φιλοξενήσουν, γιατί η μεγαλύτερη δύναμη κινούνταν προς καταδίωξη του Ζέρβα, στενοχωρούνταν … Με τον Άρη επιθεωρήσαμε τα δύο νοσοκομεία που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη και νοσηλεύονταν οι τραυματίες μας και μερικοί του Ζέρβα. Μείναμε ευχαριστημένοι από τη δουλειά του προσωπικού. Ευχαριστημένοι επίσης ήταν και οι τραυματίες. Οι κάτοικοι της πόλης βοηθούσαν με κάθε μέσο σε ιματισμό και τρόφιμα. Τα κομοδίνα των τραυματιών ήταν γεμάτα φρούτα και γλυκίσματα».
Ας προσθέσω και ένα μικρό απόσπασμα από την επίσκεψη, στις 30 του Δεκέμβρη, των δύο επικεφαλής στην Πρέβεζα, όπου προ τριμήνου ο ΕΔΕΣ είχε προχωρήσει σε εκτελέσεις Εαμιτών : «Όλος ο κόσμος, τόσο εκεί όσο και στις πόλεις και τα χωριά, ζητούσε εκδίκηση και να συλληφθούν όλοι οι εδεσίτες για ν’ ανταλλαγούν με τους ομήρους. Δηλώσαμε κατηγορηματικά πως δε θα κάνουμε τέτοιο πράγμα και διατάξαμε να αφεθούν ελεύθεροι όσοι είχαν συλληφθεί και δε βαρύνονταν με εγκληματικές πράξεις. Εμείς σαν αντιπρόσωποι λαϊκού κινήματος δε μπορούσαμε ν’ αντιγράψουμε τους άλλους αλλά έπρεπε να διαφωτίσουμε το λαό και να πείσουμε και τους αντίθετους για το δίκαιο αγώνα μας».
 Από τον παππού μου, αν και συμμετείχε στην εαμική Εθνική Αλληλεγγύη, δεν θυμάμαι καμιά αφήγηση για την περίοδο εκείνη ούτε και έτυχε να ακούσω το παραμικρό στις πολλές ομιλίες για την ιστορία της πόλης. Τα Γιάννενα όμως είχαν την τύχη να διαθέτουν ένα φωτογράφο της αξίας του Κώστα Μπαλάφα. Η σύντομη εαμική άνθιση, όπως και άλλες σημαντικές στιγμές της ιστορίας της πόλης, αποτυπώθηκε από τον φακό του «φωτογράφου της Αντίστασης» και περιλαμβάνεται στο λεύκωμά του «Το αντάρτικο στην Ήπειρο» (εκδ. του ιδίου, Γιάννενα 1991). Ο Μπαλάφας συμπεριλαμβάνει 44 φωτογραφίες από τις μέρες εκείνες, φωτογραφίες ανταρτών και ανταρτισσών, απλών πολιτών, συγκεντρωμένου πλήθους και ομιλητών όπως ο Μιχάλης Τσιάντης, ο Δήμαρχος Πέτρος Αποστολίδης και άλλοι, κυριολεκτικά αιχμαλωτίζει την Ιστορία «εν τω γίγνεσθαι» και καταφέρνει να αποδώσει μια ατμόσφαιρα συλλογικού ενθουσιασμού και ελπίδας.
Είναι επίσης πολύ ενδιαφέρον ότι η αρχιτεκτονική όψη, που διασώζουν οι φωτογραφίες του Μπαλάφα, διατηρείται σε αρκετές περιπτώσεις η ίδια και σήμερα. Ιδιαίτερα η κλασική φωτογραφία με τον Άρη και το Σαράφη έφιππους στην κεντρική πλατεία της πόλης μοιάζει σα να τραβήχτηκε μόλις χτες ή, όπως παρατήρησε κάποιος φίλος, «μου φαίνεται ότι θα πάμε για καφέ στο Διεθνές και θα βρούμε μπροστά μας τον Άρη με το Σαράφη». Το ίδιο και το ξενοδοχείο Ακροπόλ, το Βρετάνια, το σημερινό Δημαρχείο και η Μητρόπολη.
Είναι καιρός αυτή η καταπληκτική φωτογραφική τεκμηρίωση να συνδυαστεί με μια πλήρη ιστορική αποτίμηση της περιόδου και η ξεχασμένη επέτειος να βρει τη θέση της στη δημόσια ιστορία και μνήμη των Ιωαννίνων. Και πιστεύω ότι η ανάδυση των ξεχασμένων και αποσιωποιημένων σελίδων δεν είναι έργο μόνο των ιστορικών μα και των πολιτών, όχι κατ’ ανάγκη μόνο των αριστερών, η συλλογική ενεργοποίηση και συμβολή των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κοινωνική ιστορία της πόλης.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Τα αποσυρθέντα βιβλία

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΧΑΡΗ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ "Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858 - 2008"
εκδ. "Αλεξάνδρεια"



  Σπεύδω εξαρχής να εστιάσω στο πιο εντυπωσιακό κατά τη γνώμη μου εύρημα της έρευνας του συγγραφέα, παρόλο που δεν αφορά το βασικό του αντικείμενο, τα σχολικά εγχειρίδια που αποσύρθηκαν σχεδόν άμεσα υπό το βάρος πολιτικών πιέσεων, αλλά ένα αναγνωστικό που διδασκόταν χωρίς πρόβλημα επί 40 χρόνια, από το 1862 μέχρι το 1901, στους μαθητές των ελληνικών δημοτικών σχολείων και του Βασιλείου της Ελλάδας αλλά και της διασποράς. Το βιβλίο αυτό σκόπιμα το παραθέτει και το αναλύει αντιστικτικά ο συγγραφέας, γιατί επαληθεύει το βασικό ερμηνευτικό του σχήμα για τα αποσυρθέντα βιβλία.
Το βιβλίο είναι ο «Γεροστάθης» του Λέοντα Μελά, ενός διακεκριμένου μέλους της ελληνικής διανόησης στα χρόνια του Όθωνα, Καθηγητή Ποινικού Δικαίου και εισηγητή του Συντάγματος του 1844, αφού προηγουμένως είχε πάρει ενεργό μέρος στην εξέγερση του Σεπτέμβρη του 1843. Υπόψη ότι ο Λέων Μελάς έγραψε τον «Γεροστάθη» πολύ αργότερα, αφού είχε αποσυρθεί από το δημόσιο βίο και είχε μετακομίσει στη Μασσαλία. Ο χώρος και ο χρόνος της δράσης του βιβλίου είναι μια μικρή κωμόπολη κοντά στα Γιάννενα, θα μπορούσε λ.χ. να είναι η Ζίτσα, στη διάρκεια των χρόνων 1819 και 1820, στα τελευταία δηλαδή χρόνια της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Η δομή του βιβλίου αποτελείται από καθημερινές ιστορίες, που αφηγείται ο ίδιος ο Γεροστάθης σε μαθητές του Δημοτικού Σχολείου με στόχο τη διαπαιδαγώγησή τους και τις αντλεί κυρίως από την αρχαία ελληνική Ιστορία.
Με τα σημερινά δεδομένα είναι ειλικρινά απίστευτο, τί διδάσκονταν οι μαθητές της παλιάς Ελλάδας, που υπενθυμίζω ότι έφτανε μέχρι τον Άραχθο και τον Πηνειό, για την σχέση της αρχαίας Μακεδονίας με τις ελληνικές πόλεις. Αν έγραφε τα ίδια ένα σημερινό σχολικό βιβλίο, θα είχε αναμφίβολα καεί στην πυρά μαζί με τον συγγραφέα του. Και για να μη σας κρατάω σε αγωνία, σας διαβάζω το σχετικό απόσπασμα της πρώτης έκδοσης του «Γεροστάθη» : «Εις την μάχην της Χαιρωνείας ετάφη ζώσα η αυτονομία της Ελλάδος και αυτή ταπεινωθείσα κατέστη Μακεδονική επαρχία». Δηλαδή η σχολική Ιστορία, που ασφαλώς αντανακλούσε την επίσημη κρατική άποψη της εποχής, θεωρούσε τους Μακεδόνες κατακτητές όπως και τους Ρωμαίους και σε κάθε περίπτωση όχι Έλληνες. Βλέπετε δεν είχε αρχίσει ακόμα η διεκδίκηση της Οθωμανικής Μακεδονίας από το Ελληνικό Βασίλειο ούτε είχε επικρατήσει το ιστορικό σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, για το οποίο θα μιλήσουμε και στη συνέχεια.
Στο εύρημα του Αθανασιάδη προσθέτω ότι, όπως έχει τεκμηριώσει η ιστορική έρευνα (ενδεικτικά http://www.iospress.gr/ios2005/ios20050605.htm), αρχικά η ελληνική προπαγάνδα προς τη σλαβόφωνη πλειοψηφία της Οθωμανικής Μακεδονίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει το γλωσσικό πλεονέκτημα της αντίπαλης βουλγαρικής, είχε συμπυκνωθεί στη γραμμή «Εσείς δεν είστε Βούλγαροι, είστε κάτι άλλο, είστε Μακεδόνες»! Δηλαδή, όσο κατασκευασμένη είναι η επίσημη Ιστορία της γειτονικής μας Δημοκρατίας, και μάλιστα με την ελληνική συμβολή στα πρώϊμα στάδια, άλλο τόσο είναι και η ελληνική. Προσέξτε, δεν αναφέρομαι στην ουσία του προβλήματος, για την οποία ο καθένας μπορεί να έχει την άποψή του, αναφέρομαι σ’ αυτό που ονομάζεται «ιδεολογική χρήση της Ιστορίας» ανάλογα με τις εποχές και τις επιδιώξεις του εκάστοτε παρόντος. Το προφανές πολιτικό συμπέρασμα βεβαίως είναι ότι, αν η ελληνική κοινωνία ήταν λίγο περισσότερο υποψιασμένη, λίγο περισσότερο κοινωνός των δεδομένων της ιστορικής έρευνας, ίσως να ήταν και πολιτικά πιο ψύχραιμη, λιγότερο απόλυτη, λιγότερο πρόθυμη να παραδοθεί στην εθνικιστική δημαγωγία.
Αυτή είναι μια βασική χρησιμότητα του βιβλίου του Χάρη Αθανασιάδη. Όπως και ο ίδιος επισημαίνει, ενώ στο επίπεδο της ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας οι Έλληνες ιστορικοί τις τελευταίες δεκαετίες έχουν κάνει άλματα στην ανασύνθεση του παρελθόντος με νέους όρους  και εργαλεία, η δημόσια Ιστορία, δηλ. οι κυρίαρχες αφηγήσεις για το παρελθόν, και, κάτω από το βάρος της δημόσιας, και η σχολική Ιστορία αδυνατούν να αφομοιώσουν τις κατακτήσεις αυτές, γιατί προσκρούουν σε λογικές και νοοτροπίες παγιωμένες επί δεκαετίες και στους πολίτες αλλά κυρίως στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, που διαμορφώνουν τις νοοτροπίες. Όπως το είχε θέσει με ακρίβεια και ο προσωπικός σύμβουλος του πρώην Πρωθυπουργού Α. Σαμαρά και πάλαι ποτέ αριστερός Χρύσανθος Λαζαρίδης «στα πανεπιστήμια η έρευνα της Ιστορίας έχει στόχο την ανακάλυψη της αλήθειας, στα σχολεία όμως η διδασκαλία της έχει άλλο στόχο : να δημιουργήσει φρόνημα». Φρόνημα εναντίον αλήθειας λοιπόν. Κι ας έχει πει ο Διονύσιος Σολωμός, ένας κατ’ εξοχήν εκφραστής της εθνικής ιδέας πως «εθνικό είναι ό,τι είναι αληθινό» - ας υπενθυμίσω ότι και ένας κορυφαίος μαρξιστής διανοητής, ο Γκράμσι, τον οποίο θα θυμηθούμε και στη συνέχεια, έχει υποστηρίξει ότι «η αλήθεια είναι πάντα επαναστατική».
Και πώς διαμορφώνεται λοιπόν το εθνικό φρόνημα ; Κατά πρώτο και κύριο λόγο με τη θεωρία του Παπαρρηγόπουλου, το ιστορικό σχήμα της αδιάσπαστης και ηρωϊκής συνέχειας του ελληνικού έθνους επί 3.000 χρόνια και της άρνησης σύνδεσης του εθνικού φαινομένου με την άνοδο της αστικής τάξης. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι ο ίδιος ο Παπαρρηγόπουλος είχε απόλυτη συνείδηση του χαρακτήρα του εγχειρήματός του και το 1886 γράφει ότι «τα έθνη δημιουργούσι την Ιστορίαν ουχί η Ιστορία τα έθνη». Φυσικά, εκτός από τη βασική θεωρία το φρόνημα απαιτεί και τα απαραίτητα συμπληρώματα, την ενότητα Ελληνισμού & Ορθοδοξίας, το σχήμα «Πατρίς – Θρησκεία – οικογένεια» κλπ.
Επιστρέφω για λίγο στον «Γεροστάθη», για να επισημάνω ότι ο ίδιος ο συγγραφέας του ήδη «είχε βάλει νερό στο κρασί του», λ.χ. ενώ αντιμετώπιζε τον Φίλιππο ως μη Έλληνα, ο γυιός του ο Αλέξανδρος αίφνης παρουσιαζόταν ως ο αρχηγός των Ελλήνων. Με τη σταδιακή ωστόσο επικράτηση της θεωρίας του Παπαρρηγόπουλου στη δημόσια ιστορία, ο Λέων Μελάς έκανε και ορισμένες άλλες προσθήκες, ώστε να καλυφθούν τα κενά της «συνέχειας». Βεβαίως εξακολούθησε να απουσιάζει από το βιβλίο ο ρόλος της εκκλησίας, τα κρυφά σχολειά κλπ. – θυμίζω ότι το βιβλίο γράφτηκε πριν από την αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ ελληνικού κράτους και ελλαδικής εκκλησίας. Ο «Γεροστάθης», μεταγλωττισμένος στη δημοτική αλλά και ιδεολογικά «διορθωμένος», συνέχισε να κυκλοφορεί ως τις μέρες μας, έχω μάλιστα μαζί μου την έκδοση του 1951 και πιστεύω ότι θα παρουσίαζε ενδιαφέρον για τον Αθανασιάδη η σύγκρισή της με τις εκδόσεις του 19ου αιώνα.
Συνεχίζω με το κύριο αντικείμενο του βιβλίου, τα 4 διδακτικά βιβλία, που αποσύρθηκαν από τα σχολεία, αφού προκάλεσαν έντονες εκπαιδευτικές και κυρίως πολιτικές διαμάχες. Θα τα παρουσιάσω με χρονολογική σειρά και όχι με την αντίστροφη σειρά του συγγραφέα, καθώς εκκινεί από την επικαιρότητα, από την πρόσφατη διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας, σχηματικά το βιβλίο «Ρεπούση», και πηγαίνει ψάχνοντας προς τα πίσω, μας μπάζει δηλαδή στην «κουζίνα του ιστορικού», στον τρόπο με τον οποίο δέχτηκε το πρώτο ερέθισμα και στη συνέχεια μαγείρεψε, οργάνωσε δηλ. και συστηματοποίησε την έρευνά του.
Τα αποσυρθέντα βιβλία κατά χρονολογική σειρά είναι :
- Τα «Ψηλά Βουνά», το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού, που γράφτηκε από τον λογοτέχνη Ζαχαρία Παπαντωνίου και αφηγούταν τα συλλογικά βιώματα μιάς ομάδας παιδιών της πόλης, που είχαν πάει κατασκήνωση στο βουνό. Επρόκειτο για το αναγνωστικό - σύμβολο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης Βενιζέλου στο γλωσσικό και στο παιδαγωγικό και στο ιδεολογικό επίπεδο, κυκλοφόρησε στα σχολεία τον Ιανουάριο του 1919, ύστερα από την επίθεση που δέχτηκε, τροποποιήθηκε σε κάποια κρίσιμα σημεία τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και αποσύρθηκε οριστικά το Νοέμβριο του 1920. Η έντονη πολεμική εναντίον του το χαρακτήρισε «μπολσεβικικό» και «άθεο», επειδή δεν δίδασκε στους μαθητές ούτε πατρίδα ούτε θρησκεία ούτε οικογένεια. Σήμερα ίσως αυτή η πολεμική να μας φαίνεται ανόητη και ξεπερασμένη, ακούω μάλιστα καθημερινά στην τηλεόραση τη διαφήμιση μιας θεατρικής παράστασης, που έχει διασκευάσει το βιβλίο, και το παρουσιάζει ως «το βιβλίο που αγαπήθηκε από όλους τους Έλληνες», η αλήθεια όμως είναι ότι στην εποχή του μισήθηκε από ένα μεγάλο κομμάτι εξίσου πολύ, όπως εξάλλου και οι υπόλοιπες προσπάθειες εκπαιδευτικής τομής.
- Το δεύτερο βιβλίο είναι το εγχειρίδιο για τους μαθητές της Β΄Γυμνασίου με τίτλο «Ρωμαϊκή και Μεσαιωνική Ιστορία», που έγραψε ο φιλόλογος Κώστας Καλοκαιρινός στα πλαίσια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, διανεμήθηκε στα σχολεία τον Σεπτέμβριο του 1965 και αποσύρθηκε δύο μήνες αργότερα. Στην περίπτωση αυτή η διαμάχη εστιάσθηκε στο ότι ο συγγραφέας προσπάθησε να υπονομεύσει «έμμεσα» τη συνέχεια του Ελληνισμού, αντιμετώπισε με θετικό τρόπο τους προαιώνιους εχθρούς του και κυρίως τους βαλκάνιους γείτονες, όπως το μεσαιωνικό σερβικό κράτος του Στέφανου Ντουσάν και το βουλγαρικό βασίλειο και κυρίως υπονόμευσε την ενότητα του έθνους, επειδή εισήγαγε το μαρξιστικό σχήμα της «πάλης των τάξεων» στην ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα μεγάλο μέρος της επίθεσης αφιερώθηκε στη χρήση του όρου «ρωμαϊκή», αντί «βυζαντινής», στον τίτλο, θεωρώντας άνευ σημασίας βεβαίως ότι στην εποχή τους οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους τον τίτλο «Ρωμαίοι».
- Το τρίτο βιβλίο είναι η «Ιστορία του νεότερου και σύγχρονου κόσμου», που συνέγραψε, ως εγχειρίδιο για την Γ΄ Λυκείου, ομάδα 12 ιστορικών υπό την εποπτεία του Πανεπιστημιακού Γιώργου Κόκκινου και συμπεριλάμβανε αρκετές καινοτομίες συμβατές με τις σύγχρονες ιστορικές τάσεις (σύνδεση της ελληνικής Ιστορίας με την ευρύτερη ευρωπαϊκή, άνοιγμα στην Κοινωνική Ιστορία και την Ιστορία των Ιδεών). Το βιβλίο είχε εγκριθεί από το 1999, είχε μόλις τυπωθεί τον Απρίλιο του 2002, επρόκειτο να διανεμηθεί στα σχολεία τον Σεπτέμβριο, αυτή όμως η διανομή δεν έγινε ποτέ, καθώς ο τότε Υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Σημίτη, ο Πέτρος Ευθυμίου, διέταξε την απόσυρση του βιβλίου και μάλιστα τηλεφωνικά από την Κίνα, όπου βρισκόταν για επίσημη επίσκεψη. Η αιτία της σπουδής του Υπουργού ήταν η έκφραση δυσαρέσκειας από τον Κύπριο συνάδελφό του επειδή στο εγχειρίδιο αναγραφόταν ότι «η ΕΟΚΑ του Στρατηγού Γρίβα πρόβαλλε έναν κοινωνικά υπερσυντηρητικό εθνικισμό». Η «δυσαρέσκεια» αυτή διαπέρασε και το δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα, που επακολούθησε με ένταση για το βιβλίο, οι επικριτές του επικέντρωσαν τα βέλη τους στο ότι δυσφημείται το «αντιστασιακό πνεύμα» του ελληνικού έθνους ενώ δεν έλειψαν και οι συσχετισμοί με το υπό εκκόλαψη τότε Σχέδιο Ανάν. Βεβαίως, όπως εκτιμάει και ο Χάρης, υπήρχαν και άλλα «ολισθηρά» σημεία, όπως η χρήση του όρου «δωσίλογοι» για πρώτη φορά σε ελληνικό σχολικό βιβλίο, που μάλλον βάρυναν στην τελική απόφαση του Υπουργού.
- Και τέλος το πιο πρόσφατο κρούσμα αφορά το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄Δημοτικού «Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια», το γνωστό και ως «βιβλίο Ρεπούση», αν και στην πραγματικότητα η Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μαρία Ρεπούση ήταν η συντονίστρια μιας 4μελούς ομάδας ιστορικών, το πόνημα των οποίων είχε προκριθεί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, τον αρμόδιο κρατικό φορέα για την επιλογή των σχολικών βιβλίων, ύστερα από προκήρυξη που έγινε το 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη. Το βιβλίο διανεμήθηκε το 2006, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, και αποσύρθηκε αμέσως μετά από τις εκλογές του 2007 από την ίδια κυβέρνηση, αφού προηγουμένως είχε προκαλέσει την πολιτική καταβαράθρωση και της ίδιας της Υπουργού Παιδείας Μαριέττας Γιαννάκου αλλά και την εκτόξευση του κόμματος ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη στο πολιτικό προσκήνιο. Ουδείς εκ των πολεμίων ασχολήθηκε με τις παιδαγωγικές καινοτομίες του βιβλίου, δηλ. τη συγκριτική παράθεση ενός σύντομου ιστορικού πλαισίου και πολλών και διαφορετικών πηγών, αλλά αφιέρωσαν όλη την προσπάθειά τους εναντίον του βιβλίου σε 3 βασικά σημεία α) ότι περιορίζει σε όγκο την εξιστόρηση των ηρωϊκών στιγμών του ελληνισμού από τη μια και από την άλλη αποκρύπτει τις διώξεις και τα βάσανα που υπέστη (με κορυφαίο ασφαλώς παράδειγμα τον περιβόητο «συνωστισμό στο λιμάνι της Σμύρνης»), δηλ. αφήνει αναξιοποίητα τα πιο χρήσιμα εργαλεία για την εθνική συσπείρωση, τη «δόξα» και το «πένθος», όπως επισημαίνει ο συγγραφέας β) ότι αποδομεί τη σχέση ελληνισμού και ορθοδοξίας, αγνοώντας λ.χ. το «Κρυφό Σχολειό», το οποίο παρεμπιπτόντως έχει τεκμηριωθεί, από τον Άλκη Αγγέλου και άλλους, ότι δεν υπήρξε ποτέ, και βεβαίως γ) ότι υπονομεύει την εθνική ταυτότητα, την ιδιοπροσωπία και το αντιστασιακό πνεύμα του ελληνικού έθνους και ευθυγραμμίζεται με τη «νέα τάξη» και την «παγκοσμιοποίηση».
Θέλω να σταθώ λίγο περισσότερο σ’ αυτή την τελευταία διαμάχη, μιας και είναι ακόμα νωπή στη μνήμη μας, και να προσθέσω δύο ακόμη επισημάνσεις του συγγραφέα : Η πρώτη είναι ότι η πνευματική ιδιοκτησία της έκφρασης «συνωστισμός» δεν ανήκει στην ομάδα Ρεπούση. Πρόκειται για αυτούσια μεταφορά από το βιβλίο του Ρίτσαρντ Κλογκ «Συνοπτική Ιστορία της Ελλάδας 1770 – 1990», το οποίο ουδέποτε προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όταν κυκλοφόρησε το 1995 στην Ελλάδα. Και εάν η έκφραση αυτή συνιστούσε υποτίμηση της βίας, που υπέστη ο ελληνικός πληθυσμός της Σμύρνης, που όντως συνιστούσε, θα είχε άραγε πιθανότητα να γίνει δεκτό ένα εγχειρίδιο, που θα αποκαθιστούσε μεν αυτή τη διάσταση δεν θα παρέλειπε όμως να αναφερθεί στις ανάλογες βιαιότητες, που διέπραξε ο ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία ;
Ακόμα όμως και αν οι επικρίσεις βρήκαν ερείσματα στο περιεχόμενο του βιβλίου, παρατηρεί ο Αθανασιάδης, η ένταση της πολεμικής ήταν ασύμμετρα έντονη και δεν μπορούσε να αφορά το παρελθόν αλλά το παρόν. Πράγματι, οι συσχετισμοί που έκαναν οι αντίπαλοι του βιβλίου με την εξωτερική πολιτική της χώρας, με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και με την προσπάθεια αποδόμησης των εθνικών ταυτοτήτων χάριν της αμερικανικής ηγεμονίας πείθουν ότι το βιβλίο δεν πολεμήθηκε τόσο το περιεχόμενό του αλλά για το συνωμοτικό σχέδιο, που θεωρήθηκε ότι υπηρετεί.
Η τρίτη επισήμανση είναι δική μου : Είχα και εξακολουθώ να έχω πολλές αντιρρήσεις για τις τοποθετήσεις της κ. Ρεπούση, όπως και πολλών άλλων, στη διαμάχη της τελευταίας 5ετίας για τα ελληνικά Πανεπιστήμια. Όμως ο δημόσιος επικριτικός λόγος εναντίον της σχεδόν ποτέ δεν εστίασε στις τοποθετήσεις αυτές αλλά στο «ανθελληνικό» βιβλίο. Θεωρώ επομένως ζήτημα στοιχειώδους εντιμότητας, όταν κάποιος χρησιμοποιεί υποτιμητικά το όνομα «Ρεπούση», παράλληλα να εξηγεί τί ακριβώς της καταλογίζει.
Συνοψίζοντας όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, η βασική ερμηνευτική θέση του Αθανασιάδη, την οποία και υποστηρίζει κατά την άποψή μου πειστικά, είναι ότι το σχήμα του Παπαρρηγόπουλου, δηλ. για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους το σχήμα της εθνικιστικής αντίληψης για την ελληνική Ιστορία, από το 1894, οπότε και επικράτησε στην εκπαίδευση, μέχρι και σήμερα αποτελεί τον ιερό κανόνα της σχολικής Ιστορίας. Κάθε απόκλιση από τον κανόνα αυτό, μικρή ή μεγάλη, οδήγησε τους τολμηρούς συγγραφείς σε ναρκοπέδιο, προκάλεσε την έντονη αντίδραση του ελληνικού εθνικισμού, γέννησε ανελέητους συμβολικούς πολέμους, που όλοι ανεξαιρέτως είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, τη συντριπτική ήττα των αναθεωρητικών εγχειρημάτων. Ασφαλώς κάθε διαμάχη έχει τις δικές της ιδιομορφίες ανάλογα με την περίοδο, στην οποία εκτυλίχθηκε, εμφανίζει και διάφορα συμπληρωματικά επίδικα (λ.χ. στις δύο πρώτες περιπτώσεις απόσυρσης, εκτός από το εθνικό, υπήρχε η παράλληλη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα, που έθεσαν οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις), παρουσιάζει μετακινήσεις των στρατοπέδων, όμως η κυρίαρχη αντίθεση, αυτή η οποία και έκρινε τελικά την έκβαση ΟΛΩΝ αυτών των αντιπαραθέσεων, ήταν η παρέκκλιση από τον βαθειά ενσωματωμένο και παγιωμένο κανόνα του Παπαρρηγόπουλου.
Πέρα όμως από το κεντρικό διακύβευμα, τίθεται το ερώτημα αν εντοπίζονται και άλλα κοινά σημεία σ’ αυτές τις διαμάχες. Ίσως να είναι κάπως αυθαίρετο να υποστηρίξουμε μια τυπολογία της απόσυρσης σχολικών εγχειριδίων στη νεότερη Ελλάδα, οι αναλογίες ωστόσο μεταξύ των περιπτώσεων, που έχει μελετήσει ο συγγραφέας, είναι αρκετές και σημαντικές :
Το πρώτο σημείο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι οι πολιτικές συγκυρίες της κυκλοφορίας των αποσυρθέντων βιβλίων. Ενώ κατά κανόνα αποφασίστηκαν, ανατέθηκαν και γράφτηκαν σε περιόδους πολιτικών τομών, όταν τα εκπαιδευτικά διακυβεύματα συναντήθηκαν με γενικότερα προοδευτικά πολιτικά αιτήματα (υπενθυμίζω τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, που επιχείρησαν οι κυβερνήσεις Βενιζέλου και Γ. Παπανδρέου, και τα οπωσδήποτε πιο περιορισμένα ανοίγματα της κυβέρνησης Σημίτη λ.χ. στο ζήτημα των ταυτοτήτων), στην πραγματικότητα διανεμήθηκαν ή εκτυπώθηκαν για διανομή στα σχολεία υπό διαφορετικό κυβερνητικό καθεστώς (από φιλοβασιλική κυβέρνηση τα «Ψηλά Βουνά», από κυβέρνηση αποστατών το βιβλίο του Καλοκαιρινού, από την ίδια κυβέρνηση Σημίτη αλλά με διαφορετικό Υπουργό Παιδείας η Ιστορία του Κόκκινου και από κυβέρνηση ΝΔ το βιβλίο της Ρεπούση). Συνεπώς ένα πρώτο κοινό στοιχείο που αναδεικνύεται, είναι οι επελθούσες στο μεταξύ αλλαγές των πολιτικών συσχετισμών, ως ένα βαθμό και ως αποτέλεσμα αυτής καθεαυτής της διαμάχης για τα βιβλία, και η αντίστοιχη επιδείνωση του πολιτικού κλίματος για τους συγγραφείς και τους υποστηρικτές των βιβλίων.
Το δεύτερο σημείο, που πρέπει να προσέξουμε, είναι η σύνθεση και η δυναμική των αντίπαλων στρατοπέδων σε κάθε διαμάχη. Ενώ, σε όλες τις περιπτώσεις, το στρατόπεδο των υποστηρικτών των βιβλίων περιλάμβανε διανοούμενους υψηλού κύρους (τα «Ψηλά Βουνά» τον Γληνό, τον Δελμούζο, τον Παλαμά, το μετέπειτα στέλεχος του ΚΚΕ Δημητράτο και πολλούς ακόμα, η Ιστορία του Καλοκαιρινού τον Παπανούτσο και τον Κακριδή, το βιβλίο του Κόκκινου την συντριπτική πλειοψηφία των διανοούμενων της Κυπριακής Αριστεράς και η Ιστορία της Ρεπούση τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων ιστορικών επιστημόνων) εν τούτοις το στρατόπεδο των αντιπάλων εκτός από την υποστήριξη των εκάστοτε δεξιών πολιτικών κομμάτων ή συντηρητικών θεσμών, όπως η Εκκλησία και η Ακαδημία Αθηνών, κέρδισε κάτι ακόμα πιο σημαντικό : τη μάχη της Κοινής Γνώμης. Η Κοινή Γνώμη, όπως διαμορφώνεται από πολιτικές και πολιτιστικές ηγεσίες, από τοπικούς θεσμούς, από τα Μέσα Ενημέρωσης και πλέον και το Διαδίκτυο, όλα αυτά χωρίς κατά κανόνα επιστημονικές αξιώσεις αλλά με λαϊκή διεισδυτικότητα και ικανότητα να κινητοποιούν το συναίσθημα υπέρ των ήδη διαμορφωμένων κοινών τόπων.
Και τα κοινά στοιχεία συνεχίζονται : Ενώ η πλευρά των πολεμίων ήταν κατά κανόνα αρραγής και στις 4 περιπτώσεις και συσπείρωσε, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το σύνολο του συντηρητικού κόσμου, στον αντίποδα το προοδευτικό (με ή χωρίς εισαγωγικά) στρατόπεδο παρουσίασε κρίσιμες διαρροές, που προσχώρησαν στο αντίπαλο. Στα «Ψηλά Βουνά» ήταν η Γαλάτεια Καζαντζάκη και η Πηνελόπη Δέλτα, στην Ιστορία του Καλοκαιρινού οι πρώην μαρξιστές Σάββας Κωνσταντόπουλος και Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου - στη συνέχεια σταδιοδρόμησαν και οι δύο ως οργανικοί διανοούμενοι και στελέχη της χούντας-, στο βιβλίο του Κόκκινου ο επίσης προερχόμενος από την Αριστερά Καραμπελιάς και το περιοδικό «Άρδην» ενώ σ’ αυτή την περίπτωση κρίσιμη ήταν και η δημόσια σιωπή του ΚΚΕ και τέλος στην περίπτωση Ρεπούση εναντίον του βιβλίου τάχθηκε και το ΚΚΕ και το «πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ και επίσης ένα μικρό μέρος του τότε ΣΥΡΙΖΑ αλλά από την άλλη η πλειοψηφία των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.
Τέλος αυτοί οι συγκεκριμένοι συσχετισμοί, που ήταν σαφώς δυσμενέστεροι από τους γενικούς πολιτικούς,  ανάγκασαν τους υποστηρικτές των βιβλίων σε αμυντική στάση, μερικές φορές ακόμα και σε δημόσια ουδετερότητα, και συχνά σε τακτικές απάντησης όχι στο κύριο αλλά στα δευτερεύοντα, δηλ. «πέταγμα της μπάλας στην εξέδρα». Λ.χ. στην επίθεση της Γαλάτειας Καζαντζάκη οι υποστηρικτές απέδωσαν ιδιοτέλεια επειδή είχαν απορριφθεί τα δικά της βιβλία, και ο Δελμούζος το 1919 και ο Παπανούτσος το 1965 ισχυρίστηκαν ότι ο πραγματικός στόχος της επίθεσης είναι η δημοτική γλώσσα, στις σύγχρονες διαμάχες προβλήθηκαν οι παιδαγωγικές αρετές των βιβλίων κλπ. Εν ολίγοις λίγες ήταν οι φορές, που οι υποστηρικτές των βιβλίων τόλμησαν να αντιπαρατεθούν ευθέως στον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μας οδηγεί πίσω στον Αντόνιο Γκράμσι και στην έννοια της «ηγεμονίας». Όπως συνοψίζει ο συγγραφέας, το στρατόπεδο των πολεμίων κέρδισε σε όλες τις περιπτώσεις την ιδεολογική ηγεμονία στη δημόσια σφαίρα, πράγμα που οδήγησε και στην επικράτηση στο επίπεδο των διοικητικών αποφάσεων αλλά και στην εμπέδωση του κανόνα στα βιβλία, που αντικατέστησαν τα αποσυρθέντα.
Το ερευνητικό υπόβαθρο του βιβλίου, που κινείται στο πεδίο των επιστημονικών εξειδικεύσεων του συγγραφέα, είναι αυτό που θα περιμέναμε, όσοι γνωρίζουμε καλά τον Χάρη Αθανασιάδη : Εξαντλητική τεκμηρίωση με έντυπα και βιβλία της εποχής, διανοητικός κάματος πίσω από κάθε έννοια και διασταύρωση πίσω από κάθε στοιχείο και ακόμα προσπάθεια εξήγησης και έντιμης παρουσίασης των επιχειρημάτων και των δύο πλευρών της κάθε διαμάχης. Ο ίδιος προσωπικά δεν είναι ουδέτερος ακολουθεί όμως ευλαβικά τον κανόνα του αείμνηστου Φίλιππου Ηλιού ότι «τον ιστορικό τον θέλει η επιστήμη του «άπολι», νηφάλιο και απροκατάληπτο μελετητή των πραγματικοτήτων», που οφείλει επαγγελματισμό, επιστημονική αυστηρότητα και στάση κριτικού παρατηρητή. Θα πιστώσω όμως στο βιβλίο ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη : το άμεσο και κατανοητό γράψιμο (θα τολμούσα να το χαρακτηρίσω «δημοσιογραφικό» από την άποψη της γενικής απεύθυνσης), τις δόσεις χιούμορ, όπου χρειάζονται, και γενικά την αφομοίωση της αρχής ότι ο καλός ιστορικός είναι πάντα και καλός παραμυθάς, γνωρίζει δηλαδή και πώς να αφηγηθεί μια ιστορία (εν προκειμένω με ι μικρό).
Οι τελευταίες μου σκέψεις εκτείνονται πέραν του βιβλίου και αφορούν το χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκής και δημόσιας - και επομένως και σχολικής - Ιστορίας στη σημερινή Ελλάδα. Την απάντηση δηλαδή στο ερώτημα, πώς δηλαδή οι σύγχρονες κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης θα βγουν από το στενό κλοιό των Πανεπιστημίων και των επιστημονικών συνεδρίων, πώς η Ιστορία ως ανοιχτή «γνώση» και όχι ως κλειστή «ταυτότητα» θα γίνει κτήμα της ελληνικής κοινωνίας, πώς θα αντιστραφεί η σημερινή εικόνα της άγνοιας και της δημαγωγίας. Και δεν εννοώ μόνο τη μεγάλη εμβέλεια των ακροδεξιών τηλε-πλασιέ τύπου Λιακόπουλου και Άδωνι Γεωργιάδη αλλά και στην επιρροή των λεγόμενων «σοβαρών» εθνικιστών (δανείζομαι τον χαρακτηρισμό από τη «σοβαρή» Χρυσή Αυγή), ένα ζήτημα, που δεν αφορά μόνο το παρελθόν αλλά, κατά τα προεκτεθέντα, εξίσου το παρόν και το μέλλον.
Ίσως εδώ να μας είναι ακόμη πιο χρήσιμη η κληρονομιά του Φίλιππου Ηλιού. Σας υπενθυμίζω ότι ο Ηλιού ήταν από τους πρώτους, που διέγνωσε το 1992 πως η ελληνική στάση απέναντι στη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν ήταν ένα απλό ζήτημα εξωτερικής πολιτικής αλλά κάτι πολύ πιο βαθύ, που θα επιδρούσε στις αξίες, στον ιδεολογικό προσανατολισμό και στον χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, που άλλαξε τελικά σε μεγάλο βαθμό την βασική πηγή αναφοράς και νομιμοποίησης της μεταπολίτευσης, αντικαθιστώντας τον «λαό» με το «έθνος», που έφτασε στο σημείο όχι μόνο να διασύρει αλλά ακόμα και να ποινικοποιήσει την αντίθετη άποψη. Ο Ηλιού, συνδυάζοντας ιδανικά την επιστημονική αμεροληψία με την πολιτική μεροληψία και στράτευση και ακολουθώντας πιστά το πρόταγμα «όποιος θέλει να είναι αντι-εθνικιστής αντιπαλεύει πρώτα τον εθνικισμό της δικής του χώρας και όχι των γειτονικών», πρωτοστάτησε στην υπογραφή του περίφημου κειμένου των «169» διανοουμένων, που αποτέλεσε το πρώτο ανάχωμα στην εθνικιστική υστερία της εποχής εκείνης.
Οι πιο πολλοί/ές σ’ αυτή την αίθουσα δεν γνωρίζετε ίσως ότι το κείμενο αυτό το έχουμε υπογράψει και οι δύο σημερινοί παρουσιαστές του βιβλίου, ότι στα Γιάννενα διοργανώθηκε μια από τις πρώτες, ίσως και η πρώτη δημόσια αντι-εθνικιστική εκδήλωση τον Απρίλιο του 1992, ότι όσοι το υπογράψαμε πληρώσαμε το τίμημα των προσωπικών επιθέσεων και ότι στα Γιάννενα διευρύναμε τον κύκλο των υποστηρικτών του κειμένου με ένα δεύτερο κύμα δημόσιων υπογραφών.
Νομίζω ότι αυτό το προηγούμενο δείχνει το δρόμο για την κοινωνική ευθύνη των επιστημόνων, των ιστορικών - αλλά όχι μόνο αυτών. Στις μέρες μας, που η αντιρατσιστική νομοθεσία χρησιμοποιείται για να διωχθεί ποινικά ο Καθηγητής Ρίχτερ για τις απόψεις του, ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί του, αλλά όχι και ο Αμβρόσιος Καλαβρύτων για τις δημόσιες ύβρεις του, που το «εθνικό σπορ του διασυρμού» γνωρίζει νέες μέρες δόξας, που η κατασκευή της σύγχρονης εθνικοφροσύνης περνάει μέσα από τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «εθνομηδενιστές» (ή μήπως τελικά αυτός ο χαρακτηρισμός δεν είναι και τόσο νέος αλλά έρχεται από το σκοτεινό παρελθόν της παλιάς εθνικοφροσύνης ;), η μόνη απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι η τεκμηριωμένη κατάρριψη ανορθολογικών μύθων και στερεοτύπων, η εκλαϊκευση της ιστορικής γνώσης ακόμα και με δημόσια μαθήματα εκτός Πανεπιστημίου, και εν κατακλείδι η διεκδίκηση δημόσιας φωνής και δημόσιου ρόλου από τους Έλληνες ιστορικούς. Το βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη ανταποκρίνεται, και με το παραπάνω, στις ανάγκες αυτές ! βιβλίο (1850), ούτε είχε αρχίσει να διεκδικεί τη Μακεδονία το ελληνικό κράτος ούτε είχε επικρατήσει η θεωρία του Παπαρρηγόπουλου.
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν είναι μόνο ο γειτονικός εθνικισμός που "κατασκεύασε" την Ιστορία ανάλογα με τις επιδιώξεις του, έχει προηγηθεί ο ελληνικός ! Φανταστείτε μόνο τί επρόκειτο να γίνει, αν γραφόταν σήμερα στα σχολικά εγχειρίδια ένα τέτοιο πράγμα !

Γιάννενα 14-12-2015
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ βιβλίο (1850), ούτε είχε αρχίσει να διεκδικεί τη Μακεδονία το ελληνικό κράτος ούτε είχε επικρατήσει η θεωρία του Παπαρρηγόπουλου.
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν είναι μόνο ο γειτονικός εθνικισμός που "κατασκεύασε" την Ιστορία ανάλογα με τις επιδιώξεις του, έχει προηγηθεί ο ελληνικός ! Φανταστείτε μόνο τί επρόκειτο να γίνει, αν γραφόταν σήμερα στα σχολικά εγχειρίδια ένα τέτοιο πράγμα !

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015

Αποικιακές αυτοκρατορίες

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
ΛΑΜΠΡΟΥ ΦΛΙΤΟΥΡΗ «Αποικιακές αυτοκρατορίες»
(εκδ. «Ασίνη»)
  Παρουσιάζουμε σήμερα ένα εκπαιδευτικό κατά βάση εγχειρίδιο. Ο Λάμπρος Φλιτούρης  έχει συγκεντρώσει τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του, έχει συμπληρώσει τη βιβλιογραφία και έχει αναπτύξει παραπάνω κάποια κεφάλαια. Σπεύδω προκαταβολικά να πω πως λυπάμαι, που δεν είχα την τύχη να διδαχτώ ένα τέτοιο εγχειρίδιο είτε στο σχολείο είτε αργότερα. Πολλές από τις στρεβλώσεις και τις ανοησίες, που κυκλοφορούν ασύδοτα στην πιάτσα, οφείλονται στον κακό, επιφανειακό και κατά βάση χρονολογικό, τρόπο διδασκαλίας της Ιστορίας στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, τουλάχιστον αυτό που εγώ είχα την ευκαιρία να γνωρίσω.
  Αντίθετα ο συγγραφέας συστηματοποιεί και κατηγοριοποιεί, αναδεικνύει ένα θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης και ερμηνείας των γεγονότων, χωρίς βεβαίως να λείπουν και τα ερεθίσματα για περαιτέρω έρευνα και θεωρητική ενασχόληση με τα ζητήματα, που ανοίγει το βιβλίο. Είναι κατά την άποψή μου πολύ σημαντικό ότι, εκτός από Σύγχρονη Ιστορία, ο Φλιτούρης έχει σπουδάσει και Ιστορία Διεθνών Σχέσεων, την επιστήμη δηλαδή που μελετάει διαχρονικά το διεθνές σύστημα και τη σχέση συνεννόησης ή αντιπαράθεσης των υποκειμένων του, βασικά των κρατών, μεταξύ τους. Αυτό κατά τη γνώμη μου δίνει βάθος στην οπτική του και αναδεικνύει τη σημασία των διεθνών συμφωνιών στην ανάπτυξη του αποικιακού φαινομένου (από τη συνθήκη του Τορντεσίγιας το 1494, που έθεσε τα όρια μεταξύ της αποικιακής ανάπτυξης των Ισπανών και των Πορτογάλων,  μέχρι το συνέδριο του Βερολίνου το 1884, που μοίρασε την Αφρική) αλλά και των διεθνών συνδιασκέψεων στην εξέταση της υποχώρησής του.
  Ξεκινάω με ένα βασικό ερώτημα, με το οποίο καταπιάνεται στην αρχή ο συγγραφέας «Γιατί να ασχολείται ένας Έλληνας ιστορικός με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία και να μην αρκούμαστε στη μετάφραση ενός ξενόγλωσσου εγχειριδίου προκειμένου να διδάξουμε το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο». Νομίζω ότι η απάντηση που δίνει, είναι εύλογη, δεν υπάρχει όριο ανάμεσα στα «εθνικά» και «διεθνή» θέματα, πολύ περισσότερο που η ιστορία της αποικιοκρατίας φωτίζει την παγκόσμια ιστορία των τελευταίων 5 αιώνων. Ούτε εξάλλου η ελληνική ιστορία στερείται συσχετισμών με το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο, για τους οποίους θα αναφερθώ και στη συνέχεια.
  Εξάλλου η ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού είναι ουσιαστικά ένας τρόπος να δούμε όλη την παγκόσμια ιστορία των τελευταίων αιώνων. Η εδαφική και οικονομική επέκταση κυρίως – αλλά όχι μόνο - της Ευρώπης, η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών ανταγωνισμών, των παζαριών και των διευθετήσεων αλλά και η υποχώρησή της έχει καθορίσει την εξέλιξη και τη σημερινή μορφή του πλανήτη. Για να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς τον αποικιακό ανταγωνισμό, ο οποίος υπήρξε μια από τις βασικές αιτίες για το ξέσπασμά του. Και η διαπίστωση αυτή δεν γίνεται μόνο από τη σκοπιά των νικητών αλλά και από αυτή των ηττημένων της Ιστορίας, των πρώην αποικιοκρατούμενων λαών. Ένας ολόκληρος επιμέρους επιστημονικός κλάδος, που ονομάζεται «μετααποικιακή θεωρία» ή «μετααποικιακές σπουδές» και στοχεύει στην αποδόμηση της ευρωκεντρικής αντίληψης και στην ανάδειξη της φωνής των φιμωμένων υποτελών, συγκροτήθηκε, όπως εξάλλου φανερώνει και η ονομασία του, με άξονα το αποικιακό φαινόμενο. Το ιδρυτικό κείμενο αυτής της θεωρίας γράφτηκε το 1978 και είναι ο «Οριενταλισμός» του Παλαιστίνιου διανοούμενου Εντουάρντ Σαϊντ, για τον οποίο θα έχω την ευκαιρία να πω και στη συνέχεια.
  Γιατί όμως δεν χρησιμοποιούμε ένα αλλά δύο όρους, συνηθισμένους ούτως ή άλλως στο καθημερινό πολιτικό μας λεξιλόγιο ; Άραγε πόσο ταυτίζονται και πόσο διαφέρουν οι έννοιες «αποικιοκρατία» & «ιμπεριαλισμός» ; Και εάν η πρώτη έννοια είναι λίγο-πολύ συμφωνημένη σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό της (βεβαίως όχι απόλυτα σωστά, γιατί υπάρχουν πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους φάσεις της αποικιοκρατίας με διαφορετικά χαρακτηριστικά η καθεμία), η δεύτερη εξακολουθεί και σήμερα να γεννάει πολλά θεωρητικά και πολιτικά ερωτήματα. Όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας, παρότι η πατρότητα του όρου αποδίδεται στον Βρετανό οικονομολόγο Χόμπσον (1902), στη διάρκεια του 20ου αιώνα έχουν κυριαρχήσει οι μαρξιστικές θεωρίες ανάλυσης του φαινομένου. Και σας θυμίζω ότι οι της μαρξιστικής παιδείας μετέχοντες μάθαμε παιδιόθεν ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού». Προσπερνάω το σχόλιο ότι κατά τον Λένιν σε αυτό το ανώτερο στάδιο ο καπιταλισμός σαπίζει γρήγορα, γιατί μάλλον αποδείχτηκε «όχι και τόσο γρήγορα», για να διατυπώσω κάποια άμεσα ερωτήματα, στα οποία αναφέρεται σύντομα και ο Φλιτούρης. Υπάρχει άραγε ιμπεριαλισμός και πριν από το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού ή ακόμα και πριν από τον καπιταλισμό ; ΄Η μήπως η χρονολόγηση του καπιταλισμού ως συνδεδεμένου με τη βιομηχανική επανάσταση, το εθνικό κράτος και την επιθετική αποικιοκρατία του 19ου αιώνα είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν οι Μηλιός – Σωτηρόπουλος στο επίσης πρόσφατο βιβλίο τους «Ιμπεριαλισμός, χρηματοπιστωτικές αγορές, κρίση» ;  Μπορεί να υπάρξει θεωρία του ιμπεριαλισμού γενικά, η οποία να υπερβαίνει τα όρια της παραδοσιακής μαρξιστικής του πρόσληψης ; Ποιά είναι η σχέση του Ι. όχι μόνο με την αποικιοκρατία αλλά και με άλλες νεώτερες έννοιες, όπως για παράδειγμα αυτή της «αυτοκρατορίας», που έχουν εισηγηθεί οι Χαρντ και Νέγκρι ;
  Για να μην επεκταθούμε όμως στη θεωρητική συζήτηση, θα περιοριστώ λοιπόν να εκθέσω το εννοιολογικό πλαίσιο, που δέχεται ο συγγραφέας, ότι δηλαδή, παρά τα διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι δυνατή η ενιαία εξέταση της ιμπεριαλιστικής επέκτασης και έξω από τα αυστηρά χρονικά όρια του «κλασσικού» ιμπεριαλισμού, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Όπως ο ίδιος γράφει «Η παράθεση των κινήτρων άσκησης ιμπεριαλιστικών πολιτικών ανά περίοδο φανερώνει σημαντικές και δομικές ομοιότητες». Παρ’ όλα αυτά βλέπετε ότι δυσκολευόμαστε όλοι να ονομάσουμε «ιμπεριαλιστικές» τις εκστρατείες των Ισπανών κονκισταδόρες. Βλέπετε ότι το γλωσσικό μας αίσθημα αντιστέκεται και αυτό δικαιολογεί την παράλληλη χρήση των όρων και από τον Φλιτούρη και από άλλους πολλούς. Από την άλλη πλευρά βεβαίως έχουμε την εμφάνιση νέων όρων, όπως «αποικία χρέους» κλπ.
  Ας έχουμε πάντως υπόψη ότι τη θεωρία δεν πρόκειται να την αποφύγουμε. Ήδη το να επισκοπήσουμε όλα τα στάδια της αποικιακής-ιμπεριαλιστικής εξάπλωσης και υποχώρησης μας βάζει μπροστά σε μια σειρά από σύνθετα θεωρητικά αλλά και πολιτικά ζητήματα, που απαιτούν μεγάλη σοβαρότητα και εμβρίθεια.
  Η εξέταση του αποικιακού φαινομένου, που φέτος συμπληρώνει ακριβώς 6 αιώνες, αν δεχτούμε βεβαίως την άποψη του συγγραφέα, που ορίζει ως γενέθλια πράξη της νεώτερης ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας την κατάληψη της Θέουτα στη μαροκινή ακτή, απέναντι από το Γιβραλτάρ, από τους Πορτογάλους το 1415 (είναι ενδιαφέρον ότι η Θέουτα εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να είναι ισπανικό, δηλ. υπό μία έννοια αποικιοκρατούμενο, έδαφος και μάλιστα έχει κατασκευαστεί και εκεί φράχτης προκειμένου να εμποδίσει την είσοδο μεταναστών και προσφύγων στο ισπανικό έδαφος – βλέπετε την ειρωνεία της Ιστορίας, οι ροές των ανθρώπων έχουν αντίστροφη πορεία στις μέρες μας) χωρίζεται σε ορισμένες μεγάλες, όχι μόνο χρονικές αλλά και εννοιολογικές, ενότητες :
 - τις μεγάλες αποικιακές αυτοκρατορίες του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα, αρχικά των Ισπανών και των Πορτογάλων και στη συνέχεια των Βρετανών, των Γάλλων και των Ολλανδών με κατεύθυνση κυρίως την αμερικανική ήπειρο και βασικά χαρακτηριστικά την προμήθεια κεφαλαίων, κατά βάση από τους πολύτιμους λίθους και το δουλεμπόριο, και την επιδίωξη της εμπορικής κυριαρχίας
 -  το πρώτο κύμα αποαποικιοποίησης στην αμερικανική ήπειρο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα με υπόδειγμα την αμερικανική επανάσταση και υποκείμενα τους πρώην λευκούς αποίκους (ο Φλιτούρης σχολιάζει αυτή την πρώτη απο-αποικιοποίηση ως «οικογενειακή υπόθεση»)
 - την αποικιακή φρενίτιδα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα και προς την Ασία αλλά κυρίως προς την Αφρική με δεσπόζοντα το ρόλο της Βρετανίας και με μια σειρά ευρωπαίων πρωταγωνιστών πρώτης και δεύτερης γραμμής, όπου αναδεικνύεται ο στόχος όχι μόνο της προμήθειας πρώτων υλών και εργατικών χεριών αλλά και του ανοίγματος νέων καταναλωτικών αγορών για την απορρόφηση των προϊόντων της μητρόπολης και ακόμα η συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων μέσα από το σχήμα των «αποικιακών εταιριών» 
 - την ανάδειξη νέων παιχτών, εκτός Ευρώπης, στο αποικιακό παιγνίδι, όπως οι ΗΠΑ με τη λεγόμενη «διπλωματία του δολλαρίου» αλλά και με τη δύναμη των όπλων, η Ιαπωνία αλλά και η τσαρική Ρωσία με την ιδιόμορφη επέκτασή της στην Ασία, και στην έρημη Σιβηρία αλλά και στο Τουρκεστάν, τη μουσουλμανική δηλ. Κεντρική Ασία)
 - τη χρονικά περιορισμένη ανανέωση της αποικιοκρατίας μετά από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με το σύστημα των εντολών, στο οποίο σπεύδουν να συμμετάσχουν ακόμα και πρώην βρετανικές αποικίες (π.χ. η Νότια Αφρική)
 - την κρίση της αποικιοκρατίας με τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τη ραγδαία διαδικασία της αποαποικιοποίησης σε Ασία, Ωκεανία και κυρίως Αφρική με ορόσημα από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων τη διάσκεψη της Μπαντούγκ, στην πρώην ολλανδική Ινδονησία, το 1955, την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 1960 και την Τριηπειρωτική Συνδιάσκεψη της Αβάνας το 1966 (για να αντιληφθούμε το μέγεθος της αλλαγής του παγκόσμιου χάρτη αρκεί να αναφέρουμε ότι από 10 αποικιακές αυτοκρατορίες έχουν αναδυθεί περί τα 120 ανεξάρτητα κράτη). Σημαντικός εδώ είναι ο ρόλος των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων και των επαναστάσεων (ως πιο σημαντικές ας αναφέρουμε το κίνημα των Βιετμίνχ στη γαλλική Ινδοκίνα, τη «μη βίαιη» ανυπακοή του Γκάντι στην Ινδία, την Αλγερινή Επανάσταση καθώς και τα κινήματα στην Κένυα και το βελγικό Κογκό), όπως σημαντική είναι η επιρροή διεθνών ιδεολογικών ρευμάτων, όπως ο παναφρικανισμός, ο παναραβισμός, ο γκεβαρισμός, από την κληρονομιά του Τσε Γκεβάρα κλπ.
 - Και ας προσθέσουμε τη σημερινή περίοδο, όπου, χωρίς φυσικά να απουσιάζουν και τα στρατιωτικά μέσα, όχι μόνο από τις μεγάλες δυνάμεις αλλά μερικές φορές και από πρώην αποικίες, η αποικιοκρατία αναβιώνει κυρίως με οικονομικές μεθόδους, η εξάρτηση διαιωνίζεται μέσα από τον προσεταιρισμό των κυρίαρχων ελίτ των πρώην αποικιών και η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων θεσμών και πολιτικών και των πολυεθνικών εταιριών δημιουργεί και αναπαράγει τις συνθήκες ανισότητας και εκμετάλλευσης. Ξέρουμε όλοι πόσο έχουν διακριθεί οι ΗΠΑ και οι αμερικάνικες πολυεθνικές σ’ αυτό τον τομέα, ασφαλώς δεν είναι οι μόνες και ας μη μας διαφεύγει ο ειδικός ρόλος της Κίνας την τελευταία δεκαετία.
  Σ’ αυτούς τους 6 αιώνες αποικιοκρατίας η μορφή του κόσμου άλλαξε ριζικά. Για τους αυτόχθονες πληθυσμούς των αποικιών αυτό σήμαινε φυσικά βάσανα και αίμα, φτώχεια και πολιτιστική καταστροφή, αλλά και γνώση και επικοινωνία με τις ιδεολογίες της κοινωνικής χειραφέτησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι συντηρητικές θεωρίες για την αποικιοκρατία, αυτές που αναδεικνύουν «θετικές» πτυχές, όπως οι βελτίωση των συνθηκών υγιεινής, η καταπολέμηση του αναλφαβητισμού κλπ. επιστρέφουν στις μέρες μας με τις ευλογίες ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Και οι μητροπόλεις όμως αλλάζουν ριζικά. Η ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης, οι νέες επιστήμες, με πρώτη τη Γεωγραφία, τα νέα μέσα συγκοινωνίας, τα πνευματικά και καλλιτεχνικά κινήματα, οι συλλογικές νοοτροπίες και οι μόδες διαμορφώνονται από την επαφή με τον «άλλο». 
  Έχει άραγε νόημα να μαθαίνουμε και να μελετάμε αυτή την ιστορία ; Μπορεί με άλλα λόγια η κληρονομιά της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού να εξηγήσει τη σημερινή διεθνή κατάσταση, τις στρατιωτικές και οικονομικές συγκρούσεις, τα προσφυγικά ρεύματα κλπ. Θα συνεισφέρω στη συζήτηση με 4 παραδείγματα, που σχετίζονται και τα 4 με τη μεγαλύτερη ζώνη αστάθειας στον πλανήτη, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία αλλά και μ’ ένα μεγάλο παράγοντα αστάθειας το ριζοσπαστικό Ισλάμ.
 - Για το πρώτο παράδειγμα θα αξιοποιήσω την οπτική του Ε. Σαϊντ, τον οποίο και ήδη μνημόνευσα. Θα προσθέσω ότι έζησε όλη του τη ζωή εξόριστος, στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ως αμερικανός πολίτης υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός της ιμπεριαλιστικής τους πολιτικής, δεν υπήρξε όμως ποτέ αντι-δυτικός και μάλιστα συγκρούστηκε και με το κατεστημένο του αραβικού κόσμου. Όπως ο ίδιος το έθετε «μαχόταν υπέρ μιάς ανεξάρτητης Παλαιστίνης, ώστε να αναλάβει επιτέλους το ρόλο του ως διανοούμενος, το ρόλο του κριτικού απέναντι στο έθνος – κράτος». Θα  επικαλεστώ λοιπόν μια συνομιλία του Σαϊντ με τον Ταρίκ Αλή, ένα μαρξιστή (τροτσκιστή για την ακρίβεια) ακτιβιστή και διανοούμενο με πακιστανική καταγωγή, όπως ο τελευταίος την παραθέτει στη νεκρολογία του για τον Σαϊντ (δημοσιεύθηκε το 2003 στο New Left Review). Σ’ αυτή λοιπόν τη συνομιλία υποστηρίζει ο Αλή ότι το 1917 είναι η χρονιά - ορόσημο του 20ου αιώνα, εννοώντας βεβαίως λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης. Συμφωνώ, απαντάει ο Σαϊντ, αλλά για διαφορετικό λόγο, τη διακήρυξη του Μπάλφουρ, με την οποία διατυπώθηκε για πρώτη φορά η υπόσχεση για ίδρυση εβραϊκού κράτους. Με όλες τις τελευταίες εξελίξεις δεν είμαι σίγουρος ούτε για την τελική γνώμη του Ταρίκ Αλή.
 - Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με τις σημερινές συγκρούσεις στο Ιράκ και τη Συρία, οι οποίες ασφαλώς εντάθηκαν με τις ιμπεριαλιστικές «σταυροφορίες» των Μπους πατρός και υιού αλλά προϋπήρχαν ως προβλήματα και σίγουρα εξακολουθούν να υπάρχουν και έχουν πάρει νέα μορφή μετά από την απαγκίστρωση των αμερικανικών δυνάμεων. Αναρωτιόμαστε όλοι, γιατί τα κράτη της Μέσης Ανατολής να έχουν ετερογενείς πληθυσμούς, γιατί να υπάρχουν και Σουνίτες και Σιϊτες και Κούρδοι και στο Ιράκ και στη Συρία, γιατί να μην είναι πιο ομοιογενή και με λιγότερες συγκρούσεις, γιατί τέλος να μην υπάρχει ανεξάρτητο κουρδικό κράτος. Η απάντηση στα ερωτήματα βρίσκεται στα σύνορα, που χάραξε ο ιμπεριαλισμός μετά από το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.  Η γραμμή Σάϊκς – Πικώ από τα ονόματα των Υπουργών Εξωτερικών της Βρετανίας και της Γαλλίας μοίρασε τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και έδωσε στη Συρία καθεστώς γαλλικής εντολής και στο Ιράκ βρετανικής. Εκεί βρίσκεται η ρίζα των σημερινών συγκρούσεων, εκεί βρίσκεται η αιτία της δημοτικότητας του ISIS στους σουνιτικούς πληθυσμούς.
 - Ακόμα πιο εμφατικό είναι το τρίτο παράδειγμα, μιάς και οι τρομοκρατικές επιθέσεις του ISIS στο Παρίσι αλλά και στη Βηρυττό (γι’ αυτές τις τελευταίες βεβαίως δεν καταναλώνεται και πολλή δημοσιότητα) ρίχνουν βαρειά σκιά στη διεθνή ατμόσφαιρα και δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τον αποτροπιασμό μας για το υβρίδιο του ισλαμικού φασισμού. Τι είναι όμως ο ισλαμικός ριζοσπαστισμός αν όχι μια κληρονομιά του ιμπεριαλισμού, παλιότερου και σημερινού ; Προσωπικά δεν ασπάζομαι τη συνωμοτική θεωρία ότι ο ISIS εξοπλίστηκε από τη CIA, αντίθετα οι ΗΠΑ υποστήριξαν άλλες οργανώσεις της συριακής αντιπολίτευσης.  Όμως δεν είναι δυνατό να αγνοήσουμε ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός αντλεί την έμπνευσή του από την κριτική στο δυτικό ιμπεριαλισμό ενώ οι μαχητές του είναι κατά κύριο λόγο μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς μεγαλωμένοι είτε στις αποικιακές μητροπόλεις είτε στα σοβιετικά κρατίδια. Πόσο μπορεί να αποτελέσει λύση η στρατιωτικοποίηση των δυτικών κοινωνιών ή το κλείσιμο των συνόρων στους πρόσφυγες, που εξήγγειλε σήμερα ο Ολάντ ; Πόσο ο δυτικός και ο ισλαμικός φασισμός έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον  ;
  Ανοίγω στο σημείο αυτό μια παρένθεση με δύο σκέλη : το πρώτο αφορά την πιθανή σχέση των τρομοκρατικών επιθέσεων με τις στρατιωτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα την κατάληψη της πόλης Σιντζάρ από τους Κούρδους μαχητές Πεσμεργκά. Πρόκειται για μια σημαντική στρατιωτική ήττα του ISIS, ίσως την πιο σημαντική από την εμφάνισή του, καθώς το Σιντζάρ βρίσκεται πάνω στον άξονα ανεφοδιασμού του, στη γραμμή Ράκκα – Μοσούλη. Αυτό σημαίνει ότι οι δυνάμεις του ISIS στη Συρία δεν μπορούν να επικοινωνήσουν εύκολα με εκείνες στο Ιράκ και ότι το μέτωπό του διασπάται. Είναι πολύ πιθανό η χρονική επιλογή των χτυπημάτων να μην είναι άσχετη με τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης. Στο δεύτερο σκέλος παραθέσω την ανακοίνωση του γαλλικού κόμματος της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (NPA) εναντίον των βομβαρδισμών, που σχεδιάζει η Κυβέρνηση Ολάντ : «Οι βομβαρδισμοί αυτοί που υποτίθεται ότι στοχεύουν το Ισλαμικό Κράτος, τους τζιχαντιστές τρομοκράτες, στην πραγματικότητα, και με την παρέμβαση των ρωσικών βομβαρδισμών, προστατεύουν το καθεστώς του κύριου υπαίτιου για το μαρτύριο του λαού της Συρίας, του δικτάτορα Άσαντ». Για να προσέξουμε λίγο ! Για την συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής Αριστεράς το καθεστώς Άσαντ είναι στο αντι-ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο και ο ISIS όργανο των ιμπεριαλιστών. Μήπως κάτι δεν πάει καλά με την ελληνική Αριστερά ;
 - Και μια και αρχίσαμε με την Αριστερά, το τελευταίο παράδειγμα αναφέρεται βεβαίως την Κεντρική Ασία και τον Καύκασο, δεν περιορίζεται όμως μόνον εκεί. Αφορά την αποικιακή κληρονομιά της Σοβιετικής Ένωσης. Ο συγγραφέας δεν παραλείπει να επισημάνει ότι, παρά την θετική επίδραση των αρχών του μαρξισμού στην εμφάνιση και ωρίμανση των εθνικο-απελευθερωτικών κινημάτων στις αποικίες, από τη δεκαετία του 1960 έχει αρχίσει να εκδηλώνεται η εμφάνιση του σοβιετικού ιμπεριαλισμού με κορυφαία – και μοιραία – εκδήλωσή του την εισβολή στο Αφγανιστάν (ας θυμηθούμε ότι τη δεκαετία του ’70 γινόταν κακός χαμός στα ελληνικά πανεπιστήμια για την έννοια του «σοσιαλιμπεριαλισμού» και η σφοδρή σύγκρουση μεταξύ της ΚΝΕ και των μαοϊκών οργανώσεων αφορούσε κυρίως τις διεθνείς εξελίξεις και δευτερευόντως τις ελληνικές). Ωστόσο θεωρώ ότι και πριν από το 1960, παρά την ευφυή προσέγγιση του Λένιν «όποιος λαός θέλει μπορεί να αποχωρήσει από τη Ρωσική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία» (η γνωστή διαφορά μεταξύ καταπιεσμένου και κυρίαρχου εθνικισμού – δέστε πως συνομιλεί ο Σαϊντ με αυτή την άποψη) και παρά τις διακηρύξεις του Συνεδρίου των λαών της Ανατολής το 1920 στο Μπακού, η αντιμετώπιση της τσαρικής εδαφικής κληρονομιάς από τον σταλινισμό έχει έντονα στοιχεία αποικιακής διαχείρισης. Από την οπτική γωνία του αποικιακού φαινομένου η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είναι η κατάρρευση της τελευταίας αποικιακής αυτοκρατορίας στον κόσμο και γι’ αυτό θεωρώ προοπτικά ατελέσφορη την προσπάθεια του Πούτιν να την επανασυστήσει, όπως εξάλλου απέτυχε και η προσπάθεια της Βρετανίας να ανανεώσει την αποικιακή αυτοκρατορία της μέσα από το σχήμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας.
  Το τελευταίο κεφάλαιο της παρουσίασής μου αφορά τη σύνδεση του ελληνικού χώρου με το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο. Ήδη στον πρόλογο ο συγγραφέας επισημαίνει δύο παραμέτρους α) ότι ο ελληνικός χώρος υπήρξε πεδίο ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων άλλων δυνάμεων (ας θυμηθούμε την αγγλική - και όχι μόνο – παρουσία στα Επτάνησα, την ιταλική στα Δωδεκάνησα, και ακόμα καλύτερα το ρόλο του αμερικανικού παράγοντα στη νεώτερη ελληνική ιστορία) β) ότι το ζήτημα εάν η Ελλάδα υπήρξε ιμπεριαλιστική και αποικιακή δύναμη είναι διαφιλονικούμενο. 
  Επ’ αυτού του τελευταίου η άποψή μου είναι ότι ο Βενιζέλος και η ελληνική αστική τάξη διεκδίκησε ένα ρόλο και μάλιστα για να τον κατοχυρώσει δεν δίστασε να συμμετάσχει στην εκστρατεία της Ουκρανίας εναντίον των μπολσεβίκων.
 Ας παρακολουθήσουμε λίγο τη χρονική ακολουθία των γεγονότων : 
 - Φεβρουάριος 1919 συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην εκστρατεία στην Ουκρανία
 - Αύγουστος 1920 συνθήκη των Σεβρών, με την οποία η Ελλάδα παίρνει εντολή στη ζώνη της Σμύρνης και δεν περιορίζεται μόνον εκεί
 - Σεπτέμβριος 1920 συνέδριο των λαών της Ανατολής στο Μπακού υπό την καθοδήγηση των μπολσεβίκων και υποστήριξη του «αντιαποικιακού αγώνα» σε όλη την Ασία, της Τουρκίας συμπεριλαμβανόμενης
  Ας έχουμε λοιπόν υπόψη την οπτική όχι μόνο των Τούρκων, όχι μόνο των Μπολσεβίκων αλλά ολόκληρης της Αριστεράς της εποχής για τη Μικρασιατική εκστρατεία.
  Άφησα τελευταίο το Κυπριακό, που στην πρώτη του φάση είναι ένα κλασικό παράδειγμα αντιαποικιακού αγώνα, ο οποίος διευκολύνθηκε από τις διεθνείς εξελίξεις, που οδήγησαν στην εγκατάλειψη του μεσογειακού δρόμου από τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Η Βρετανία χάνει την Ινδία το 1948, χάνει το Σουέζ το 1958 και δεν έχει ισχυρούς λόγους να διατηρήσει την παρουσία της και γι’ αυτό την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1959 ακολουθεί η Μάλτα το 1964 και το Άντεν (Υεμένη) το 1967. Ωστόσο η ύπαρξη των δύο κοινοτήτων, όπως ακριβώς έγινε και στην Ινδία, δίνει πατήματα στην πρακτική του αποικιοκρατικού «διαίρει και βασίλευε», που βρίσκεται στη ρίζα των κατοπινών προβλημάτων, τα οποία βεβαίως τονίζονται και από τον ανταγωνισμό των «μητέρων πατρίδων» και τον Ψυχρό Πόλεμο.

Γιάννενα, 14-11-2015
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ